23.7 C
Athens
Κυριακή, 18 Μαΐου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ως θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα

Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ως θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα


Του Δημήτρη Διδασκάλου,

Στην ελληνική έννομη τάξη η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι —αλλιώς το «δικαίωμα συνένωσης» των πολιτών— αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται συνταγματικά. Ο χαρακτηρισμός «θεμελιώδες δικαίωμα» αποδεικνύει την ύψιστη σημασία που έχει το δικαίωμα αυτό για ολόκληρη τη σύγχρονη έννομη τάξη και ταυτόχρονα το καθιστά ένα από τα πιο σημαντικά αγαθά που το κράτος διασφαλίζει για τους πολίτες του. Η εν λόγω, λοιπόν, ελευθερία εντάσσεται στα λεγόμενα «ατομικά» δικαιώματα, τα οποία θεμελιώνουν αγώγιμη αξίωση του φορέα τους για αποχή κάθε παρέμβασης της κρατικής εξουσίας που αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της άσκησης του δικαιώματος. Παράλληλα συνδυάζει και «συλλογικά» στοιχεία, καθώς η άσκησή του είναι εφικτή μόνο με τη σύμπραξη και συνεργασία περισσότερων ανθρώπων, που ιδρύουν ενώσεις προσώπων με κοινούς μακροπρόθεσμους στόχους.

Ο όρος «ένωση» περιλαμβάνει κάθε είδους ένωση ανθρώπων που έχει νομική προσωπικότητα όπως πολιτικά κόμματα, σωματεία, μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), συνδικαλιστικές οργανώσεις και εταιρίες.

Σε διεθνές επίπεδο, το άρθρο 20 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ορίζει ότι «καθένας έχει το δικαίωμα να συνέρχεται και να συνεταιρίζεται ελεύθερα και για ειρηνικούς σκοπούς», ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) ορίζει ότι «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα […] εις την ελευθερίαν συνεταιρισμού συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ’ άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του». Η κατοχύρωση, λοιπόν, του ανωτέρω δικαιώματος, από αυτά τα ιδιαιτέρως σημαντικά νομοθετικά κείμενα–συμβάσεις, αποτελεί ακόμη μια ισχυρή απόδειξη της σημασίας που αυτό καταλαμβάνει στη σημερινή κοινωνία.

Πηγή εικόνας και Δικαιώματα χρήσης: freepik.com

Στο ελληνικό σύνταγμα η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι αποτυπώνεται στο άρθρο 12. Σύμφωνα με την παράγραφο 1: «Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια». Φορείς του ανωτέρω δικαιώματος είναι όλοι οι Έλληνες πολίτες, χωρίς φυσικά να αποκλείονται του δικαιώματος και οι αλλοδαποί, το ζήτημα των οποίων ρυθμίζεται από το νομοθέτη σε κάθε συγκεκριμένη περίσταση, ενώ αποδέκτης είναι το Κράτος. Στη συγκεκριμένη παράγραφο περικλείεται ουσιαστικά η θετική διάσταση του συνταγματικού δικαιώματος, με την οποία δίνεται στους πολίτες η δυνατότητα να καθορίσουν τη φυσιογνωμία της ένωσης που θα ιδρύσουν, και πιο συγκεκριμένα, τη σύνθεση τη μορφή και το σκοπό αυτής. Ο νόμος, ακόμη, ορίζει πως δεν μπορεί να νοηθεί ίδρυση ένωσης, η οποία θα εξαρτάται από προηγούμενη άδεια οποιουδήποτε είδους, είτε διοικητική είτε δικαστική. Αυτό σημαίνει ότι κατά την ίδρυση μιας ένωσης νοείται από το δικαστήριο μόνο έλεγχος νομιμότητάς της —ελέγχεται, δηλαδή, αν πληρούνται όλα τα σύμφωνα με το «γράμμα του νόμου» τυπικά στοιχεία— αλλά ποτέ δεν μπορεί να νοηθεί έλεγχος σκοπιμότητας της σύστασής της (το τι σκοπό θα επιδιώκουν τα μέλη με την ίδρυση της ένωσης).

Σε αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει αναφορά στη ρήτρα που θέτει ο νόμος στην παράγραφο 1: «…τηρώντας τους νόμους…». Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως με μια τέτοια ρήτρα ο νομοθέτης είναι αυτός που αποφασίζει ποιες ενώσεις θα επιτρέπεται να ιδρυθούν και ποιες όχι, βάσει των νόμων που θα θεσπίσει. Ωστόσο, αυτό που θέλει να πετύχει η συγκεκριμένη ρήτρα είναι να ορίσει ότι κάθε σκοπός που επιδιώκει μια ένωση είναι θεμιτός, εφόσον δεν αντιβαίνει σε άλλες συνταγματικές διατάξεις (πχ. στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος για την κατάχρηση δικαιώματος), στις επιταγές του νόμου και στα χρηστά ήθη. Για παράδειγμα, είναι αθέμιτη η σύσταση σωματείου που σκοπό έχει την αλληλοβοήθεια μεταξύ κλεφτών και τη διευκόλυνσή τους στις παράνομες δραστηριότητές τους. Δεν είναι, ωστόσο, αθέμιτη η σύσταση σωματείου που σκοπό έχει την μελλοντική —με νόμιμες διαδικασίες— αναθεώρηση του Συντάγματος με στόχο την κατάργηση του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας, που θα καθιστούσε την κλοπή έγκλημα άνευ αντικειμένου. Φυσικά, όταν ένα σωματείο επιδιώκει σκοπό προδήλως αντισυνταγματικό και παράνομο, δε θα επιτραπεί σε καμία περίπτωση η σύστασή του.

Στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 12 αναφέρεται πως: «Tο σωματείο δε μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση» και «Oι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δε συνιστούν σωματείο» αντιστοίχως. Οι διατάξεις αυτές θεμελιώνουν ακόμη μια πτυχή του θετικού περιεχομένου του συνταγματικού δικαιώματος. Πιο συγκεκριμένα, ορίζεται πως η ένωση, η οποία θα ιδρυθεί, δεν παύει να υπάρχει και δε διαλύεται απλά και μόνο αν δεν τηρηθεί το καταστατικό της ή αν παραβεί το νόμο μέσω της δραστηριότητάς της. Η προστασία που παρέχει ο νομοθέτης σε αυτήν την περίπτωση είναι πολύ σημαντική, καθώς αποτρέπει την εύκολη και άμεση διάλυση ενώσεων εκτός αν υπάρχει κάποιος πολύ σοβαρός λόγος. Προκειμένου να υφίσταται τέτοιος λόγος χρειάζεται η παράβαση του νόμου ή του καταστατικού από τα μέλη να είναι τόσο συστηματική και τόσο βαρύνουσας σημασίας, ώστε η φυσιολογική λειτουργία της ένωσης να κλονίζεται σημαντικά ή η παράβαση που συνέβη να καθιστά μη δυνατή πλέον την ύπαρξή της. Η διάλυση της ένωσης απαιτεί ως αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση την ύπαρξη σχετικής δικαστικής απόφασης.

Πηγή εικόνας και Δικαιώματα χρήσης: freepik.com

Εκτός από τη θετική, στο σχετικό δικαίωμα περικλείεται και η αρνητική ελευθερία της συνένωσης, η οποία συνοψίζεται στο δικαίωμα των ατόμων να επιλέξουν να μη συμμετάσχουν σε καμία σχετική ένωση αν δεν το επιθυμούν. Κατά γενική ομολογία, κανείς δε μπορεί να υποχρεωθεί να συμμετέχει σε τέτοιου είδους συλλογικές δράσεις παρά τη θέλησή του. Ωστόσο, αυτή η αρνητική ελευθερία δεν τηρείται πάντα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου η απόκτηση μιας επαγγελματικής ιδιότητας από έναν άνθρωπο, συνεπάγεται και την αυτόματη— υποχρεωτική—είσοδό του στη σχετική επαγγελματική οργάνωση (πχ. δικηγόροι, γιατροί, φαρμακοποιοί, κλπ.). Σε αυτές, βέβαια, τις περιπτώσεις η υποχρεωτική συμμετοχή στις σχετικές ενώσεις εξυπηρετεί την απόκτηση ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (πχ. δικαίωμα εκπροσώπησης των πελατών στα δικαστήρια από το δικηγόρο), προστασία των δικαιωμάτων των πελατών, αλλά και προβλέψεις για επαγγελματική ευθύνη των μελών των οργανώσεων (πχ. επιβολή κυρώσεων στον επαγγελματία από τον εκάστοτε Σύλλογο), όμως η λογική αυτή δεν παύει να πηγαίνει κόντρα στην ανωτέρω συνταγματική διάταξη.

Τέλος, αξίζει να γίνει αναφορά στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 12, οι οποίες αναφέρονται στους αστικούς και γεωργικούς συνεταιρισμούς, αλλά και στους αναγκαστικούς αντίστοιχα. Το νόημα εδώ είναι ότι οι ανωτέρω συνεταιρισμοί δε μπορούν να έχουν την κερδοσκοπία ως κύριο σκοπό τους, αλλά αντιθέτως οφείλουν να έχουν έναν ευρύτερο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό στόχο, δεδομένου ότι ένας συνεταιρισμός αποβλέπει περισσότερο στην «πνευματική και κοινωνική ανύψωση» των μελών του.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Κώστας Χ. Χρυσόγονος – Σπύρος Β. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017
  • Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι ως ανθρώπινο δικαίωμα, pergamos.lib.uoa.gr, Διαθέσιμο εδώ
  • Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, 2012

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Διδασκάλου
Δημήτρης Διδασκάλου
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 2002 και μεγάλωσε στην Κατερίνη. Είναι απόφοιτος της Νομικής σχολής του ΑΠΘ και για την ώρα εργάζεται ως ασκούμενος δικηγόρος. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον βρίσκει στους τομείς του διεθνούς, του δημοσίου, αλλά και του εμπορικού δικαίου. Είναι γνώστης της αγγλικής, της ισπανικής και της γερμανικής γλώσσας και στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με το μπάσκετ και τις ξένες γλώσσες.