Της Ξένης Φλώρου,
Σε κάθε οργανωμένη κοινωνία, το έγκλημα δεν πλήττει μόνο το άτομο που υφίσταται τη βλάβη, αλλά διαταράσσει και την ευρύτερη κοινωνική ισορροπία. Η ανάγκη για αντίδραση είναι αυτονόητη. Το κρίσιμο, όμως, ερώτημα είναι ποιος καλείται να την κινήσει. Είναι αρμόδια αποκλειστικά η Πολιτεία ή και σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει η πρωτοβουλία να ανήκει στον παθόντα; Το γεγονός ότι η άσκηση της ποινικής δίωξης έχει ανατεθεί σε κρατικά όργανα δε σημαίνει αυτομάτως ότι αυτά διατηρούν πάντοτε και την αποκλειστική εξουσία εκκίνησής της. Το ερώτημα παραμένει, πρέπει η δίωξη των εγκλημάτων να κινείται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ή υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κρατική παρέμβαση ορθώς εξαρτάται από τη ρητή βούληση εκείνου που υπέστη την προσβολή;
Για να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, είναι απαραίτητο να γίνει πρώτα ένας βασικός διαχωρισμός μεταξύ των δύο μορφών ποινικής δίωξης: της αυτεπάγγελτης και της κατ’ έγκληση. Η αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη είναι αυτή που κινείται με πρωτοβουλία των αρμόδιων κρατικών οργάνων, χωρίς να απαιτείται κάποια ενέργεια ή αίτημα από τον παθόντα. Αντίθετα, στην κατ’ έγκληση δίωξη, η ποινική διαδικασία ενεργοποιείται μόνο κατόπιν πρωτοβουλίας του παθόντος, ο οποίος οφείλει να υποβάλει έγκληση, δηλαδή ρητή δήλωση με την οποία εκφράζει την επιθυμία του να κινηθεί η δίωξη κατά του δράστη.

Ο γενικός κανόνας στο ισχύον ποινικό δίκαιο είναι ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως. Η αρχή αυτή στηρίζεται στην αντίληψη ότι η αντιμετώπιση του εγκλήματος αποτελεί ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, γι’ αυτό και η παρέμβαση των αρμόδιων κρατικών οργάνων θεωρείται όχι μόνο δικαιολογημένη, αλλά και αναγκαία, ανεξαρτήτως της βούλησης του παθόντος. Παρ’ όλα αυτά, τα σύγχρονα ποινικά δικονομικά συστήματα προβλέπουν εξαιρέσεις. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δηλαδή, η ποινική δίωξη δε μπορεί να κινηθεί παρά μόνο μετά από έγκληση του παθόντος, αναγνωρίζοντας έτσι τον ιδιαίτερο και προσωπικό χαρακτήρα ορισμένων εγκλημάτων.
Η νομική θεωρία συνήθως χωρίζει τα κατ’ έγκληση διωκόμενα σε τρεις βασικές κατηγορίες, ανάλογα με την αιτία για την οποία εξαιρούνται από τον γενικό κανόνα της αυτεπάγγελτης δίωξης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα ήσσονος σημασίας εγκλήματα, αυτά δηλαδή που θεωρούνται σχετικά ελαφρά. Επειδή η βλάβη που προκαλούν δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρή, η Πολιτεία επιλέγει να μην επεμβαίνει από μόνη της, εκτός κι αν ο παθών το ζητήσει ρητά. Η έλλειψη πρωτοβουλίας από τον ζημιωθέντα ερμηνεύεται ως απουσία κοινωνικής ανάγκης για την ποινική καταστολή της πράξης.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά εγκλήματα που τελούνται στο πλαίσιο στενών προσωπικών σχέσεων μεταξύ δράστη και παθόντος. Πρόκειται για σχέσεις οι οποίες αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη ως άξιες ιδιαίτερης προστασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αυτόματη ποινική παρέμβαση της Πολιτείας θα μπορούσε να επιφέρει μεγαλύτερη ζημία απ’ ό,τι η ίδια η εγκληματική πράξη, καθώς θα διακινδύνευε να κλονίσει ή να καταστρέψει οριστικά τη σχέση. Η απόφαση για την ενεργοποίηση της ποινικής διαδικασίας αφήνεται στον παθόντα, ο οποίος με την έγκλησή του δηλώνει ότι η σχέση έχει ουσιωδώς διαταραχθεί (π.χ. η μοιχεία παλαιότερα).

Η τρίτη κατηγορία είναι πιο σύνθετη και αφορά εγκλήματα με σοβαρό χαρακτήρα, όπου ωστόσο προέχει η προστασία του ίδιου του θύματος από περαιτέρω βλάβη που μπορεί να προκληθεί από τη δημοσιοποίηση της εγκληματικής πράξης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η Πολιτεία δεν αδιαφορεί για το έγκλημα, αλλά αναγνωρίζει ότι η ανάγκη για δημόσια δίωξη πρέπει να σταθμιστεί με την επιθυμία του θύματος να διαφυλάξει την ιδιωτικότητά του και τη συναισθηματική του ισορροπία. Τέτοιες περιπτώσεις απαντώνται κυρίως σε εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, όπου η αποκάλυψη του γεγονότος μέσω μιας αυτόματης ποινικής διαδικασίας θα μπορούσε να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το θύμα.
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, πολλές πράξεις μοιάζουν έντονα με συμπεριφορές που, αν και δυσάρεστες ή κοινωνικά αμφιλεγόμενες, δε θεωρούνται ποινικά κολάσιμες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξύβριση. Τα όρια ανάμεσα στην εξύβριση που εμπίπτει στο ποινικό δίκαιο και σε μια απλή, έστω και άκομψη, αρνητική κρίση ή χαρακτηρισμό κάποιου προσώπου είναι συχνά δυσδιάκριτα, ιδιαίτερα στον καθημερινό λόγο. Η διάκριση αυτή γίνεται ακόμη πιο δύσκολη σε περιστάσεις όπου κυριαρχούν ο αυθορμητισμός και η ένταση, όπως σε έναν καβγά. Αν τέτοιες συμπεριφορές διώκονταν αυτεπάγγελτα, τότε οι διωκτικές αρχές θα έπρεπε να παρακολουθούν και να ελέγχουν κάθε καθημερινή αλληλεπίδραση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον φόρτο εργασίας των αρχών, αλλά και για την ελευθερία του λόγου. Κάτι τέτοιο είναι, προφανώς, ανεφάρμοστο και θα οδηγούσε σε υπερβολές. Γι’ αυτόν το λόγο, σε τέτοιες περιπτώσεις η Πολιτεία προτιμά να αναθέτει την πρωτοβουλία στον παθόντα. Ο ίδιος καλείται να κρίνει αν η πράξη τον έθιξε τόσο ώστε να αξίζει την ενεργοποίηση της ποινικής δίωξης.
Συμπερασματικά, η επιλογή μεταξύ αυτεπάγγελτης και κατ’ έγκληση δίωξης αντικατοπτρίζει την ανάγκη για μια δικαιοσύνη που σέβεται τόσο το συλλογικό συμφέρον όσο και τα δικαιώματα του παθόντος. Η ισορροπία αυτών των αξιών είναι θεμέλιος λίθος για ένα αποτελεσματικό και δίκαιο ποινικό σύστημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης (2020), Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, εκδ. Σάκκουλα