Της Βαΐας Σταυρίδου,
Η κατανόηση των σινοαμερικανικών εμπορικών σχέσεων προϋποθέτει την εμβάθυνση σε ένα πολυδιάστατο και πολυσύνθετο πλέγμα γεωοικονομικών, γεωπολιτικών και θεσμικών αλληλεπιδράσεων, που καθορίζουν εν πολλοίς τον παγκόσμιο οικονομικό και στρατηγικό χάρτη του 21ου αιώνα. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν συνιστούν απλώς δύο μεγάλες οικονομίες, αλλά συγκροτούν τις βασικές αρθρώσεις της σύγχρονης παγκόσμιας τάξης, μετασχηματίζοντας μέσω των σχέσεών τους τόσο την αρχιτεκτονική του διεθνούς εμπορίου όσο και την ίδια τη γεωστρατηγική σταθερότητα. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αντιπαράθεση αυτή δεν είναι ένα μακρινό γεωπολιτικό παίγνιο· αντιθέτως, συνιστά κρίσιμο πεδίο προσανατολισμού των δικών της στρατηγικών επιλογών, οικονομικών συμμαχιών και τεχνολογικής αυτονομίας.
Το ζήτημα της αλληλεξάρτησης των δύο υπερδυνάμεων δεν περιορίζεται στην ανταλλαγή προϊόντων, αλλά διαχέεται σε πεδία όπως η τεχνολογική καινοτομία, η ενεργειακή ασφάλεια, η κυβερνοασφάλεια και η διεθνής τραπεζική διακυβέρνηση — τομείς στους οποίους η Ευρώπη επιχειρεί να διατηρήσει στρατηγική αυτονομία, χωρίς όμως να απομονώνεται από τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Η Ένωση, καλούμενη να ισορροπήσει μεταξύ της διατλαντικής συμμαχίας και των εμπορικών της σχέσεων με την Κίνα, βρίσκεται στη δύσκολη θέση να προστατεύσει τα ευρωπαϊκά συμφέροντα σε ένα πλαίσιο όπου η παγκόσμια οικονομία πολώνεται ταχύτατα.
Η αναδρομή στις ιστορικές συνδηλώσεις που σφράγισαν τη σχέση Ουάσιγκτον και Πεκίνου καθίσταται αναγκαία, προκειμένου να κατανοηθεί η λογική συνέπεια των σημερινών εξελίξεων. Από τον Ψυχρό Πόλεμο και τη σύγκρουση δια αντιπροσώπων στον Πόλεμο της Κορέας, μέχρι την ιστορική «Δήλωση της Σαγκάης» το 1972 και την αναγνώριση της αρχής της «μίας Κίνας», η σχέση αυτή αναδιαμορφώθηκε μέσω στιγμών στρατηγικής επαναπροσέγγισης και έντονων κρίσεων. Η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001 αποτέλεσε καταλύτη για την αλματώδη οικονομική της μεγέθυνση, ενώ η εμπορική ροή μεταξύ των δύο χωρών εκτοξεύθηκε ραγδαία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και τυπικά ουδέτερος παρατηρητής της σινοαμερικανικής δυναμικής, δεν έμεινε ανεπηρέαστη: η είσοδος της Κίνας στον ΠΟΕ και η επέκταση των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη μέσω του σχεδίου «17+1» επηρέασαν άμεσα τις ευρωπαϊκές αγορές, τις βιομηχανικές πολιτικές και τις συζητήσεις περί «οικονομικής κυριαρχίας».
Η άνοδος της Κίνας εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την ανατροπή της μεταπολεμικής παγκόσμιας ισορροπίας· μια ανησυχία που συμμερίζονται και τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Η Κομισιόν, ιδίως τα τελευταία χρόνια, έχει υιοθετήσει μια στάση «συστημικού ανταγωνιστή» απέναντι στο Πεκίνο, επισημαίνοντας την ανάγκη θωράκισης της ευρωπαϊκής τεχνολογίας, της αμυντικής βιομηχανίας και της παραγωγικής αλυσίδας. Την ίδια στιγμή, η Ουάσιγκτον αναπτύσσει στρατηγικές ανάσχεσης, ενώ το Πεκίνο επενδύει σε έργα υποδομών σε ευρωπαϊκό έδαφος, επιχειρώντας να αυξήσει την πολιτική του επιρροή.
Η προεδρία Τραμπ αποτέλεσε σημείο καμπής και για τις ευρωκινεζικές σχέσεις, καθώς πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κλήθηκαν να αναθεωρήσουν τη στάση τους υπό το βάρος αμερικανικών κυρώσεων ή περιορισμών. Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ και η τεχνολογική αποσύνδεση προκάλεσαν συστημική αβεβαιότητα και στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, οι οποίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από κινεζικές πρώτες ύλες και αγορές. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ε.Ε. άρχισε να επεξεργάζεται πολιτικές «οικονομικής ανθεκτικότητας», ενισχύοντας την Πράσινη Συμφωνία, τις ψηφιακές υποδομές και την αυτονομία σε κρίσιμες πρώτες ύλες.
Η εμπορική εκεχειρία του 2024, αποτέλεσμα πολυεπίπεδου διαλόγου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, παρακολουθήθηκε με ιδιαίτερη προσοχή από τις Βρυξέλλες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε την ευκαιρία αποκλιμάκωσης, αλλά και τον κίνδυνο να παραμείνει θεατής σε μια παγκόσμια διπολική επαναδιαπραγμάτευση. Για την Ε.Ε., η στρατηγική επιλογή δεν μπορεί να είναι ούτε η πλήρης προσκόλληση στις ΗΠΑ ούτε η αφελής εμπιστοσύνη στο Πεκίνο, αλλά η ενίσχυση της δικής της στρατηγικής πυκνότητας, μέσω εμπορικών συμφωνιών, ενιαίας αμυντικής πολιτικής και τεχνολογικών συνεργειών.
Εν τέλει, οι σινοαμερικανικές σχέσεις λειτουργούν ως επιταχυντής για την αναζήτηση μιας νέας στρατηγικής ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αντιπαράθεση και η συνεργασία ΗΠΑ-Κίνας επηρεάζουν άμεσα το ευρωπαϊκό οικοσύστημα· είτε μέσω αλλαγών στα δίκτυα εφοδιασμού, είτε μέσω επενδυτικών ροών, είτε ακόμη και μέσω θεσμικών προτύπων για την τεχνολογία, την ενέργεια και την ασφάλεια. Η Ε.Ε. καλείται να διαχειριστεί αυτήν τη νέα πραγματικότητα με όρους συνοχής, αυτονομίας και προνοητικότητας, συγκροτώντας ένα μοντέλο θεσμικής διπλωματίας, πράσινης ανάπτυξης και τεχνολογικής καινοτομίας.
Το ερώτημα που τίθεται για την Ευρώπη είναι κρίσιμο: θα καταφέρει να μεταφράσει τον ρόλο της από αντικείμενο επιρροής σε δρώντα παράγοντα στρατηγικής ισχύος; Η απάντηση θα εξαρτηθεί από τη θέληση των κρατών-μελών να εμβαθύνουν την ενοποίηση, να αναπτύξουν κοινή εξωτερική πολιτική και να αρθρώσουν ένα ευρωπαϊκό αφήγημα με παγκόσμια εμβέλεια. Διότι, σε έναν κόσμο που αλλάζει, η ουδετερότητα παύει να είναι ασφάλεια — και μετατρέπεται σταδιακά σε αδυναμία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας: Μία πιθανή Σύγκρουση Γιγάντων, Ξενοφών Σταύρου (2020), διαθέσιμο εδώ
- Μεγάλη πρόοδος στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας, efsyn.gr (2024), διαθέσιμο εδώ
- Το παρασκήνιο της εμπορικής εκεχειρίας ΗΠΑ – Κίνας, Καθημερινή / kathimerini.gr (2024), διαθέσιμο εδώ
- Οι περίπλοκες σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας και το δίλημμα του Τραμπ, Καθημερινή / kathimerini.gr (2024), διαθέσιμο εδώ