24.7 C
Athens
Κυριακή, 4 Μαΐου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ καταδυναστευτική και αισχροκερδής δικαιοπραξία του άρθρου 179 ΑΚ

Η καταδυναστευτική και αισχροκερδής δικαιοπραξία του άρθρου 179 ΑΚ


Της Μαρίας Σιούτα,

Αναπόσπαστο κομμάτι και θεμελιώδη αρχή του αστικού δικαίου, καθώς και μέσο πραγμάτωσης κι εκδήλωσης της ιδιωτικής βούλησης, συνιστούν οι δικαιοπραξίες. Η δικαιοπραξία μπορεί να οριστεί ως «η πράξη δικαίου η οποία, περιέχοντας δήλωση βούλησης, αποσκοπεί στην επέλευση ορισμένου εννόμου συμφέροντος, το οποίο επέρχεται σύμφωνα με το νόμο κι επειδή ακριβώς το θέλησε ο δηλών. Με άλλα λόγια, είναι το «πραγματικό» το οποίο περιέχει δήλωση βούλησης και από το οποίο εξαρτά ο νόμος ορισμένη έννομη συνέπεια. Οι δικαιοπραξίες εμφανίζονται με ποικίλες μορφές κι εκφάνσεις στον πραγματικό κόσμο και διέπουν την καθημερινότητα και τις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις και συναλλαγές μεταξύ των ιδιωτών. Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις στις οποίες το «πραγματικό» μίας δικαιοπραξίας αντιτίθεται στο νόμο κι αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη επισύροντας την απόλυτη ακυρότητά της. Μία, λοιπόν, από αυτές είναι και η περίπτωση της λεγόμενης «αισχροκερδούς» ή «καταπλεονεκτικής» δικαιοπραξίας.

Το άρθρο 179 ΑΚ υπάγεται στη γενικότερη κατηγορία των «ανήθικων» δικαιοπραξιών, οι οποίες είναι σύμφωνα με το άρθρο 178 ΑΚ: «όλες οι δικαιοπραξίες που αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη». Τα χρηστά ήθη συνιστούν μία αόριστη έννοια για την οποία δεν έχει δοθεί ένας πάγιος νομικός χαρακτηρισμός, ωστόσο με βάση την κρατούσα άποψη θα μπορούσαν να οριστούν ως οι ηθικοί και κοινωνικοί κανόνες κι επιταγές, τους οποίους η κοινωνία χρησιμοποιεί ως γνώμονα για να αξιολογήσει μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, και οι οποίοι διαμορφώνονται —όπως έχει διατυπωθεί συχνά και στην ελληνική νομολογία (ΑΠ 991/2014, ΑΠ 1024/2018)— με βάση τις αντιλήψεις του μέσου, συνετού κι εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου. Δεδομένης της άρρηκτης επομένως διασύνδεσης που έχει αυτή η ρήτρα των χρηστών ηθών με την εκάστοτε κοινωνική ηθική, η οποία μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου και διαφοροποιείται από κοινωνία σε κοινωνία, κρίνεται σχεδόν αναπόφευκτο κι η ίδια η έννοια να είναι αόριστη και γενική. Ειδικές, λοιπόν, υποκατηγορίες της αντίθετης προς τα χρηστά ήθη δικαιοπραξίας συνιστούν και οι περιπτώσεις του άρθρου 179 ΑΚ, η υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας και η αισχροκερδής δικαιοπραξία.

Πηγή Εικόνας: Pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Sora Shimazaki

Στο άρθρο 179 εδάφιο α’ του ΑΚ ορίζεται ως άκυρη η περίπτωση της ανήθικης δικαιοπραξίας η οποία δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία ενός προσώπου ή αλλιώς η καταδυναστευτική δικαιοπραξία. Ως «ελευθερία», μία ακόμα αόριστη νομική έννοια, δύναται να οριστεί οποιοδήποτε δικαίωμα ή ευχέρεια απορρέει από το νόμο ή τουλάχιστον ασκείται νομίμως μέσα στα πλαίσια της έννομης τάξης. Στη γενικότερη αυτή έννοια υπάγονται κι όλες οι περιπτώσεις των ατομικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το Σύνταγμα, όπως το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, ή το δικαίωμα ελεύθερης άσκησης επαγγελματικής ή οικονομικής δραστηριότητας. Για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως καταδυναστευτική, πρέπει με αυτήν να συμφωνείται κάποιο είδος δέσμευσης αυτής της ελευθερίας, είτε είναι πλήρης αποκλεισμός είτε οποιοσδήποτε περιορισμός, η οποία δέσμευση είναι τόσο έντονη, ώστε να διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις κρίνεται ως υπέρμετρη ή υπερβολική.

Το υπέρμετρο της δέσμευσης θα κριθεί in concreto, βάσει όλων των επιμέρους πραγματικών περιστάσεων, όπως της διάρκειας και του σκοπού της δέσμευσης, της παροχής και των τυχόν ωφελειών και της οικονομικής ή διαπραγματευτικής κατωτερότητας του αντισυμβαλλομένου σε βάρος του οποίου λειτουργεί η δέσμευση αυτή. Υπέρμετρη κρίνεται και η δέσμευση όταν η διάρκεια της είναι μακρόχρονη ή απεριόριστη χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα παύσης. Παράλληλα, οποιαδήποτε δικαιοπραξία προβλέπει δέσμευση του αντισυμβαλλομένου η οποία παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της επί του εαυτού σωματικής ακεραιότητας, υγείας και ζωής θα κριθεί καταδυναστευτική κι υπέρμετρα δεσμευτική ανεξαρτήτως των ειδικότερων πραγματικών περιστάσεων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα καταδυναστευτικών δικαιοπραξιών είναι συμβάσεις εργασίας που δεσμεύουν τον εργαζόμενο για μακρόχρονο χρονικό διάστημα και παρεμποδίζουν το δικαίωμα καταγγελίας, περιορίζοντας έτσι την επαγγελματική ελευθερία του εργαζομένου. Άλλο παράδειγμα συνιστούν συμβάσεις με ρήτρες που απαγορεύουν ή θέτουν δυσμενείς όρους για την προσφυγή στη δικαιοσύνη, παρακωλύοντας έτσι τη θεμελιώδη δυνατότητα της δικαστικής προστασίας.

Η δεύτερη περίπτωση της ανήθικης δικαιοπραξίας που περιγράφεται στο άρθρο 179 εδάφιο β’ του ΑΚ είναι αυτή της αισχροκερδούς ή καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας. Συγκεκριμένα, αισχροκερδής είναι η δικαιοπραξία όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:

  1. προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής
  2. η δυσαναλογία οφείλεται στην ανάγκη, κουφότητα ή απειρία ενός εκ των συμβαλλομένων
  3. ο αντισυμβαλλόμενος εκμεταλλεύτηκε αυτή την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία για τη σύναψη της σύμβασης
Πηγή Εικόνας: Pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay.com

Όπως προαναφέρθηκε, οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά, ειδάλλως η δικαιοπραξία δε μπορεί να υπαχθεί στην ειδικότερη αυτή κατηγορία, δύναται όμως να χαρακτηριστεί ως ανήθικη κάτω από το γενικότερο πλαίσιο του 178 ΑΚ. Ως προφανώς δυσανάλογη, θα κριθεί η ανισορροπία μεταξύ παροχής κι αντιπαροχής αντικειμενικά, με βάση τις αντιλήψεις του μέσου, λογικού κι έμπειρου στις σχετικές συναλλαγές ανθρώπου, κι όταν αυτή η ανισορροπία υπερβαίνει το λογικό και κοινωνικά αποδεκτό μέτρο κατά το οποίο ωφελείται ένας αντισυμβαλλόμενος και βαρύνεται ο άλλος. Η δυσαναλογία πρέπει να είναι εμφανής κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας.

Η δεύτερη προϋπόθεση της ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του ενός εκ των συμβαλλομένων είναι επίσης αντικειμενική και η συνδρομή της θα κριθεί με βάση τις αντιλήψεις του μέσου συναλλασσόμενου ανθρώπου. Τα τρία επιμέρους στοιχεία της δε χρειάζεται να συντρέχουν σωρευτικά, αρκεί να υπάρχει μόνο ένα από αυτά για να θεμελιωθεί η περίπτωση του άρθρου 179 εδάφιο β’, όπως προκύπτει κι από τη γραμματική ερμηνεία του εδαφίου. Ως ανάγκη μπορεί να οριστεί η κατάσταση, στην οποία το άτομο βρίσκεται σε τέτοιας έντασης αδυναμία ή πραγματικό κι επικείμενο οικονομικό ή άλλο κίνδυνο, ώστε να προβεί στη συγκεκριμένη δικαιοπραξία για να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή. Συνάπτει δηλαδή τη δικαιοπραξία όχι επειδή το θέλησε πραγματικά, αλλά επειδή αυτό επιτάσσει η κατάσταση σοβαρής κι επιτακτικής ανάγκης στην οποία βρίσκεται. Ως κουφότητα ορίζεται η απερισκεψία, η ανιδεότητα ή η ελαφρότητα η οποία οδηγεί έναν αντισυμβαλλόμενο στο να συνάψει μία προφανώς δυσανάλογη δικαιοπραξία, ακριβώς επειδή δε γνωρίζει ή δε μπορεί να υπολογίσει τις συνέπειες της πράξης αυτής. Είναι συνήθως αποτέλεσμα της ηλικίας ή της διανοητικής του κατάστασης. Απειρία είναι τέλος η έλλειψη συνήθους πείρας για τη ζωή, τα οικονομικά δεδομένα και τις συναλλαγές, ενώ εδώ εντάσσεται και η απειρία για ειδικές γνώσεις σε συγκεκριμένους τομείς.

Η τρίτη προϋπόθεση θεμελίωσης αισχροκερδούς δικαιοπραξίας είναι η εκμετάλλευση αυτής της ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας από έναν αντισυμβαλλόμενο ακριβώς για να συνάψει αυτή την προφανώς δυσανάλογη σύμβαση προς όφελός του. Η προϋπόθεση είναι υποκειμενική, πρέπει δηλαδή ο αντισυμβαλλόμενος να είχε γνώση γι’ αυτή την κατάσταση του βαρυνόμενου από την αισχροκέρδεια και συνειδητά κι ηθελημένα να την εκμεταλλεύτηκε για να επωφεληθεί ο ίδιος.

Η ανήθικη δικαιοπραξία που υπάγεται στις παραπάνω περιπτώσεις είναι απόλυτα άκυρη, δηλαδή δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και από τη στιγμή της κατάρτισής της θεωρείται σαν να μην έγινε. Επιπλέον, η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί από οποιοδήποτε μέρος —ακόμα κι από τον ίδιο τον αισχροκερδήσα— και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.

Συνοψίζοντας, οι καταδυναστευτικές και οι αισχροκερδείς δικαιοπραξίες υπάγονται στη γενικότερη κατηγορία των αντίθετων στα χρηστά ήθη δικαιοπραξιών, και συνιστούν σημαντική εγγύηση προστασίας των δικαιοπρακτούντων που βρίσκονται σε αδύναμη ή δυσμενέστερη κατάσταση. Η εμφάνισή τους με διάφορες μορφές κι εκφάνσεις στην καθημερινότητα και στη συναλλακτική ζωή είναι αρκετά διαδεδομένη, ωστόσο χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για την αναγνώριση και τον εντοπισμό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και προϋποθέσεών τους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΓΕΣ
  • Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019
  • Θεώνη Κάδρα, Αισχροκερδής δικαιοπραξία – Τα εννοιολογικά στοιχεία αυτής σε δανειακή τοκοχρεωλυτική σύμβαση, efotopoulou.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Απόφαση ΑΠ 1467 / 2018, διαθέσιμη εδώ
  • Απόφαση ΑΠ 751 / 2023, διαθέσιμη εδώ
  • Απόφαση Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης 188/2023, διαθέσιμη εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Σιούτα
Μαρία Σιούτα
Μεγάλωσε και σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα στο τμήμα Νομικής του ΑΠΘ. Μιλάει άπταιστα δύο ξένες γλώσσες, αγγλικά και γαλλικά. Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται κυρίως σε θέματα διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, κι ειδικότερα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διπλωματίας. Συμμετέχει επίσης και σε συνέδρια προσομοίωσης των Ηνωμένων Εθνών (MUN), στην ελληνική αλλά και στην αγγλική γλώσσα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό, την κολύμβηση και τη δημιουργική γραφή, ενώ άλλα χόμπι της είναι η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος.