Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Το κήρυγμα του Ιησού Χριστού υπήρξε ρηξικέλευθο για τους κατοίκους του Ισραήλ, ενώ οι Απόστολοι με το ζήλο τους συνέβαλαν, ώστε ο λόγος Του να εξαπλωθεί ραγδαία σε ολόκληρη την Μεσόγειο. Ωστόσο, γρήγορα ανέκυψαν αρκετές διαφορετικές ερμηνείες του «Θείου Λόγου», οι οποίες και οδήγησαν στην διαμόρφωση διαφορετικών δογμάτων. Τα δόγματα αυτά και ο τρόπος με τον οποίο αυτά εξαπλώθηκαν, καθώς και η αντίδραση της πρωτοεμφανιζόμενης τότε επίσημης εκκλησίας σε αυτά, θα εξεταστούν στις επόμενες παραγράφους.
Τα περισσότερα από τα δόγματα διαφοροποιούνταν με βάση την αντίληψη για την φύση του Χριστού. Μια από τις πρώτες αποκλίνουσες αντιλήψεις ήταν η αντίληψη πως η μορφή του Ιησού δεν υπήρξε, πως «φαινόταν» άνθρωπος αλλά δεν απέκτησε ποτέ ανθρώπινο σώμα. Το δόγμα αυτό ονομάστηκε δοκητισμός, και καταγράφηκε πρώτη φορά από τον επίσκοπο Σεράπιο της Αντιόχειας στα τέλη του 2ου αιώνα. Το δόγμα αυτό βασίστηκε στο «Απόκρυφο Ευαγγέλιο» του Πέτρου, ενώ φαίνεται πως η αντίληψη της μη ενσάρκωσης του Χριστού σε ανθρώπινο σώμα σημείωνε αποδοχή σε χριστιανικούς κύκλους, ιδίως στην ανατολή.
Η εξάπλωση του Χριστιανισμού στην Αλεξάνδρεια, μια πόλη η οποία δεχόταν έντονες επιρροές από την ελληνική φιλοσοφία και από τους πλατωνικούς φιλοσόφους, οδήγησε στην δημιουργία της αίρεσης του «Γνωστικισμού». Με βάση τον γνωστικισμό, ο Ιησούς ήταν η ενσάρκωση του θεού, ο οποίος ήρθε στον κόσμο για να δώσει την γνώση στους ανθρώπους, η οποία θεωρούταν η υπέρτατη αρετή. Μάλιστα στα κείμενα των γνωστικών γίνεται λόγος για την πλάνη και την διαφώτιση (απόκτηση γνώσης), κατά παρόμοιο τρόπο με αυτόν που οι υπόλοιποι Χριστιανοί αναφέρονταν στην αμαρτία και την μετάνοια. Ο γνωστικισμός ενέτασσε στοιχεία και από άλλες θρησκείες της περιόδου, όπως ο Μανιχαϊσμός (Περσική θρησκεία), με αποτέλεσμα να μην θεωρείται καν χριστιανική αίρεση από πολλούς ερευνητές αλλά ξεχωριστή θρησκεία. Οι πηγές μας για τους γνωστικούς σήμερα προέρχονται κυρίως από κείμενα των αντιπάλων τους, με βασικούς τους χριστιανούς Ειρηναίο και Ιππόλυτο, καθώς και από μια βιβλιοθήκη της Αιγύπτου, στην οποία ανακαλύφθηκαν σπάνια πρώιμα χριστιανικά κείμενα, μεταξύ των οποίων το Ευαγγέλιο του Θωμά και το Απόκρυφο του Ιωάννη. Ως θρησκευτικό ρεύμα ο γνωστικισμός υποχώρησε σημαντικά τον 4ο αιώνα, ωστόσο υπάρχουν ακόμα κοινότητες γνωστικών (των οποίων το δόγμα όμως σήμερα φέρει τον τίτλο του Μανδαϊσμού), στο Ιράκ και το Ιράν.

Υπό την επιρροή των γνωστικών ο Μαρκίων της Σινώπης δημιούργησε μια θεωρία, με βάση την οποία ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν διαφορετικός από εκείνο της Καινής, ενώ θεωρούσε πραγματικό θεό μόνο τον δεύτερο. Παράλληλα ο Μαρκίων αναγνώριζε ως μοναδικό απόστολο του Ιησού τον Παύλο, του οποίου θεωρούσε διάδοχο τον εαυτό του. Ο Μαρκίων έφτιαξε τον δικό του Κανόνα (σύνολο κειμένων τα οποία θεωρούσε θεμέλιο της πίστεως), στα οποία περιλαμβάνονταν το Ευαγγέλιο του Μαρκίωνα, το οποίο έμοιαζε πολύ με αυτό του Λουκά, και δέκα επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Μάλιστα αυτός ήταν ο πρώτος Χριστιανικός Κανόνας, καθώς η προσπάθεια του Μαρκίωνα να οχυρώσει την πίστη του από κατ’ αυτόν λανθασμένες αντιλήψεις ήταν έκδηλη. Ο Τερτυλλιανός μαχήθηκε έντονα ενάντια στην αίρεση αυτή, η οποία είχε διαδοθεί αρκετά τόσο στην δύση όσο και στην ανατολή. Αρκετούς αιώνες αργότερα, οι Άραβες μαρτυρούν την ύπαρξη οργανωμένων κοινοτήτων Μαρκιωνιστών στην Μέση Ανατολή, ακόμα και μέχρι την Χορασμία.
Περνώντας στον 3ο αιώνα και στους μεγάλους διωγμούς των Χριστιανών από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, ανέκυψαν νέες διαφωνίες στους κόλπους τους. Το φλέγον ζήτημα ήταν η συμπεριφορά της εκκλησίας απέναντι στους «πεπτωκότες», τους Χριστιανούς οι οποίοι είχαν απαρνηθεί – φαινομενικά – την πίστη τους για να διαφύγουν των διωγμών. Ο Νοβατιανός, γνωστός κληρικός της Ρώμης πίστευε πως οι «πεπτωκότες» έπρεπε να διάγουν δια βίου μετάνοια για να γίνουν δεκτοί στην εκκλησία. Η εκκλησιαστική σύνοδος του 251 στην Ρώμη απέρριψε την θέση του Νοβατιανού, ο οποίος όμως συνέχισε να κηρύττει, με αποτέλεσμα η αίρεσή του να αποκτήσει σημαντικά ερείσματα στην Ανατολή. Καθώς από τον 4ο αιώνα και έπειτα ο Χριστιανισμός έγινε θρησκεία του κράτους, σταμάτησαν οι διώξεις εναντίον των Χριστιανών, και το συγκεκριμένο δόγμα ατόνησε.
Το δόγμα το οποίο απέκτησε τους περισσότερους πιστούς την περίοδο εκείνη ήταν ο Αρειανισμός, ο οποίος θεμελιώθηκε και πήρε το όνομά του από τον Άρειο τον Κυρηναίο (256-336). Ο Άρειος ανέπτυξε το δόγμα του στην Αλεξάνδρεια, η οποία είχε γίνει ήδη κοιτίδα άλλων χριστιανικών αιρέσεων. Υποστήριζε πως ο Ιησούς ήταν διαφορετικός από τον πατέρα και δημιουργήθηκε σε διαφορετική χρονική στιγμή από εκείνον. Η πιο ήπια εκδοχή του Αρειανισμού, προσδιόριζε τον Ιησού ως όμοιο αλλά όχι ίδιο με τον πατέρα.

Μετά την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον πόλεμο εναντίον του Λικινίου (324), και καθώς ο Αυτοκράτορας ήταν ήδη φίλα προσκείμενος στον Χριστιανισμό, δρομολογήθηκε η διεξαγωγή θρησκευτικής συνόδου για τον καθορισμό του Χριστιανικού δόγματος, καθώς οι διάφορες αιρέσεις είχαν εξαπλωθεί στον πληθυσμό. Ωστόσο στην σύνοδο αυτή προσεκλήθη και ο Άρειος, σε μία μάταιη προσπάθεια να βρεθεί κοινό έδαφος μεταξύ των οπαδών των δύο δογμάτων. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διεξήχθη στην Νίκαια το 325, καθόρισε το Σύμβολο της Πίστεως (το οποίο ακόμα και σήμερα καθορίζει την ορθόδοξη χριστιανική πίστη) και καταδίκασε τις αιρέσεις, συμπεριλαμβανομένου του Αρειανισμού, ο οποίος την εποχή εκείνη γνώριζε ραγδαία εξάπλωση εντός και εκτός των ορίων της Αυτοκρατορίας. Το Σύμβολο της Πίστεως ανέφερε για την φύση του Ιησού, πως είναι «ομοούσιω τω Πατρί», δηλαδή πως ο Ιησούς αποτελείται από την ίδια ουσία με τον Πατέρα. Ο Άρειος και οι οπαδοί του, υιοθέτησαν το Σύμβολο της Πίστεως προσθέτοντας ένα «ι» στην φράση αυτή: «ομοιούσιω τω Πατρί». Συζητήσεις μεταξύ των πιστών ιερωμένων της Νίκαιας (έτσι ονομάστηκαν οι πιστοί του επίσημου δόγματος) και των Αρειανών λάμβαναν χώρα τις επόμενες δεκαετίες συνεχώς, με αποτέλεσμα μάλιστα ο Κωνστάντιος Β΄, Αυτοκράτορας και γιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να προσεταιρίζεται σε μεγάλο βαθμό τις ιδέες του Αρείου.
Επί βασιλείας του Κωνσταντίου Β΄ (μέχρι το 361), ο Αρειανισμός έτεινε να γίνει πλειοψηφικό δόγμα, ωστόσο οι διαμάχες μεταξύ των επισκόπων του, καθώς είχαν ήδη δημιουργηθεί μεταξύ τους σημαντικές θεολογικές αποκλίσεις, οδήγησαν να ανακοπεί η εξάπλωση του δόγματος. Τις επόμενες δεκαετίες, η ύπαρξη τόσο του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος υπήρξε θεολόγος και ικανότατος υπερασπιστής του δόγματος της Νίκαιας, όσο και άλλων σπουδαίων επισκόπων από την Καππαδοκία, οδήγησαν στην κατάρρευση των ερεισμάτων του Αρειανισμού μέσα στην Αυτοκρατορία. Ωστόσο, ο Αρειανισμός είχε διεισδύσει στα γερμανικά φύλα που κατοικούσαν στα σύνορα της Αυτοκρατορίας και ιδίως στους Γότθους. Σημαντικό ρόλο στην στροφή των Γότθων στον Αρειανισμό διαδραμάτισε ο επίσκοπος Ουλφίλας, ο οποίος πρωτοστάτησε στον εκχριστιανισμό των Γερμανικών φυλών ευρύτερα. Μάλιστα, οι Γότθοι παρέμειναν πιστοί στον Αρειανισμό για αρκετούς αιώνες, μέχρι που ο Ρεκαρέδος Α΄ αποφάσισε να στραφεί στο δόγμα της Νίκαιας, μετά το τρίτο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Τολέδο, το 589. Οι τελευταίοι βασιλείς της Ευρώπης οι οποίοι πίστευαν στον Αρειανισμό ήταν οι βασιλείς των Λομβαρδών, οι οποίοι εγκατέλειψαν το δόγμα αυτό στο τέλος του 7ου αιώνα.
Όσο στην δύση η θεολογική συζήτηση γύρω από την φύση του Χριστού αδράνησε, στην ανατολή κατά τον 5ο αιώνα ανέπτυξε νέα, άνευ προηγουμένου σημασία, με το κήρυγμα ορισμένων νέων επισκόπων να αποκτά τεράστια δυναμική. Όπως θα αναλυθεί στο επόμενό μας άρθρο, οι αιρέσεις αυτές διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και στις πολιτικές εξελίξεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- R. P. C. Hanson (2006), The Search for the Christian Doctrine of God: The Arian Controversy, εκδ. Baker Academic
- Will Durant (1944), The Story of Civilization Volume III: Caesar and Christ, εκδ. Simon & Chuster
- Παπανικολάου Δημήτρης (2004), Χριστιανισμός και αιρέσεις, σύγχρονες τάσεις, εκδ. Ιερά Ελλάς