Του Θανάση Πεταλά,
Εγκυκλοπαιδικά ο όρος υγεία αποδίδεται ως η εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού, η φυσιολογική κατάσταση των οργάνων του σώματος και η πλήρης ψυχοσωματική και κοινωνική ευεξία. Κατά το Προοίμιο του Καταστατικού Χάρτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) πιο συγκεκριμένα, υγεία είναι η κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής, διανοητικής και κοινωνικής ευεξίας. Η υγεία συναντά συνταγματική κατοχύρωση στο άρθρο 21 παρ. 3, σύμφωνα με το οποίο: «το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Δεδομένης όμως της ευρύτητας και εν μέρει αοριστίας, τουλάχιστον ως προς την εκ του Συντάγματος υποχρέωση μέριμνας του κράτους για την υγεία των πολιτών, του ανωτέρω επίσημου ορισμού της υγείας, προσφορότερος καθίσταται μάλλον ο αρνητικός ορισμός της ως μια πραγματική κατάσταση, από την οποία απουσιάζει κάθε είδους ασθένεια, αναπηρία ή γενικώς αδυναμία, ικανή να μειώσει τη φυσιολογική δραστηριότητα του ανθρώπινου οργανισμού.
Η υγεία αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και ταυτόχρονα κλασικό παράδειγμα δημόσιου αγαθού. Αναφερόμενοι στα χαρακτηριστικά της ως δικαιώματος θα λέγαμε πως κατ’ αρχήν πρόκειται για κλασικό ατομικό δικαίωμα, ουσιαστικό περιεχόμενο του οποίου είναι η υποχρέωση αποχής του κράτους καθώς και κάθε τρίτου από οποιαδήποτε ενέργεια ικανή να βλάψει την ψυχοσωματική υγειά του ατόμου ή να περιορίσει το δικαίωμά του να αποφασίζει ελεύθερα για τον εαυτό του σε ζητήματα υγείας που το αφορούν. Η προσθήκη της παραγράφου 5 στο άρθρο 5 του Συντάγματος, που εισήχθη με την πρόσφατη αναθεώρηση το 2001, σύμφωνα με την οποία: «καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας», δρα προς επίρρωση της παραπάνω διαπίστωσης ως προς τη νομική φύση του δικαιώματος στην υγεία. Συνταγματικά δηλαδή κατοχυρώνεται μια σφαίρα ιδιωτικής αυτονομίας (status negativus), εντός της οποίας μπορεί το άτομο να αξιώνει από το κράτος και κάθε τρίτο να απέχει. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα ατομικά δικαιώματα.
Το δικαίωμα στην υγεία ωστόσο προσιδιάζει επίσης και στη χορεία των κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς εισάγει την υποχρέωση του κράτους να προβαίνει σε θετικές ενέργειες, εν προκειμένω να μεριμνά (απλώς!) και γενικώς να επιδίδεται σε πράξεις που προάγουν, προστατεύουν και προπάντων αποκαθιστούν τη υγεία των πολιτών. Γεννάται επομένως υποχρέωση του κράτους όχι μόνο να παρέχει υπηρεσίες υγείας, αλλά και να αναπτύσσει πολιτικές πρόληψης, ενημέρωσης και κοινωνικής στήριξης, διασφαλίζοντας ότι η υγεία παραμένει προσβάσιμη και ποιοτική για όλους.

Βέβαια ας σημειωθεί εδώ πως κατά τη θεωρία τα κοινωνικά δικαιώματα δεν μπορούν να θεμελιώσουν από μόνα τους αγώγιμες αξιώσεις των πολιτών κατά του κράτους (ίσως με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 16 αναφορικά με το δικαίωμα της παιδείας). Αυτό δε σημαίνει ωστόσο πως τα κοινωνικά δικαιώματα είναι προαιρετικά, ότι συνιστούν απλώς συστάσεις για πολιτικές που θα ήταν καλό να υλοποιηθούν από τις επόμενες κυβερνήσεις, δίχως κανονιστικό χαρακτήρα. Τουναντίον οι συνταγματικές διατάξεις είναι απόλυτα δεσμευτικές και αναπτύσσουν ρυθμιστική ισχύ. Όπως ειπώθηκε πιο πάνω το κράτος οφείλει να μεριμνά για την υγεία των πολιτών καθώς και για την περίθαλψη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Πάντως η επιλογή του σχετικά ήπιου ρήματος «μεριμνά» αντί για «υποχρεούται» ή «δεσμεύεται» μαρτυρά μια αυτοσυγκράτηση και επιφυλακτικότητα του συντακτικού νομοθέτη. Σε τελική ανάλυση επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης, ενόψει του πολιτικού της προγράμματος, των υποσχέσεών που έχει δώσει καθώς και ευρύτερα της ιδεολογικής της πυξίδας, πως θα ερμηνεύσει την επίμαχη διάταξη του Συντάγματος και με ποιόν τρόπο θα υλοποιήσει τη σχετική επιταγή «μέριμνας» για την υγεία των πολιτών.
Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην ειπωθεί ότι η υγεία, ως ανθρώπινο δικαίωμα, κατοχυρώνεται και σε υπερεθνικό επίπεδο σε διεθνή και ευρωπαϊκά νομικά κείμενα. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 25 εδ. α: «Καθένας έχει δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίζει στον ίδιο και στην οικογένειά του υγεία και ευημερία, συμπεριλαμβανομένης της τροφής, του ρουχισμού, της κατοικίας, της ιατρικής περίθαλψης, και των απαραίτητων κοινωνικών υπηρεσιών») και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα του ΟΗΕ (άρθρο 12 παρ. 1: «Τα συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει την καλλίτερη δυνατή σωματική και ψυχική υγεία») αναγνωρίζουν ρητά το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο σωματικής και ψυχικής υγείας. Στον ευρωπαϊκό χώρο, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 35: «Κάθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση στην πρόληψη σε θέματα υγείας και να απολαύει ιατρικής περίθαλψης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές») επιβεβαιώνει την υποχρέωση των κρατών-μελών να εξασφαλίζουν προληπτική και ιατρική περίθαλψη σε όλους τους πολίτες, ενισχύοντας έτσι την έννοια της υγείας ως κοινωνικού και αλληλέγγυου δικαιώματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη, Το Δημόσιο Δίκαιο της Υγείας, 3η Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2024
-
Κωνσταντίνος Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 5η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2023
-
Πρόδρομος Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, 4η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012