Της Πελαγίας Τριχάκη,
Ο Μάθιου (Michael Pitt), ένας αμερικανός φοιτητής, μετακομίζει προσωρινώς στο Παρίσι, ώστε να σπουδάσει εκεί για ένα χρόνο. Στην Ταινιοθήκη του Παρισίου θα συναντήσει δύο αδέλφια, την Ίζαμπελ (Eva Green) και τον Τέο (Louis Garrel), και έκτοτε η διαμονή του στη Γαλλία θα αποκτήσει γι’ αυτόν πραγματικό νόημα, όπως νιώθει. Η κινηματογραφική τους αύρα και ο εκκεντρικός τους χαρακτήρας θα τον κάνουν να αγκιστρωθεί πάνω τους και να τους ερωτευτεί πλατωνικά.
Λίγες ημέρες αργότερα, οι γονείς της Ίζαμπελ και του Τέο φεύγουν για ταξίδι και ο Μάθιου εγκαθίσταται στο σπίτι τους. Όσο στους δρόμους αρχίζει να συμβαίνει κάτι μεγάλο, οι τρεις τους απομονώνονται μέσα στα όρια του διαμερίσματος. Ξαφνικά, ο κόσμος τους βρίσκεται μόνο εκεί μέσα. Συζητούν για πολιτική, κινηματογράφο και μουσική. Μέσα από τα αυτοσχέδια παιχνίδια τους θα έρθει στην επιφάνεια η ιδιαίτερη σχέση των δύο αδελφών. Μία σχέση, που μοιάζει επίσης με έναν πλατωνικό έρωτα, αποκρουστική για τους πολλούς και σωσίβιο για τους ίδιους. Και το σωσίβιο αυτό προφανώς δεν έχει γνήσιο χώρο και για τον Μάθιου, όσο και αν προσπαθεί να γίνει μέρος τους.

Όσο ο Μάθιου, η Ίζαμπελ και ο Τέο μένουν απομονωμένοι συζητώντας για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, για το πώς ο Μάο είναι και ο ίδιος ένας σκηνοθέτης μίας κόκκινης ταινίας, και για το εάν ο Τζίμι Χέντριξ είναι σπουδαιότερος μουσικός από τον Έρικ Κλάπτον, όλη η Γαλλία βγαίνει σταδιακά στους δρόμους. Οι φοιτητές εξεγείρονται ενάντια στο αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας, που θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση του Σαρλ Ντε Γκωλ στα πανεπιστήμια∙ εξεγείρονται ενάντια στην αστυνομική βία, στην αποικιοκρατία που είχε επιβληθεί στην Αλγερία, στον πόλεμο του Βιετνάμ. Κι όλα αυτά παράλληλα με την εξέγερση των φοιτητών στο Μεξικό και με το φοιτητικό/αντιπολεμικό κίνημα στην Ιαπωνία, στη Γερμανία, στην Τσεχοσλοβακία και τις ΗΠΑ. Η εξέγερση στη Γαλλία περνάει στη συνέχεια στα χέρια των εργατών. Φοιτητές, εργάτες και αγρότες επαναστατούν και απεργούν, δημιουργώντας στην ιστορία ένα νέο κεφάλαιο, που θα μείνει γνωστό και ως «Μάης του 68’».
Κι ενώ έξω γράφεται ιστορία, η Ίζαμπελ, ο Τέο και ο Μάθιου δε θα γίνουν ακόμα μέρος της, όσες ώρες και αν συζητούν στα ασφαλή πλαίσια του σπιτιού τους για τη βαρβαρότητα του πολέμου. Ζουν τη δική τους, γεμάτη ερωτισμό, προσωπική «επανάσταση», η οποία ταυτίζεται με τον φλογερό τρόπο, που ως νέοι βιώνουν τα πράγματα και με την αμφισβήτηση κάθε ενέργειας της εξουσίας, που τους στερεί την ελευθερία τους. Βρίσκονται, ακόμα, σε μια ηλικία που —δεδομένης και της κοινωνικής τους θέσης— δεν επιβαρύνονται από τις «ενήλικες υποχρεώσεις», διατηρώντας ακόμα την ξεγνοιασιά και το πάθος της νεότητας. Όσο τα συναισθήματα στον κόσμο των ενηλίκων χάνουν το χρώμα τους και η απάθεια αντικαθιστά την αμφισβήτηση, εκείνοι προσθέτουν ένταση σε κάθε συζήτηση και πράξη, αγανακτούν και αποδοκιμάζουν την αδράνεια. Ονειρεύονται, και αυτό είναι από μόνο του μία μορφή επανάστασης, σε έναν τεχνοκρατικό κόσμο, που συχνά τα θεωρεί περιττά και χωρίς πρακτική χρησιμότητα. Μέχρι να ξαναβγούν στους δρόμους, κάνοντας το καθήκον τους απέναντι στην Ιστορία.
Έτσι χαρακτηρίζει και ο ίδιος ο Bertolucci τη δεκαετία του 60∙ μία εποχή που οι νέοι ονειρεύονταν και τα ένιωθαν όλα τόσο έντονα, έχοντας την πεποίθηση και τη σιγουριά ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Γιατί κατά την πεποίθησή του, μόνο αυτοί μπορούν να επιτελέσουν αυτό το καθήκον, «διατηρώντας τα όνειρά τους ζωντανά». Η επανάσταση στους δρόμους εκείνον τον Μάη δεν είναι το κεντρικό σημείο στο οποίο θέλει να εστιάσει στο έργο∙ ο Μάης του 68′ είναι απλώς το πολιτικό υπόβαθρο και οι τρεις επαναστατικοί χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν το φλογερό κλίμα της εποχής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Οι ονειροπόλοι, imdb.com, διαθέσιμο εδώ