Του Ελευθέριου Χονδρού,
Η συνεχής αύξηση του κόστους στις ακτοπλοϊκές μεταφορές έχει δείξει με ιδιαίτερη ένταση την ασυμμετρία μεταξύ ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Η επιβάρυνση δεν είναι επιφάνειακή δηλαδή σε ένα ακριβότερο εισιτήριο ή μια μεταφορά φορτίου. Αντιθέτως, πρόκειται για μια σύνθετη οικονομική συνθήκη, της οποίας οι επιπτώσεις εισχωρούν σε πολλαπλά επίπεδα της καθημερινότητας, επηρεάζοντας όχι μόνο την κατανάλωση αλλά και τον πυρήνα της τοπικής ανάπτυξης.
Η παρέμβαση της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ) ήταν ενδεικτική της έντασης του φαινομένου. Με δεδομένα που δημοσιοποιήθηκαν και αποτυπώνουν τις ανατιμήσεις στα ναύλα φορτηγών, διαφαίνεται ξεκάθαρα πως οι μεταφορές δεν λειτουργούν απλώς ως μέσο μετακίνησης αγαθών αλλά αποτελούν μηχανισμό τιμολόγησης. Η αύξηση του κόστους μεταφοράς αγαθών ειδικά σε νησιωτικές περιοχές χωρίς εναλλακτικές διασυνδέσεις περνά απευθείας στις τελικές τιμές, με τον καταναλωτή να επωμίζεται τη διαφορά.
Οι τοπικές κοινωνίες πρέπει λοιπόν να διαχειριστούν τις συνέπειες μιας αλυσίδας κόστους στην οποία δεν συμμετέχουν ισότιμα. Το τρόφιμο στο ράφι, το καύσιμο στον σταθμό, ακόμη και η συντήρηση υποδομών υπόκειται σε αυτό το αυξημένο μεταφορικό κόστος. Και επειδή η νησιωτικότητα προϋποθέτει εισαγωγή πρώτων υλών και βασικών αγαθών, η εξάρτηση από την ακτοπλοΐα μετατρέπεται αυτομάτως σε δημοσιονομικό κίνδυνο για τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Ο τουρισμός, βασικός οικονομικός πνεύμονας για τα περισσότερα νησιά, υφίσταται και αυτός τις συνέπειες. Οι ανατιμήσεις στα ναύλα λειτουργούν αποτρεπτικά για μια μερίδα επισκεπτών, ειδικά σε περιόδους που η αγοραστική δύναμη συμπιέζεται. Μια τετραμελής οικογένεια που ζυγίζει τις καλοκαιρινές της επιλογές, μπορεί εύκολα να επιλέξει χερσαίους προορισμούς εφόσον το συνολικό κόστος μετακίνησης προς το νησί είναι απαγορευτικό. Η μείωση στις αφίξεις οδηγεί σε ανακατανομή της τουριστικής πίτας, εις βάρος των νησιών που στηρίζονται σε αυτή.

Η αδράνεια της πολιτείας μπροστά σε αυτό το φαινόμενο επιβαρύνει περαιτέρω την κατάσταση. Η έλλειψη σταθερής και δίκαιης πολιτικής μεταφορών, σε συνδυασμό με το ανύπαρκτο πλαίσιο αντιστάθμισης για τους μόνιμους κατοίκους, εντείνει τις περιφερειακές ανισότητες. Η εφαρμογή πολιτικών που λαμβάνουν υπόψη μόνο τους μέσους όρους του πληθυσμού, αγνοεί συστηματικά τις ιδιαιτερότητες των μικρών νησιών, καθιστώντας τα οικονομικά ευάλωτα και πληθυσμιακά απομονωμένα.
Σε αυτό το περιβάλλον, η έννοια της «νησιωτικότητας» καθίσταται ρητορική. Η ΕΕΚΕ υπενθυμίζει ότι ο όρος δεν αφορά μόνο την γεωγραφία αλλά και την κοινωνική προστασία. Αν το κράτος θέλει να διασφαλίσει ίσους όρους συμμετοχής για όλους τους πολίτες του, τότε οφείλει να εφαρμόσει μέτρα που εξισώνουν τουλάχιστον το βασικό επίπεδο προσβασιμότητας και κόστους διαβίωσης.
Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να περιλαμβάνει στοχευμένες επιδοτήσεις για τις εμπορευματικές μεταφορές, σταθερά τιμολόγια για κατοίκους, ή ακόμη και τη δημιουργία ενός διαφανούς μηχανισμού αναπλήρωσης κόστους που θα λειτουργεί ανάλογα με τις εποχικές διακυμάνσεις και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Η εφαρμογή τέτοιων μηχανισμών δεν είναι απλώς κοινωνικά αναγκαία. Αποτελεί αναπτυξιακή πολιτική, καθώς περιορίζει την αποσυσπείρωση πληθυσμών, ενισχύει την τοπική επιχειρηματικότητα και προσφέρει βιώσιμες προοπτικές σε περιοχές που διαφορετικά φθίνουν.
Αν δεν υιοθετηθούν πολιτικές που λαμβάνουν υπόψη τη νησιωτική πραγματικότητα, τότε η Ελλάδα κινδυνεύει να αναπτύσσεται ασύμμετρα, με ένα παραγωγικό δυναμικό σε σταθερή αποδυνάμωση. Η θαλάσσια απομόνωση, από φυσικό χαρακτηριστικό, μετατρέπεται σταδιακά σε θεσμική αναπηρία. Η αποτροπή αυτής της εξέλιξης δεν μπορεί να βασιστεί σε αποσπασματικές παρεμβάσεις· απαιτεί ολιστική, συνεκτική και προληπτική προσέγγιση. Η ακτοπλοΐα, αντί να λειτουργεί ως γέφυρα ανάπτυξης, απειλεί να γίνει φίλτρο κοινωνικού αποκλεισμού. Και αυτό, σε μια χώρα που υπερηφανεύεται για τη ναυτιλιακή της ταυτότητα, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ένα παράδοξο με ιδιαίτερο βάρος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- EEKE / Ντόμινο ανατιμήσεων στα τρόφιμα λόγω αύξησης των ναύλων (πίνακες), Η ΑΥΓΗ, διαθέσιμο εδώ