Του Γιώργου Γκολοβράντζα,
Ένα από τα θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου και για το οποίο ασκείται έντονη κριτική στην παρούσα Κυβέρνηση, είναι αυτό των «υποκλοπών», ή αλλιώς των «παρακολουθήσεων». Αιτία αποτελεί, φυσικά, η γνωστή σε όλους μας υπόθεση παρακολούθησης του πρώην ευρωβουλευτή και νυν βουλευτή, Πρόεδρο της Kοινοβουλευτικής Oμάδας του ΠΑΣΟΚ και αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Νίκου Ανδρουλάκη από το κακόβουλο λογισμικό «Predator». Σκοπός, λοιπόν, του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει με τρόπο εύληπτο το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών, αλλά και να αναδείξει τη σπουδαιότητα του δικαιώματος αυτού για το κράτος δικαίου, δικαίωμα που χρήζει ιδιαίτερης προστασίας στις ημέρες μας, λόγω των κινδύνων της τεχνολογίας.
Αρχικά, το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του ελληνικού Συντάγματος. Η δομή του άρθρου έχει ως εξής: αποτελείται από 3 παραγράφους. Στην παράγραφο 1 αναλύεται το δικαίωμα και οι εξαιρέσεις του. Στην παράγραφο 2 προβλέπεται η σύσταση, συγκρότηση και λειτουργία ανεξάρτητης αρχής που θα διασφαλίζει την προστασία του δικαιώματος, ενώ στην παράγραφο 3 κατοχυρώνεται η απαγόρευση χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν συλλεγεί κατά παράβαση των άρθρων 9 και 9Α. Το ενδιαφέρον του άρθρου επικεντρώνεται εν προκειμένω στην παρ. 1 και 2.
Το Σύνταγμα ορίζει ότι το δικαίωμα στο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας είναι «απολύτως απαραβίαστο». Η χρήση της λέξης «απολύτως» δίπλα στη λέξη «απαραβίαστο» τονίζει τον αυξημένο βαθμό προστασίας που απαιτεί το δικαίωμα. Τι ακριβώς προστατεύει το δικαίωμα του άρθρου 19; Αξιώνει, αρχικά, τη διατήρηση της μυστικότητας του περιεχομένου των επιστολών, της ανταπόκρισης και της επικοινωνίας. Σε διαφορετική περίπτωση, τα μέρη θα επικοινωνούσαν με το φόβο ότι το περιεχόμενο της συνομιλίας τους μπορεί να καταστεί γνωστό σε τρίτους. Έτσι, προστατεύεται η επικοινωνία υπό οποιονδήποτε τρόπο: μέσω σταθερού και κινητού τηλεφώνου, φαξ, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μέσω διαδικτύου. Αν, όμως, η προστασία εξαντλούνταν εδώ, θα έμεναν εκτός πεδίου της διάταξης τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας: ονοματεπώνυμο, αριθμοί, ώρα έναρξης και λήξης της συνομιλίας κ.λπ. Επομένως, ορθό είναι να επεκταθεί η προστασία και σε αυτά τα στοιχεία, ως αναπόσπαστα της επικοινωνίας.

Στο σημείο αυτό αξίζει να εξεταστεί αφενός ποιοι εντάσσονται στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης και αφετέρου από ποιους αξιώνεται ο σεβασμός του δικαιώματος. Φορείς του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών είναι όλα τα φυσικά πρόσωπα, αφού το άρθρο 19 δεν διακρίνει μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών. Για το λόγο ότι και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου αναπτύσσουν επικοινωνία, χρήζουν αντίστοιχης προστασίας. Όσο για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υποστηρίζεται ότι προστατεύονται στο βαθμό που η προστασία είναι απαραίτητη για την άσκηση της αυτοδιοίκησής τους (π.χ. πανεπιστήμια). Από την άλλη, αποδέκτες του δικαιώματος τυγχάνει η κρατική εξουσία σε όλες τις εκφάνσεις. Η προσβολή, όμως, του δικαιώματος μπορεί να προέλθει εξίσου, αν όχι περισσότερο, από ιδιώτες. Άλλωστε, το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ΄ (η λεγόμενη τριτενέργεια των συνταγματικών δικαιωμάτων) προβλέπει ότι τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις των ιδιωτών.
Παρότι το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών είναι «απολύτως απαραβίαστο», το απόρρητο αυτό μπορεί να αρθεί μόνο σε δύο περιπτώσεις, σύμφωνα με το συνταγματικό κείμενο. Ειδικότερα, μπορεί να αρθεί μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας και για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, πάντα όμως υπό τις εγγυήσεις της δικαστικής εξουσίας και πάντα υπό την επίβλεψη της ανεξάρτητης αρχής της παρ.2 του άρθρου 19 (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, εφεξής ΑΔΑΕ). Οι δύο έννοιες (της εθνικής ασφάλειας και διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων) είναι αόριστες και χρήζουν εξειδίκευσης, γεγονός που δε φαίνεται να συμβιβάζεται με την αυξημένη προστασία και τις αυστηρές εγγυήσεις του δικαιώματος. Σε ένα πρώτο στάδιο, μπορούμε να πούμε ότι οι όροι αυτοί πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να τηρούν την αναλογικότητα και την αναγκαιότητα σε σχέση με το σκοπό που επιδιώκουν. Για παράδειγμα, ως εθνική ασφάλεια μπορεί να οριστεί η προστασία λόγω εξωτερικών απειλών και όχι η δημόσια τάξη (του έργου δηλαδή της αστυνομίας και των διοικητικών αρχών), καθώς τότε θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε καταχρήσεις και σε αναίρεση του δικαιώματος. Για την εξειδίκευση, λοιπόν, του δικαιώματος και περιορισμών του, εκδόθηκε αρχικά ο ν.2225/1994. Σε αυτή τη νομοθετική ρύθμιση, οι λόγοι εθνικής ασφάλειας ήταν ιδιαίτερα ασαφείς. Τα δε ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα απαριθμούνταν περιοριστικά στο νόμο.
Μετά από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις και έκδοση νέων νομοθετημάτων, με αφορμή τη συζήτηση περί παρακολούθησης του τότε ευρωβουλευτή Νίκου Ανδρουλάκη, θεσπίστηκε ο ν. 5002/2022. Αυτή τη φορά γίνεται αναφορά στους λόγους εθνικής ασφάλειας «που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων, όπως ιδίως λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, εξωτερική πολιτική, ενεργειακή ασφάλεια και κυβερνοασφάλεια». Η χρήση του όρου «ιδίως» αναδεικνύει τη δυσκολία οριοθέτησης της έννοιας «εθνική ασφάλεια». Όσον αφορά τα σοβαρά εγκλήματα για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, αυτά ορίζονται στα άρθρα 6-8 του ν.5002/2022, με τον κατάλογο των εγκλημάτων να είναι ιδιαίτερα διευρυμένος αυτή τη φορά.
Ποια είναι η διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών και μπορεί ο ιδιώτης να ενημερωθεί ότι έλαβε χώρα η άρση αυτή; Για λόγους οικονομίας θα αναφερθούμε στη διαδικασία άρσης υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς. Όταν προκύπτει ανάγκη άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, μόνο η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) ή η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας (Δ.Α.Ε.Ε.Β) μπορούν να υποβάλλουν αίτημα στον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό για άρση, είτε με δική τους πρωτοβουλία ή κατόπιν ενημέρωσης από κάποια δικαστική ή άλλη αρχή. Το αίτημα πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που ορίζει ο νόμος. Ο εισαγγελικός λειτουργός, μέσα σε ένα 24ωρο, εγκρίνει ή απορρίπτει το αίτημα και ο φάκελος στέλνεται και σε δεύτερο εισαγγελέα για να εγκρίνει ή να απορρίψει το αίτημα. Όσον αφορά στα πολιτικά πρόσωπα, ο νόμος προβλέπει ειδική διαδικασία. Μετά την πάροδο 3 ετών από την παύση της ισχύος της διάταξης, που αφορά στην άρση για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση ότι δε διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, γνωστοποιείται η άρση στο θιγόμενο.

Για την άρση του απορρήτου για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, αποφαίνεται εντός 48 ωρών το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, έπειτα από πρόταση του αρμοδίου εισαγγελέα. Το βούλευμα ή η διάταξη που επιβάλλει την άρση, πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του νόμου. Η Α.Δ.Α.Ε., μετά τη λήξη της ισχύος του μέτρου και κατόπιν αιτήματος του θιγομένου και με την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, με βάση τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, γνωστοποιεί την άρση στον θιγόμενο.
Εν κατακλείδι, το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών βρίσκεται στην καρδιά του κράτους δικαίου. Ειδικά σήμερα, καθίσταται η ανάγκη προστασίας του πιο επιτακτική από ποτέ, καθότι οι κίνδυνοι λόγω της τεχνολογίας και του διαδικτύου απειλούν το δικαίωμα. Χρέος της Πολιτείας είναι να προβεί σε αποτελεσματικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα οχυρώσουν το δικαίωμα έναντι κάθε απειλής του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Βλαχόπουλος Σπυρίδων (2022), Θεμελιώδη δικαιώματα, 2η Έκδοση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη