Της Γεωργίας Καρυώτη,
Η ψηφιακή υπερχείλιση και η «αγορά της προσοχής» φέρνει στην επιφάνεια ζητήματα που απασχολούν τόσο την ερευνητική κοινότητα όσο και τον χώρο της οικονομίας αλλά ακόμα και της φιλοσοφίας. Ο χρόνος προσοχής συρρικνώνεται σε λίγα δευτερόλεπτα, προσανατολισμένος σε μια ροή σύντομων διαδοχικών στιγμών ενώ η κινητήρια δύναμη των διαδικτυακών πλατφορμών, αυτή του influencer marketing, μετασχηματίζει τη πραγματικότητα σε ένα καλά μακιγιαρισμένο στιγμιότυπο εντυπώσεων. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ανθρώπινη σκέψη αποσυντίθεται σε περιεχόμενο, μετατρέπεται δηλαδή σε καταναλώσιμες μονάδες πληροφορίας, μετατρέποντας την εμπειρία σε προϊόν.
Η κατακερματισμένη αντίληψη του χρόνου αλλά και το μη συνεκτικό περιεχόμενό του, «αιχμαλωτίζουν την προσοχή» και τη σκέψη σε μια κατάσταση αδράνειας, στην οποία οι χρήστες αδυνατούν να ιεραρχήσουν, να εστιάσουν ή έστω να επιλέξουν το νόημα του. Αντ΄ αυτού, κατά τον Γάλλο φιλόσοφο Alain Brossat, παρασύρονται σε μια γενικευμένη εξομοίωση περιεχομένου, όπου η είδηση, η διαφήμιση και το ψυχαγωγικό βίντεο συγχέονται σε ένα συνεχές scrolling. Αυτή η παθητική ευαισθητοποίηση των γεγονότων επηρεάζει τη διάδραση και την κρίση των χρηστών, τοποθετώντας τους σε ένα πλαίσιο μη χρονικής συνδεσιμότητας.
Ταυτόχρονα, το influencer marketing ενισχύει αυτήν την ψηφιακή συνθήκη, καθώς υπάρχει πιθανότητα να προσανατολίσει το κοινό σε καταναλωτικές συνήθειες ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής και εν γένει να διατηρήσει την προσοχή του στο μικρό reality που προωθεί. Μάλιστα, έρευνες δείχνουν ότι το 60% των καταναλωτών εμπιστεύονται τις συστάσεις των influencers, ενώ σχεδόν το 50% των αγοραστικών αποφάσεων τους φαίνεται πως επηρεάζεται από αυτούς.

Σύμφωνα με τη θεωρία της «παρακοινωνικής» αλληλεπίδρασης, το διαδικτυακό κοινό δύναται να συνδεθεί συναισθηματικά με τους influencers, αναπτύσσοντας προσκολλήσεις όμοιες με αυτές που παρατηρούνται στις διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις τους. Είτε πρόκειται για πραγματικά πρόσωπα είτε για ψηφιακά avatars, οι influencers παρουσιάζονται ως προσιτοί, αυθεντικοί και σχεδόν φίλοι στο κοινό τους. Η δυναμική αυτή ενισχύεται και μέσω της προώθησης ενός μοντέλου υπερπολυτελούς ζωής και της επακόλουθης μίμησής του, ως ένα μεγαλεπίβλεπο, φαντασιακό σενάριο κοινωνικής και οικονομικής ανόδου.
Το ενδιαφέρον, όμως, εντοπίζεται στο γεγονός ότι ακόμα και μια ψηφιακά κατασκευασμένη influencer, όπως η Lil Miquela, παρά την εικονική υπόσταση της, διαμορφώνει γνώμες, διαφημίζει προϊόντα και δημιουργεί «παρακοινωνικές» σχέσεις με τους εκατομμύρια ακόλουθους της. Βέβαια, οι σχέσεις αυτές, όπως όλες, μπορούν να φθαρούν ιδίως όταν το κοινό αντιλαμβάνεται την εμπορική σκοπιμότητα πίσω από την προσωπική έκθεση των influencers. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι ότι οι εταιρείες, οι αλγόριθμοι και τα brands κυβερνούν, πλέον, μέσω εικόνων και φαινομενικά αυθεντικών εμπειριών, ακροβατώντας στα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας καθώς και της εμπορευματοποιημένης ψευδαίσθησης.
Παρατηρείται, λοιπόν, μία ύπαρξη ασάφειας ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, μια διαρκής πλοήγηση σε επιφανειακά «θέλω» που προκύπτουν εξωγενώς, όπως και επαναδιατυπώσεις της αντίληψης του εαυτού και της σκέψης. Κατά κάποιον τρόπο, ο ψηφιακός κόσμος αναδομεί τις αντιληπτικές και κοινωνικές ικανότητες των χρηστών τους. Παρόλα αυτά, να σημειωθεί πως δεν πρόκειται για δαιμονοποίηση αυτού και των influencers, καθώς υπάρχουν πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι υπάρχει δημιουργική και εμπνευστική πλευρά αυτών. Άλλωστε, δεν είναι δυνατόν να ευθύνονται μόνον, πάντα και ολοκληρωτικά οι «άλλοι» ή το σύστημα για τα παρατηρούμενα κοινωνικά φαινόμενα…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The dark side of Social Media Influencers : A Research Agenda of Analyzing Deceptive Practices and Regulatory Challenges, onlinelibrary.wiley.com,διαθέσιμο εδώ
- Πού τρέχει ο λογισμός σου;, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ