Της Μαριλίνας Πολυνού,
Ένδικα μέσα μπορούν να χαρακτηριστούν τα δικαιώματα που παρέχει ο νόμος σε κάποιον διάδικο σε μία δίκη να προσφύγει κατά της απόφασης του δικαστηρίου, ζητώντας τη μερική ή ολική μεταρρύθμιση αυτής, και την εκ νέου κρίση της υπόθεσης σε άλλο ομοιόβαθμο ή ανώτερο δικαστήριο. Πρόκειται λοιπόν για μία δευτερογενή έννομη προστασία. Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας, γνωρίζει μόνο 4 ένδικα μέσα: την ανακοπή ερημοδικίας, την έφεση, την αναψηλάφηση και την αναίρεση. (495 IΚπολδ). Αυτά διακρίνονται από πολλές απόψεις σε: τακτικά-έκτακτα, ανασταλτικά και μη, μεταβιβαστικά και μη μεταβιβαστικά. Η έφεση και η ανακοπή ερημοδικίας είναι τακτικά ένδικα μέσα καθώς ασκούνται πριν την τελεσιδικία της αποφάσεως και ανασταλτικά, εφόσον αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντίθετα, η αναίρεση και η αναψηλάφηση είναι έκτακτα γιατί ασκούνται μετά την τελεσιδικία και στόχο έχουν την ανατροπή του δεδικασμένου και μη ανασταλτικά αφού δεν οδηγούν σε αναστολή εκτελέσεως. Τέλος, μεταβιβαστικά είναι τα ένδικα μέσα που μεταβιβάζουν, με την άσκηση τους, την υπόθεση σε ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο. Αυτά είναι η έφεση και η αναίρεση, ενώ τα ένδικα μέσα που ασκούνται και δικάζονται από το ίδιο δικαστήριο είναι η ανακοπή ερημοδικίας και η αναψηλάφηση (μη μεταβιβαστικά).
Στο εν λόγω άρθρο θα γίνει λόγος για την αναίρεση και για το ρόλο της στα πλαίσια της πολιτικής δίκης. Καταρχάς, η αναίρεση είναι ένα νομικό ένδικο μέσο καθώς οδηγεί στον έλεγχο νομικών μόνο σφαλμάτων, ενώ δε γίνεται εξέταση των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων που συγκεντρώθηκαν. Είναι έκτακτο, μεταβιβαστικό και μη ανασταλτικό ένδικο μέσο όπως προαναφέρθηκε, και απευθύνεται στο ανώτατο πολιτικό δικαστήριο, τον Άρειο Πάγο. Εφόσον αφορά μόνο στη νομική ορθότητα μιας απόφασης θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Άρειος Πάγος δε δικάζει την υπόθεση, αλλά την απόφαση. Με την αναίρεση επιζητείται η τελευταία, επί της συγκεκριμένης διαφοράς, δικαιοδοτική κρίση, γι’ αυτό και διαμορφώνεται σήμερα ως το κορυφαίο και έσχατο ένδικο μέσο.

Για να ευδοκιμήσει η αναίρεση θα πρέπει να ασκηθεί παραδεκτά και να είναι βάσιμη. Τα στοιχεία του παραδεκτού της άσκησης αναίρεσης δε διαφοροποιούνται ιδιαίτερα από τα στοιχεία του παραδεκτού των άλλων ενδίκων μέσων. Άρα, για να είναι παραδεκτή μια αναίρεση προϋποτίθεται:
α) η απόφαση να υπόκειται σε αναίρεση
β) το πρόσωπο που την ασκεί και το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται να νομιμοποιούνται από τον νόμο
γ) στήριξη σε ορισμένο λόγο αναίρεσης
δ) έννομο συμφέρον
ε) τήρηση συγκεκριμένου τύπου και προθεσμίας
στ) απαγόρευση επανειλημμένης ασκήσεώς της εναντίον της ίδιας αναίρεσης
Συνεπώς, μόνο αν συντρέχουν όλες οι παραπάνω διαδικαστικές προϋποθέσεις έχουμε παραδεκτή άσκηση της αναίρεσης και, άρα, το δικαστήριο προχωρεί στην εξέταση της βασιμότητάς της. Αν κάποια από τις προϋποθέσεις απουσιάζει, η αναίρεση θα απορριφθεί ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως χωρίς έρευνα της βασιμότητάς της.
Όπως ήδη αναφέρθηκε και ορίζεται και στο άρθρο 561.1 Κπολδ, εξαιρείται του αναιρετικού ελέγχου η εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας (πρωτοδικείο, εφετείο) για τα πραγματικά γεγονότα και για το περιεχόμενο των εγγράφων. Οι λόγοι για τους οποίους επιτρέπεται να ζητηθεί αναίρεση ορισμένης αποφάσεως, αναγράφονται περιοριστικώς στο νόμο (559 & 560 Κπολδ) ώστε να είναι αδιανόητη, όχι μόνο η προβολή λόγου που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των λόγων αυτών, αλλά και οποιαδήποτε σκέψη για αναλογική ή διασταλτική τους ερμηνεία. Οι λόγοι αναιρέσεως διακρίνονται βασικώς σε δύο κατηγορίες ανάλογα αν αφορούν σε παραβιάσεις ουσιαστικού δικαίου (559 αρ. 1 & 19) ή παραβιάσεις δικονομικού δικαίου (559 αρ. 2-18 & 20). Οι λόγοι αναίρεσης, λοιπόν, επιγραμματικά είναι οι εξής:

Λόγοι Αναίρεσης για παραβάσεις του ουσιαστικού δικαίου
- Παράβαση νόμου (559 αρ. 1)
- Παράβαση εκ πλαγίου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (559.19)
Λόγοι αναίρεσης για παραβάσεις του δικονομικού δικαίου
- Μη νόμιμη σύνθεση (559. 2)
- Παρά το νόμο απόρριψη αίτησης εξαίρεσης (559. 3)
- Υπέρβαση δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων (559. 4)
- Παράβαση των διατάξεων για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα (559. 5)
- Παρά το νόμο έκδοση ερήμην απόφασης (559. 6)
- Παράνομος αποκλεισμός της δημοσιότητας της διαδικασίας (559.7)
- Μη λήψη υπόψη πραγμάτων προταθέντων—λήψη υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν (559. 8)
- Επιδίκαση μη αιτηθέντος ή επιδίκαση πλειόνων του αιτηθέντος (559.9)
- Παραδοχή πραγμάτων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη (559.10)
- Παρά το νόμο λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που δεν προσκομίσθηκαν νόμιμα ή μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν νόμιμα (559.11)
- Παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων (559.12)
- Παραβίαση των ορισμών του νόμου για την κατανομή του βάρους της απόδειξης (559 αρ. 13)
- Παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ακυρότητας ή απαραδέκτου (559 αρ.14)
- Παρά το νόμο ανάκληση οριστικής απόφασης (559 αρ. 15)
- Παραβίαση των διατάξεων περί δεδικασμένου (559 αρ. 16)
- Απόφαση που περιλαμβάνει αντιφατικές διατάξεις (559.17)
- Μη συμμόρφωση του δικαστηρίου της παραπομπής προς την αναιρετική απόφαση (559.18).
- Παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου (559 20).
Μέχρι την κατάργηση των ειρηνοδικείων και την ενοποίηση του πρώτου βαθμού με τους Ν. 5108/2024 και 5134/2024, το πεδίο εφαρμογής του άρθρ. 560 καταλάμβανε τις αναιρέσεις που ασκούταν: α) κατά αποφάσεων που είχαν εκδοθεί από το ειρηνοδικείο και β) κατά αποφάσεων που είχαν εκδοθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο (17 Α Κπολδ, όπως ίσχυε). Μετά την ενοποίηση του πρώτου βαθμού, η διατύπωση της διάταξης έχει μεταβληθεί και πλέον το πεδίο εφαρμογής του άρθρ. 560 καταλαμβάνει κατά βάση τη δικαστηριακή ύλη του παλαιού ειρηνοδικείου, που έχει πλέον μεταφερθεί στα Μονομελή Πρωτοδικεία. Κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρ. 560 Κπολδ αποτελεί πλέον το κατά πόσον καταλαμβάνεται η υπόθεση από την υλική αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η απαρίθμηση των λόγων αναίρεσης του άρθρου 560 είναι περιοριστική και αποκλειστική και δεν μπορεί να διευρυνθεί ή συμπληρωθεί με βάση τους λόγους αναίρεσης του άρθρου 559. Το ερμηνευτικό περιεχόμενο των λόγων αναίρεσης του άρθρου 560 δεν διαφοροποιείται από εκείνο των αντίστοιχων λόγων αναίρεσης κατά των πρωτοδικείων και εφετείων του 559, οπότε ισχύει ό,τι αναπτύχθηκε ήδη εκεί.

Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε πως η αναίρεση συμβάλλει στην επίτευξη της νομολογιακής ενότητας και στην εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου. Αποτελεί αναμφισβήτητα γνήσιο ένδικο μέσο, που παρέχεται αρχικά στον διάδικο προκειμένου να εξαφανίσει την απόφαση που τον βλάπτει. Οσοδήποτε σημαντικό και εάν είναι το συμφέρον της ολότητας για τη διευκρίνιση του νομικού ζητήματος από τον Άρειο Πάγο, την εξαφάνιση της τελεσίδικης απόφασης δεν μπορούν να επιδιώξουν κρατικές αρχές ή τρίτοι, που δεν συμμετείχαν στην δίκη επί της οποίας αυτή εκδόθηκε. Μέσα από την αναίρεση, λοιπόν, ο Άρειος Πάγος παρέχει έννομη προστασία, εξασφαλίζοντας την καλλιέργεια και τη διάπλαση του δικαίου και απονέμοντας το δίκαιο στη δικαζόμενη ατομική περίπτωση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022