17.5 C
Athens
Τετάρτη, 14 Μαΐου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ δικαστική αμεροληψία υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ και της νομολογίας

Η δικαστική αμεροληψία υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ και της νομολογίας


Της Ζαμπέτας Παπασταύρου,

Η αρχή της αμεροληψίας του δικαστή συνιστά θεμέλιο της δίκαιης δίκης και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη κράτους δικαίου. Ως τέτοια, δεν συνδέεται μόνο με την προσωπική ηθική στάση του δικαστικού λειτουργού, αλλά και με τη θεσμική εγγύηση αμερόληπτης και ανεξάρτητης κρίσης από κάθε μορφή εξωτερικής ή εσωτερικής επήρειας. Το Σύνταγμα της Ελλάδας, στο άρθρο 87 παρ. 1, κατοχυρώνει την ανεξαρτησία των δικαστών, ενώ το άρθρο 20 παρ. 1 εγγυάται το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια και την παροχή έννομης προστασίας.

Σε διεθνές επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και ιδίως το άρθρο 6 παρ. 1, θεμελιώνει την απαίτηση για δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου (ΕΔΔΑ, Delcourt v. Belgium, 1970). Η αρχή αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πεδίο της ποινικής δίκης, όπου η κρίση του δικαστηρίου δύναται να επιφέρει σοβαρές κυρώσεις για την προσωπική ελευθερία και την υπόληψη του κατηγορουμένου.

Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποσαφηνίσει το περιεχόμενο της αρχής, εισάγοντας τη διάκριση μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής αμεροληψίας. Υποκειμενική αμεροληψία υφίσταται όταν ο δικαστής δεν έχει εσωτερική προδιάθεση υπέρ ή κατά κάποιου διαδίκου. Η αντικειμενική αμεροληψία, ωστόσο, συνδέεται με την εντύπωση που δημιουργείται στον μέσο παρατηρητή ότι ο δικαστής δύναται να κρίνει ανεπηρέαστα, ακόμη και εάν δεν υπάρχει προσωπική μεροληψία. Το Δικαστήριο, σε υποθέσεις όπως Piersack v. Belgium (1982) και Hauschildt v. Denmark (1989), επισήμανε ότι «η δικαιοσύνη όχι μόνο πρέπει να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται». Επομένως, η εμφάνιση μεροληψίας αρκεί για να κλονίσει την εμπιστοσύνη στο δικαστικό έργο, στοιχείο που ενσωματώθηκε και στη μεταγενέστερη ελληνική νομολογία, όπως ενδεικτικά στην απόφαση ΑΠ 1657/2008, όπου έγινε δεκτό ότι η αμεροληψία δεν κρίνεται μόνο με βάση την υποκειμενική πρόθεση, αλλά και με βάση την αντικειμενική στάθμιση του κοινωνικού περίγυρου.

freepik.com / Δικαιώματα χρήσης: jcomp

Η ελληνική ποινική δικονομία υιοθετεί την προστασία της αρχής μέσω των θεσμών της αποχής και της εξαίρεσης. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019) στα άρθρα 14 έως 19, προβλέπει τις περιπτώσεις όπου ο δικαστής υποχρεούται να απέχει ή μπορεί να εξαιρεθεί λόγω αντικειμενικής ή υποκειμενικής αδυναμίας να απονείμει δίκαιη κρίση. Ενδεικτικά, ως λόγοι εξαίρεσης αναφέρονται η συγγένεια με διάδικο, η προηγούμενη εμπλοκή στη συγκεκριμένη υπόθεση ή η ύπαρξη ιδιαίτερου συμφέροντος από την έκβασή της. Παρότι το νομοθετικό πλαίσιο είναι ικανοποιητικά διαρθρωμένο, η ερμηνεία του από τη νομολογία παραμένει αρκετά περιοριστική, ιδίως ως προς την αντικειμενική αμεροληψία. Δικαστικές αποφάσεις τείνουν να απορρίπτουν αιτήματα εξαίρεσης με το αιτιολογικό ότι δεν προσκομίστηκαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για υποκειμενική προκατάληψη, αγνοώντας συχνά την ευρωπαϊκή υποχρέωση να συνεκτιμάται η εμφάνιση μεροληψίας (Micallef v. Malta, 2009, ΕΔΔΑ).

Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται ένα θεσμικό έλλειμμα εγγυήσεων, που εντείνεται από την απουσία εξωτερικού ελέγχου στην εφαρμογή της αρχής. Η πειθαρχική ευθύνη δικαστικών λειτουργών για παραβάσεις της αμεροληψίας σπανίως ενεργοποιείται, ενώ η ευθύνη του κράτους για παραβίαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ συχνά ανακύπτει εκ των υστέρων, κατόπιν καταδίκης από το ΕΔΔΑ. Επιπλέον, η τήρηση της αμεροληψίας δεν διασφαλίζεται μόνο με τυπικούς κανόνες, αλλά απαιτεί και μια ενδογενή δικαστική παιδεία και κουλτούρα διαφάνειας. Οι Αρχές της Bangalore για τη Δικαστική Δεοντολογία (2002), τονίζουν τη σημασία της ακεραιότητας και της αποφυγής, ακόμα και της εντύπωσης προκατάληψης. Ο δικαστής δεν πρέπει μόνο να είναι αμερόληπτος, αλλά και να αποφεύγει κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να εκληφθεί ως μεροληπτική από το κοινωνικό σύνολο.

Η τεχνολογία μπορεί να συμβάλει θετικά στον εντοπισμό δυνητικών περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων, με εργαλεία που επιτρέπουν την ανάλυση σχέσεων και προηγούμενων αποφάσεων. Η δημιουργία μητρώων υποθέσεων, η ψηφιακή διασύνδεση αρχείων και η διαφάνεια στη σύνθεση των δικαστηρίων μπορούν να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης. Παράλληλα, προτείνεται η εισαγωγή υποχρεωτικής εκπαίδευσης των δικαστικών λειτουργών σε ζητήματα δεοντολογίας, με έμφαση στην ευρωπαϊκή νομολογία και τις επιταγές της αντικειμενικής αμεροληψίας.

Η αμεροληψία του δικαστή είναι τελικά μια αρχή με λειτουργική και όχι μόνο διακηρυκτική σημασία. Σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, η αποτελεσματικότητα των ενδίκων βοηθημάτων, η διαφάνεια στη δικαστική λειτουργία και η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη εξαρτώνται σε κρίσιμο βαθμό από την ουσιαστική εφαρμογή της. Η εσωτερίκευση της αρχής από τους ίδιους τους λειτουργούς της δικαιοσύνης, η ενίσχυση των θεσμικών εγγυήσεων και η συμμόρφωση με τα πρότυπα του ΕΔΔΑ αποτελούν τους πυλώνες πάνω στους οποίους πρέπει να στηριχθεί η μελλοντική αναβάθμιση της δικαιοσύνης στην Ελλάδα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Νίκος Ανδρουλάκης (2020), Ποινική Δικονομία – Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη
  • Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα: Προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα, dianeosis.org, διαθέσιμο εδώ
  • Υπόθεση No. 2689/65 Delcourt v. Belgium, hudoc.echr.coe.int, διαθέσιμη εδώ
  • Υπόθεση No. 8692/79 Piersack v. Belgium, hudoc.echr.coe.int, διαθέσιμη εδώ
  • Υπόθεση No. 10486/83, Hauschildt v. Denmark, hudoc.echr.coe.int, διαθέσιμη εδώ
  • Υπόθεση No. 17056/06, Micallef v. Malta, hudoc.echr.coe.int, διαθέσιμη εδώ
  • The Bangalore Principles of Judicial Conduct, unodc.org, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ζαμπέτα Παπασταύρου, Υπεύθυνη Διόρθωσης
Ζαμπέτα Παπασταύρου, Υπεύθυνη Διόρθωσης
Γεννήθηκε το 1998 στο Μαρούσι Αττικής, κατάγεται από το Κρανίδι Αργολίδας και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, με μεταπτυχιακό στη «Σχολική Ψυχολογία» του τμήματος Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ και προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Κατέχει την αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα. Λατρεύει τη γυμναστική και το σινεμά. Τον ελεύθερό της χρόνο τον αφιερώνει σε ταξίδια και εξορμήσεις στη φύση.