Της Άννας Νικολάου,
Η Άνι Ερνό είναι μια σπουδαία και αναγνωρισμένη σύγχρονη συγγραφέας της Γαλλίας. Πλήθος των επιτευγμάτων της έχει βραβευθεί, με την πιο πρόσφατη κατάκτησή της να αποτελεί το Νόμπελ λογοτεχνίας το 2022. Ως πρώτη εικόνα η πλειονότητα των έργων της φαίνεται να διατηρεί έναν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.
Με τη βαθύτερη, όμως, ανάλυση της γραφής της, παρατηρεί κανείς τα ιστορικά και κοινωνιολογικά θεμέλια πάνω στα οποία χτίζει την ιστορία της. Έχοντας κάποιος έρθει σε επαφή με τα έργα της πλησιάζει λίγο πιο κοντά στην εποχή που περιγράφει η συγγραφέας με τις ιδιομορφίες και τα προβλήματά της. Ο θάνατος του πατέρα της συγγραφέως σηματοδοτεί την έναρξη μιας αφήγησης. Η αφήγηση αυτή ως αφετηρία έχει το έργο της Ο τόπος, στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο πατέρας της, ενώ ολοκληρώνεται με το αυτοβιογραφικό βιβλίο Μια γυναίκα, όπου κύρια φιγούρα είναι η μητέρα της και η ζωή της.
Ο πατέρας της Ερνό πέθανε τον Ιούνιο του 1967, δύο μήνες αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις για την πιστοποίηση διδασκαλίας. Η ίδια, συνοδευμένη από τον σύζυγό της και το παιδί τους, έσπευσε να βοηθήσει τη μητέρα της με την προετοιμασία για την κηδεία. Το ίδιο καλοκαίρι, νιώθοντας την ανάγκη να αναλύσει τον άνθρωπο που υπήρξε ως ο πατέρας της και την εύθραυστη σχέση της με αυτόν, ξεκίνησε να γράφει μια νουβέλα, η οποία γρήγορα μετατράπηκε σε ένα ουδέτερο, αντικειμενικό, αυτοβιογραφικό κείμενο.
Από τις πρώτες εικόνες που παρουσιάζει η συγγραφέας για τη ζωή του πατέρα της, διαμορφώνεται ένας απλός, εργατικός άνθρωπος, που οι συνθήκες ζωής του δεν του επέτρεψαν να μορφωθεί. Από χειρωνακτική εργασία σε οικόπεδα, μέχρι την διατήρηση της δικής του επιχείρησης, αυτός ο άνθρωπος δεν σταμάτησε να δουλεύει, μέχρι το τέλος. Ιδιαίτερη σημασία, στην περιγραφή της συγγραφέως, έχει η σχέση της ίδιας με τον πατέρα της, η οποία με το πέρασμα των χρόνων, και ειδικότερα με την εξέλιξή της σε μορφωτικό και κοινωνικό επίπεδο, εμφάνισε ένα απροσπέραστο χάσμα.

Το έργο Ο τόπος, εκτός από μια αυτοβιογραφική ιστορία, αποτελεί μια ανάλυση της σχέσης μεταξύ ενός πατέρα, συναισθηματικά απόμακρου με την κόρη του. Γίνεται λόγος για την απόσταση, που μπορεί να προκαλέσει η γλώσσα και το διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο, ακόμη και σε μια σύνδεση τόσο βαθιά όσο αυτή του γονέα με το παιδί του. Η ενοχή που αισθάνεται η συγγραφέας για τον κόσμο τον οποίο άφησε πίσω της, ώστε να μπορέσει να εξελιχθεί, γίνεται εμφανής παρά τον αποστασιοποιημένο χαρακτήρα γραφής της. Τέτοια περίπλοκα συναισθήματα ενοχής, απώλειας και θρήνου εμφανίζονται και στο επόμενο της έργο Μια γυναίκα, όπου καλείται να έρθει αντιμέτωπη με τον θάνατο της μητέρας της.
Η συγγραφέας —διαζευγμένη, πλέον, από τον σύζυγο της και έχοντας δύο γιούς— ενημερώνεται μέσω τηλεφώνου για τον θάνατο της μητέρας της, στο γηροκομείο στο οποίο βρισκόταν τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής της. Τρεις εβδομάδες μετά, η ίδια παίρνει το θάρρος να δώσει φωνή στη σιωπηλή ανυπαρξία του ανθρώπου που την έφερε στη ζωή και ξεκινάει με τη φράση «Η μητέρα μου πέθανε». Από την αφήγηση της Ερνό για τα παιδικά και εφηβικά χρόνια της μητέρας της φανερώνεται το πάθος αυτής της γυναίκας να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της φτώχειας, καθώς και η βαθιά επιθυμία της για κοινωνική εξέλιξη.
Στη συνέχεια της αφήγησης, περιγράφεται ένας νέος κύκλος της ζωής της μητέρας της, που αφορά τη σχέση της με την Ερνό. Μία σχέση που χαρακτηρίζεται από κυκλοθυμία και αντικρουόμενα συναισθήματα, από αγάπη και θαυμασμό έως αδιαφορία και απόρριψη. Οι τελευταίες εικόνες που αφήνει η συγγραφέας στο βιβλίο αφορούν την υπονόμευση της υγείας της μητέρας της, η οποία υπέφερε από άνοια καθώς και την αλλοίωση, που παρατηρούσε η ίδια στην εικόνα που είχε χτίσει για εκείνη σε ολόκληρη την έκφανση της ζωής της.
Η Ερνό αποδομεί και αναλύει σε βάθος την ιδιαίτερη αυτή σχέση μιας μητέρας με την κόρη της, μένοντας αντικειμενική, χωρίς να επιτρέπει στα συναισθήματα της να σταθούν εμπόδιο στη σωστή απεικόνιση του ανθρώπου που υπήρξε η μητέρα της. Ενός ανθρώπου που παρά τις διαφωνίες που η συγγραφέας μπορεί να είχε, στα κείμενα της αποδέχεται ότι είναι απόρροια των συνθηκών ζωής της. Γίνονται αναφορές στις προσδοκίες που έχει μια μητέρα για τη ζωή της κόρης της και στον ανταγωνισμό, ο οποίος συχνά κρύβεται σε μια τόσο έντονη σύνδεση. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τις τελευταίες στιγμές μαζί της, φανερώνει τα τρυφερά της συναισθήματα απέναντι στον άνθρωπο που την έφερε στον κόσμο και που η ίδια ελπίζει να μπορέσει να της ανταποδώσει αυτή τη χάρη, «Πιστεύω ότι γράφω για την μητέρα μου γιατί είναι η δική μου σειρά να τη φέρω στον κόσμο».

Μέσω των δύο αυτών αυτοβιογραφικών έργων της, η συγγραφέας καταφέρνει με μινιμαλιστικό και ρεαλιστικό τρόπο να θίξει ζητήματα άκρως διαχρονικά. Φέρνει στο φως σκέψεις για τη ζωή, για το τέλος της και κυρίως για το ενδιάμεσο αυτό στάδιο πριν την κατάληξη. Θίγει την ψυχοφθόρα κατάσταση της γεροντικής άνοιας, και την εναλλαγή ρόλων της φροντίδας ανάμεσα στο παιδί και των γονέα που αυτή απαιτεί.
Σε ολόκληρη την έκταση των αφηγήσεών της η συγγραφέας δημιουργεί πλούσιες εικόνες γεμάτες λεπτομέρεια, που εντάσσουν τον αναγνώστη μέσα στην ιστορία και δημιουργούν μια σύνδεση ανάμεσα σε αυτόν και τους χαρακτήρες των βιβλίων. Πρόκειται για μια σειρά από συνοπτικές και ειλικρινείς ιστορίες, οι οποίες προσπερνούν τα όρια της αυτοβιογραφικής λογοτεχνίας, εμβαθύνοντας στις ψυχολογικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων και τον ρόλο που αυτές διαδραματίζουν στις πράξεις τους. Ο αυθεντικός τρόπος γραφής της Ερνό, αφήνει, με την ολοκλήρωση του κάθε έργου της, στον αναγνώστη την αίσθηση ότι ήρθε σε επαφή με ένα σύγχρονο αριστούργημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ