19.9 C
Athens
Τρίτη, 3 Ιουνίου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΗ πολιτική του τρόμου: Από την εξουσία στην παράνοια

Η πολιτική του τρόμου: Από την εξουσία στην παράνοια


Tης Δήμητρας Τσάνταλη,

Η παγκόσμια ιστορία βρίθει από παραδείγματα ηγετών, οι οποίοι προσπάθησαν να καταχραστούν την δύναμη της εξουσίας τους οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο, τον λαό τους σε καταστάσεις φρίκης. Η εξουσιαστική βαρβαρότητα, η αυθαιρεσία και η αλαζονεία της ισχύος δεν είναι «σημεία των καιρών», αλλά χαρακτηριστικά την ανθρώπινης, άπληστης φύσης. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου οι εκάστοτε ηγέτες εκμεταλλεύτηκαν τις τεταμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και εφάρμοσαν μια προσωπική -και παρανοϊκή- πολιτική. Ο 20ος αιώνας συγκεντρώνει πλήθος τέτοιων πολιτικών, καθώς το ασταθές, παγκόσμιο, πολιτικό σκηνικό είχε σπείρει την πόλωση και είχε επιτρέψει την, κατά τόπους, άνοδο απολυταρχικών και φασιστικών προσώπων στην εξουσία. Οι πρακτικές που εφαρμόστηκαν για την διατήρηση της εξουσία και για τον έλεγχο των κοινωνιών τους ποικίλουν, αλλά ο βαθμός επικινδυνότητας τους παραμένει εξίσου τρομακτικός. Θα δούμε, λοιπόν, μερικά παραδείγματα δικτατόρων, οι οποίοι ανέστειλαν την ελευθερία της έκφρασης, το κράτος δικαίου και την γενικότερη οικονομική, ψυχολογική, εκπαιδευτική και πολιτισμική άνοδο του λαού τους.

Οι επικίνδυνοι δικτάτορες δεν μετρούνται μόνο με τον αριθμό των θυμάτων τους, αλλά και με το βάθος της κοινωνικής παρακμής που επέβαλαν, από την καταστολή της ανθρώπινης σκέψης, την εξάλειψη της ελευθερίας και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος έννομης τρομοκρατίας. Ανάμεσα στις πιο ακραίες περιπτώσεις, ξεχωρίζουν τρεις ηγετικές μορφές που εφάρμοσαν τον απόλυτο έλεγχο με συστηματικό και αδίστακτο τρόπο: Ο Ενβέρ Χότζα της Αλβανίας, ο Πολ Ποτ της Καμπότζης και ο Αουγκούστο Πινοσέτ της Χιλής. Και οι τρεις χρησιμοποίησαν διαφορετικά μέσα, αλλά είχαν έναν κοινό στόχο˙ την απόλυτη υποταγή του ανθρώπου στην ιδεολογία και στον ηγέτη.

Η περίπτωση του Χότζα είναι μοναδική στην ευρωπαϊκή ιστορία, καθώς είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: Την απομόνωση του έθνους. Κυβερνώντας την Αλβανία από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως τον θάνατό του το 1985, διέκοψε τις σχέσεις αρχικά, με την Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, και αργότερα απομόνωσε την χώρα και από την Ανατολή και την Δύση. Η χώρα απέκλεισε την επαφή της με τον υπόλοιπο κόσμο και υπήρξε μια ακούσια φυλάκιση των ανθρώπων εντός των εθνικών ορίων. 

Ο Ενβέρ Χότζα το 1985. Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Μερικές από τις πρακτικές που ακολούθησε ήταν η δημιουργία του σώματος των Sigurimi, μιας μυστικής αστυνομίας που εισχωρούσε σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, με αποτέλεσμα την διαρκή αίσθηση φόβου και ελέγχου. Ακόμα, χτίστηκαν πάνω από 173.000 “bunkers”, δηλαδή αμυντικά στρατιωτικά οχυρά που είχαν σχεδιαστεί για να προστατεύουν τους ανθρώπους από βομβαρδισμούς και τέτοιου τύπου επιθέσεις. Αυτή η κίνηση μπορεί να «μεταφραστεί» ως μια επίδειξη δύναμης ή και ως δείγμα ψύχωσης του Χότζα ότι όλοι εποφθαλμιούν και απειλούν την Αλβανία. Η κατασκευή των bunkers ήταν μια πολυδάπανη εργασία, ενώ κάθε χρόνο 70-100 άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους στην διαδικασία της δημιουργίας τους.

Προσπάθησε μάλιστα, να φτιάξει ένα αθεϊστικό κράτος μέσω της κατεδάφισης εκκλησιών και τζαμιών και της ποινικοποίησης κάθε μορφής θρησκευτικής πίστης, ενώ θεμελιακή πολιτική του ήταν και η φυλάκιση και η εξορία των «αντικαθεστωτικών», οι οποίοι μπορούσαν να χαρακτηριστούν έτσι ακόμα και από μια φράση ή από ένα ανέκδοτο που θα έλεγαν. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του, το καθεστώς του κατέρρευσε και η Αλβανία άρχισε να γίνεται Δημοκρατία. 

Την ίδια περίπου εποχή, ο Πολ Ποτ, ηγέτης των Ερυθρών Χμερ, επιχείρησε μια από τις πιο βίαιες κοινωνικές «μεταρρυθμίσεις» της ιστορίας. Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον γεγονός είναι ότι Αλβανία του Χότζα ήταν η μόνη χώρα που διατήρησε πρεσβεία στην Καμπότζη του Ποτ. Από το 1975 έως το 1979, επιδίωξε να μετατρέψει την Καμπότζη σε μια αγροτική, αυτοσυντηρούμενη κομμουνιστική κοινωνία, εξαλείφοντας κάθε τι αστικό, μορφωμένο και πολιτισμικά «μη αυθεντικό». Στο όνομα της «απόλυτης ανακατασκευής του ανθρώπου» προέβη σε φρικαλέα εγκλήματα και εφάρμοσε ένα μηδενιστικό καθεστώς με στόχο τη δημιουργία μιας αγροτικής κομμουνιστικής ουτοπίας, καταλήγοντας να εξοντώνει σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της χώρας του.

Το όραμα του ήταν μια κοινωνία χωρίς τάξεις, ιδιοκτησία και πόλεις. Αυτό μεταφράστηκε έμπρακτα ως εκκένωση όλων των αστικών κέντρων, ως απαλοιφή και απαγόρευση κάθε ξένης επιρροής, ως κατάργηση των αγορών, των σχολείων και της θρησκείας, Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η εκκένωση της Πνομ Πενχ, όπου εκατομμύρια άνθρωποι οδηγήθηκαν στην ύπαιθρο και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μεταφερθούν σε αγροκτήματα καταναγκαστικής εργασίας. Απαγορεύτηκε μάλιστα μέχρι και η χρήση γυαλιών, καθώς θεωρήθηκε ως κάτι το «ξενικό» και ως ένδειξη μορφωμένου ανθρώπου. Η γνώση θεωρούνταν επικίνδυνη. Ο Πολ Ποτ ήθελε να «μηδενίσει» την ιστορία. Το 1975, ανακήρυξε το «Έτος Μηδέν», επιχειρώντας έτσι μια πλήρη επανεκκίνηση της κοινωνίας. 

Εκτελέσεις, βασανιστήρια, καταναγκαστικά έργα, πείνα και αρρώστιες ήταν η πραγματικότητα των ανθρώπων κατά την διάρκεια της εξουσίας του. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 1,7 και 2 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στα 4 αυτά χρόνια. Το διαβόητο στρατόπεδο S-21 έγινε σύμβολο του τρόμου. Επρόκειτο για μια από τις πιο φρικτές φυλακές βασανιστηρίων, καθώς περίπου 20.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν εκεί και λιγότεροι από 20 επέζησαν, ενώ τα «Χωράφια Θανάτου» (Killing Fields) είναι μέχρι σήμερα τόποι μαζικών τάφων. Ο Πολ Ποτ δεν ήθελε απλώς τον έλεγχο –επιδίωξε μια κοινωνική «κλωνοποίηση» που κόστισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους.

Ο Πολ Ποτ, το 1978. Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Τέλος, έχουμε το παράδειγμα της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή, το οποίο έμεινε γνωστό ως στρατιωτικό πραξικόπημα, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Επρόκειτο για μια ψυχρή, τεχνοκρατική προσπάθεια καταστολής που, πίσω από τη ρητορική της «οικονομικής διάσωσης», κατέλυσε θεσμούς, αξίες και ανθρώπινες ζωές. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, τα στρατεύματα του Πινοσέτ ανέτρεψαν τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε. Ο Αλιέντε, που επιχείρησε να εφαρμόσει ένα ειρηνικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα, έγινε στόχος τόσο της εσωτερικής ελίτ όσο και των ΗΠΑ. Ο Πινοσέτ εκμεταλλεύτηκε αυτή την πολιτική αναταραχή και επιβλήθηκε ως «σωτήρας» για να αποκαταστήσει την τάξη και να προστατεύσει τη χώρα από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Η στρατιωτική του κυβέρνηση έκανε χιλιάδες συλλήψεις, εξορίες, εξαφανίσεις, ενώ υπήρξαν περισσότεροι από 3.000 νεκροί ή αγνοούμενοι και περίπου 40.000 άνθρωποι βασανίστηκαν. Ο Πινοσέτ δεν δρούσε με παρορμητικότητα. Κινούνταν στρατηγικά και οργανωμένα δημιουργώντας δίκτυα παρακολούθησης, κατάρτισε «λίστες εχθρών» και οδήγησε συστηματικά τη χώρα σε εκτεταμένο έλεγχο σκέψης και συμπεριφοράς, αποδεικνύοντας ότι πολλές φορές η πραγματικά επικίνδυνη εξουσία δεν είναι αυτή που κραυγάζει. 

Με τις «ευλογίες» των Chicago Boys (οικονομολόγοι εκπαιδευμένοι στις ΗΠΑ), ο Πινοσέτ εφάρμοσε ένα ακραίο οικονομικό πείραμα με ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση και διάλυση του κοινωνικού κράτους. Η Χιλή έγινε βιτρίνα νεοφιλελευθερισμού: Από τη μία υπήρξε μείωση του πληθωρισμού και σταθεροποίηση του νομίσματος, αλλά την ίδια στιγμή υπήρχε τεράστια ανισότητα, ανεργία, φτώχεια για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, καθώς και διάλυση κάθε έννοιας κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Ο Πινοσέτ επέβαλε την πολιτική της σιωπής. Η δικαιοσύνη, η παιδεία, τα ΜΜΕ, όλα τέθηκαν υπό έλεγχο. Δημιουργήθηκε μια στοχευμένη λήθη, όπου το παρελθόν απαγορευόταν, και όποιος μιλούσε για αυτό γινόταν στόχος.

Ακόμη και μετά τη λήξη της δικτατορίας το 1990, ο Πινοσέτ παρέμεινε «προστατευμένος», ορίστηκε «ισόβιος γερουσιαστής», με νομική ασυλία και δεν δικάστηκε ποτέ, δείχνοντας πως η μεγαλύτερη νίκη μιας δικτατορίας δεν είναι η καταστολή όσο διαρκεί, αλλά η παραμονή της νοοτροπίας της στη μετάβασή της — όταν οι πολίτες, αντί να εξεγείρονται, μαθαίνουν να συμβιβάζονται με τη σκιά της.

Αυτό που προκαλεί δέος δεν είναι μόνο η σκληρότητα των πράξεών τους, αλλά η νομιμοποίησή τους μέσα στην κοινωνία. Οι λαοί αυτοί, υπό συνθήκες φόβου και προπαγάνδας, αποδέχτηκαν ή έμειναν σιωπηλοί απέναντι στη βία. Αυτό είναι το πραγματικά ανησυχητικό: Η ευκολία με την οποία ένας λαός μπορεί να μετατραπεί σε συνένοχο της ίδιας του της καταστροφής. 

Η μελέτη περιπτώσεων όπως των Χότζα, Πολ Ποτ και Αουγκούστο Πινοσέτ δεν έχει απλώς ιστορικό ενδιαφέρον. Είναι μια κραυγή υπενθύμισης για τη σημασία των θεσμών και της ελευθερίας του λόγου, είναι μια προειδοποίηση από το παρελθόν. 

«Η τέλεια δικτατορία θα έχει την εμφάνιση της δημοκρατίας. Μια φυλακή χωρίς τοίχους στην οποία οι κρατούμενοι δεν θα ονειρεύονται να δραπετεύσουν. Ένα σύστημα δουλείας όπου, χάρη στην κατανάλωση και την διασκέδαση, οι δούλοι θα αγαπήσουν την δουλεία τους…».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Σταύρος Τζίμης (2010), Στον Αστερισμό του Εθνικισμού, εκδ. Επίκεντρο
  • Aldous Huxley (1991), Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, εκδ. Μέδουσα
  • Blendi Fenziu, Enver Hoxha: The Iron Fist of Albania
  • David Chandler (1999), Voices from S-21: Terror and History in Pl Pot’s Secret Prison 
  • Hugh O’Shaughnessy (2000), Pinochet: The Politics of Tortur, New York University Press
  • Miranda Vickers, The Albanians: A Modern History 
  • Philip Short (2004), Pol Pot: Anatomy of a Nightmare

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Μαρία Τσάνταλη
Δήμητρα Μαρία Τσάνταλη
Είναι 22 ετών, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. Στον ελεύθερο χρόνο της, της αρέσει να ταξιδεύει, να γράφει και να ασχολείται με τον αθλητισμό. Λατρεύει το θέατρο, το χορό, τις μεγάλες συζητήσεις και το να ακούει τις ιστορίες των ανθρώπων.