19.8 C
Athens
Σάββατο, 17 Μαΐου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΕπταετής πόλεμος: Η ανάδυση του νέου διεθνούς συστήματος

Επταετής πόλεμος: Η ανάδυση του νέου διεθνούς συστήματος


Του Γιώργου Κωνσταντινίδη,

Γεωπολιτικός αναβρασμός

Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, επικρατούσε ένα κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας και εδαφικών φιλοδοξιών μεταξύ των κρατών της γηραιάς ηπείρου. Ο πόλεμος που είναι γνωστός στην ιστοριογραφία ως Επταετής πόλεμος (1756 – 1763), θεωρείται η πρώτη ένοπλη σύγκρουση που έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις και αναδιάρθρωσε τις ισορροπίες ισχύος σε διεθνή κλίμακα. Από το πέρας του πολέμου της Ισπανικής διαδοχής (1701 – 1714), ο ανταγωνισμός μεταξύ της Βρετανίας και του μεγάλου ρυθμιστή της ευρωπαϊκής διπλωματίας, της Γαλλίας δηλαδή, είχε λάβει νέες διαστάσεις και είχε επεκταθεί προς τις κτήσεις στη Βόρεια Αμερική. Ειδικότερα, το κράτος των Βουρβόνων, επιχειρούσε μέσω της διπλωματίας να προσεγγίσει ομάδες ινδιάνων, ώστε να αποσοβήσει τη διείσδυση Βρετανών αποίκων της ανατολικής ακτής προς την ενδοχώρα. Ο φόβος των Γάλλων για επίθεση των βρετανών στο αποικιακό αρχηγείο τους στο Κεμπέκ, προκάλεσε αψιμαχίες μεταξύ των δύο δυνάμεων από το 1754 με αποτέλεσμα να προκύψει το πρώτο θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων στον Ατλαντικό. Η ρήξη αυτή συνέβη, λόγω της υπέρμετρης προσπάθειας της Γαλλίας, να παραμείνει η δύναμη που διατηρούσε τις ισορροπίες στην ευρωπαϊκή ήπειρο και στον Νέο Κόσμο, ώστε να επιτύχει το status της παγκόσμιας υπερδύναμης πριν την Βρετανία.

Παράλληλα, επεκτατικές φιλοδοξίες μεταξύ κρατών δεν έλειψαν από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων, δυσαρεστημένη με την απώλεια της Σιλεσίας προς όφελος της ανερχομένης Πρωσίας, κατά τον Πόλεμο της Αυστριακής διαδοχής (1740-1748), απέβλεπε στην αναθεώρηση του εδαφικού καθεστώτος. Επιπλέον, η Τσαρική Ρωσία, εποφθαλμιούσε τη παρακμάζουσα Πολωνική – Λιθουανική Κοινοπολιτεία και της ανατολικές επαρχίες της, όπως επίσης και εδάφη από τη Σουηδία. Είχε θορυβηθεί εννοείται και από την φιλόδοξη στάση της Πρωσίας, όπως και η Αυστρία

Ο Φρειδερίκος Β’ της Πρωσίας. Πηγή εικόνας: Wikipedia.org

Η Γαλλία, ως ο βασικός ρυθμιστής των διεθνών ζητημάτων τότε, «σοκάροντας» το διεθνές σύστημα, σύναψε συμμαχία το 1756 με τον παραδοσιακό εχθρό της – η λεγομένη «Διπλωματική Επανάσταση» – την Αυστρία, καθώς φοβόταν μήπως η τελευταία στραφεί προς τη Βρετανία. Βασικό μέλημα των αυτοκρατοριών των Βουρβόνων και των Αψβούργων αντιστοίχως, ήταν η διασφάλιση του συντηρητικού “status quo”, το οποίο απειλούνταν από τη φιλόδοξη δύναμη της Πρωσίας, του Φρειδερίκου Β’. Αντίστοιχα, η Βρετανία η οποία ήταν καχύποπτη ως προς τα διεθνή εκτεινόμενα, την ίδια περίοδο συμμάχησε με τη Πρωσία.

Πόλεμος παγκόσμιου βεληνεκούς

Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των δυο συνασπισμών φαινόταν παράλογος, καθώς η Πρωσία μπορούσε να παρατάξει μια δύναμη 153.700 ανδρών σε αντίθεση με τον αυστρο-γαλλο-ρωσικό συνασπισμό που ήταν σε θέση να αντιπαρατάξει 677.500 άντρες. Για αυτόν τον λόγο, ο ευφυής στρατηλάτης Φρειδερίκος Β΄ αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να δράσει πρώτος και προχώρησε στη προσάρτηση της Σαξονίας στις 26 Αυγούστου (1756). Το επαρκώς οργανωμένο μιλιταριστικό γραφειοκρατικό σύστημα του Φρειδερίκου, του επέτρεψε να αντέξει και να αποκρούσει τις επιθέσεις των αντιπάλων του, καθώς η γεωγραφική θέση του κράτους του, του επέτρεπε τη ταχεία μετακίνηση των στρατευμάτων του σε διαφορετικά μέτωπα. Πιο συγκεκριμένα, η πρωσική στρατιωτική καινοτομία, έγινε εμφανής κατά τη μάχη του Leuthen το 1757 με την επιτυχημένη εφαρμογή της «λοξής τάξης» έναντι των αυστριακών και ρωσικών δυνάμεων. Παρά την καταστροφή που υπέστη η Πρωσία (απώλεια 19.000 αντρών) μετά τη μάχη του Κούνερσντορφ (1759), οι Αυστριακοί και οι Ρώσοι, δεν εκμεταλλευτήκαν τη νίκη τους και επέτρεψαν στο Φρειδερίκο να ανακάμψει.

Σχέδιο επίθεσης στη μάχη του Leuthen το 1757. Πηγή εικόνας: istorikabiblia.net

Σωτήρια αποδείχθηκε η βρετανική οικονομική αρωγή προς τη Πρωσία, η οποία ανερχόταν ετησίως σε 675.000 στερλίνες, μεταξύ των ετών 1757 – 1760. Η οικονομική ευρωστία του Βρετανικού κράτους, του επέτρεπε την κινητοποίηση 120 πλοίων στη Μεσόγειο, τον Ατλαντικό, τις Ινδίες και στην Αφρική, καθώς το ναυτικό ήταν η «λυδία λίθος» της βρετανικής ισχύος. Βέβαια, ο πόλεμος αυτός, της οικονομικής αντοχής, έμελλε να έχει μακροπρόθεσμα καταστρεπτικές συνέπειες για όλους τους συμμετέχοντες της σύρραξης.

Στο Ατλαντικό μέτωπο, το 1759, οι επιτυχίες του βρετανικού ναυτικού κατάφεραν να αποκόψουν τις γαλλικές δυνάμεις από ενισχύσεις από τον Καναδά και να επιβάλλουν τη κυριαρχία τους. Η μεγαλύτερη επιτυχία των Βρετανών οφείλεται στον βρετανό στρατηγό James Wolfe, από τον οποίο καταλήφθηκε το Κεμπέκ, ο γαλλικός προμαχώνας δηλαδή στη Βόρεια Αμερική, η οποία νίκη επέτρεψε στους Βρετανούς να επεκτείνουν τη κυριαρχία τους στη Βόρεια αμερικανική ήπειρο. Σε συνδυασμό με την εδραίωση της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδική υποήπειρο, μετά τη μάχη του Πλασσέυ (1757) και την επιβίωση της Πρωσίας στη κεντρική Ευρώπη, η νίκη του Βρετανό – πρωσικού συνασπισμού, λόγω της συνολικής οικονομικής εξάντλησης των αντιπάλων, ήταν εμφανής. Η Γαλλία, – που είχε χρεοκοπήσει από το 1759 – και μετά τις ήττες που υπέστη αντιλήφθηκε ότι η ειρήνη ήταν μονόδρομος. Επίσης, το 1762, οι βρετανοί επέτυχαν καίριο πλήγμα στην ισπανική αυτοκρατορία που είχε εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Γαλλίας, όταν κατέλαβε την Αβάνα στην ισπανική καραϊβική. και Μάλιστα, η Ρωσία, μετά την άνοδο στον τσαρικό θρόνο του πρωσόφιλου Πέτρου Γ΄, εγκατέλειψε το θέατρο του πολέμου.

Η Νέα Τάξη πράγματων – Αποτίμηση

Για τη λήξη του πολέμου συνήφθησαν δυο ειρηνευτικές συνθήκες. Η πρώτη, η Ειρήνη των Παρισίων (10 Φεβρουαρίου 1763), ουσιαστικά αναδείκνυε τη Βρετανία ως τη νέα μεγάλη αποικιακή δύναμη στο διεθνές σκηνικό. Η Γαλλία ουσιαστικά έχανε όλες τις αποικίες της στη βόρεια Αμερική, αν και είχε κάποια μικρά κέρδη (νησιά Μαρτινίκα και Γουαδελούπη στη Καραϊβική). Η καίρια απώλεια ωστόσο, ήταν η απώλεια του κεντρικού ρόλου που κατείχε στη γηραιά ήπειρο στη ρύθμιση των διεθνών σχέσεων. Η Ισπανία έλαβε τη Λουϊζιάνα και τη Νέα Ορλεάνη από τους Γάλλους και διατήρησε τη Κούβα και τις Φιλιππίνες, ωστόσο όφειλε να απωλέσει τη Φλόριντα προς όφελος των Βρετανών, οι οποίοι αποκτούσαν τον έλεγχο του Καναδά επίσης και όλων των εδαφών ανατολικά του Μισισιπή.

Αξίζει να σημειωθεί επιπλέον πως για την βρετανική οικονομία το έτος 1764 αποτελεί τομή, καθώς με τη προσάρτηση της Βεγγάλης, η Βρετανία αποκτούσε πλέον πρόσβαση σε πολύτιμες πρώτες ύλες, γεγονός που έμελλε να μετασχηματίσει τις οικονομικές ισορροπίες και τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και νοτιοανατολικής Ασίας, ανοίγοντας το δρόμο για τη μελλοντική εκβιομηχάνιση της Αγγλίας. Η Βρετανική αυτοκρατορία, ήταν ο αναμφισβήτητος διαμορφωτής των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων σε παγκόσμια κλίμακα. Βέβαια, αυτή η νίκη, αποδείχθηκε 13 χρόνια αργότερα περισσότερο «πικρή». Το εθνικό χρέος της Βρετανίας από τις 75 εκ. στερλίνες το 1756, με το πέρας του πολέμου είχε σχεδόν διπλασιαστεί και άγγιζε τις 133 εκ. στερλίνες με αποτέλεσμα να βυθιστεί το κράτος σε οικονομική ύφεση, την οποία προσπάθησε να αντισταθμίσει με βαριά φορολογία στις αποικίες της στη βόρεια Αμερική. Η ενέργεια αυτή, σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές αποφάσεις, έθεσε τα θεμέλια για τον αμερικανικό αγώνα για ανεξαρτησία των 13 παραλιακών αποικιών στο τέλος του 18ου αιώνα.

Χάρτης των συνόρων της Ευρώπης τον 18ό αιώνα. Πηγή εικόνας: Pinterest.com

Σε αντίστοιχη δύσκολη θέση είχε περιέλθει η γαλλική οικονομία όπως προαναφέρθηκε, καθώς το γαλλικό κράτος για τη διεξαγωγή του πολέμου βασιζόταν πρωτίστως σε δάνεια, γεγονός που οδήγησε το εθνικό χρέος σε ύψος των 2.350 εκ. στερλίνων το 1761. Η οικονομία της μοναρχίας των Βουρβόνων, βυθίστηκε σε βαθιά ύφεση και σε κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία σε συνδυασμό με τις πολιτικές ζυμώσεις της γαλλικής αστικής τάξης οδήγησαν σε μια από τις σημαντικότερες επαναστάσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία, αυτή του 1789.

Η δεύτερη δύναμη που αναδείχθηκε σε μείζονα παράγοντα των μελλοντικών ευρωπαϊκών εξελίξεων είναι βεβαίως η Πρωσία, η οποία βρισκόταν στο στρατόπεδο των νικητών μαζί με τη Βρετανία. Με τη δεύτερη συνθήκη ειρήνης (Συνθήκη του Hubertusburg – 15 Φεβρουαρίου 1763), τερματίστηκε ο πόλεμος στην κεντρική Ευρώπη, μεταξύ Πρωσίας, Αυστρίας και Σαξονίας. Με την ειρήνη αυτή, η Πρωσία εγκατέλειπε τη Σαξονία, αλλά διατηρούσε τη Σιλεσία, προς τη δυσαρέσκεια της Αυστρίας, η οποία δεν έλαβε περαιτέρω εδαφικά ανταλλάγματα. Το δημοσιονομικό – στρατιωτικό κράτος της Πρωσίας, βρισκόταν σε θέση πλέον, να επεκτείνει την επιρροή του προς τα διάσπαρτα κράτη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να προβάλλει τον εαυτό του, ως τον βασικό εκπρόσωπο του γερμανόφωνου χώρου. Η τάση αυτή βέβαια, εκδηλώθηκε και στον αυστροπρωσικό πόλεμο έναν αιώνα ύστερα και κορυφώθηκε με την ενοποίηση των γερμανικών κρατών σε μια ενιαία αυτοκρατορία το 1871.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
  • Σαλαβρακος Ιωάννης – Διονύσιος (2023), Πόλεμος και ανάπτυξη στον τραπεζικό και εμπορευματικό καπιταλισμό (1588 – 1865), εκδ. Ενάλιος
  • Darwin John (2021), Μετα τον Ταμερλάνο: Η άνοδος και η πτώση των παγκόσμιων αυτοκρατοριών, 1400-2000, (μτφ. Διονύσης Χουρχουλης), (2η έκδοση), εκδ. Πατάκη
  • Andreson Fred (2001), Crucible of war: The Seven Years’ War and the Fate of Empire in British North America 1754 – 1766, εκδ. Alfred A. Knopf

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Κωνσταντινίδης
Γιώργος Κωνσταντινίδης
Προπτυχιακός φοιτητής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία, με έμφαση στις οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές εξελίξεις από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Επιδιώκει τη διεπιστημονική προσέγγιση της ιστορικής μελέτης, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που διαμορφώνουν τον σύγχρονο κόσμο.