Του Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Η πτώση της αρχαίας Ρώμης θεωρείται από τα πιο μελετημένα και, παράλληλα, τα πιο περίπλοκα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας. Το τέλος της πόλης που το 753 π.Χ., σύμφωνα με τον θρύλο, ίδρυσε ο Ρωμύλος, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια, καθώς οι ιστορικές συνθήκες που το περιβάλλουν, όπως και το γεγονός πως ο ρωμαϊκός πολιτισμός συνέχισε να υφίσταται σε κάποια μορφή, για πολλούς αιώνες, μετά την κατάληψη της Ιταλίας από τους Οστρογότθους τον 5ο αιώνα μ.Χ., έχει οδηγήσει την ιστορική κοινότητα να παρουσιάσει πολλές διαφορετικές ημερομηνίες ως την πραγματική πτώση της Αυτοκρατορίας. Το συγκεκριμένο άρθρο εξετάζει τόσο τις κυρίαρχες, όσο και τις λιγότερο γνωστές, απόψεις περί του θέματος.
284 μ.Χ.: Η άνοδος του Διοκλητιανού στον θρόνο και η εφαρμογή της Τετραρχίας
Η βασιλεία του Διοκλητιανού θεωρείται αμφιλεγόμενη από πολλούς ιστορικούς, καθώς η πολιτική του διέφερε σε σημαντικό βαθμό από τους προκατόχους του. Η πιο χαρακτηριστική και, ίσως, η σημαντικότερη απόφασή του για την Αυτοκρατορία, αποτελεί η εγκαθίδρυση ενός νέου συστήματος διακυβέρνησης, εκείνο της Τετραρχίας, σε μία προσπάθεια να τερματιστούν οι συνεχείς εμφύλιες συγκρούσεις για την εξουσία, οι οποίες, κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα μ.Χ., είχαν φέρει την Ρώμη στα πρόθυρα κατάρρευσης. Αν και η Τετραρχία, μόλις τρεις δεκαετίες αργότερα, καταργήθηκε με την κυριαρχία του Κωνσταντίνου Α’, ο Διοκλητιανός είχε, ουσιαστικά, δώσει τέλος στο διοικητικό σύστημα που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Οκταβιανός-Αύγουστος το 27 π.Χ., και του οποίου η εφαρμογή σηματοδότησε την αρχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπό το πρίσμα πως οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού κατέληξαν να γκρεμίσουν τα θεμέλιά της, οδηγώντας την στο να αποκτήσει μία διαφορετική διοικητική δομή, είναι εύλογο να θεωρηθεί ως το τέλος της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, το 284 μ.Χ., ο ρωμαϊκός πολιτισμός δεν είχε μεταβληθεί σε αρκετά σημαντικό βαθμό, ώστε να θεωρείται ξεχωριστός από εκείνον της Ρώμης της κλασική αρχαιότητας.

324 μ.Χ.: Η κυριαρχία του Μεγάλου Κωνσταντίνου
Μετά από μία σειρά συγκρούσεων, το 324 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος Α’ ο Μέγας, συνέτριψε τον Λικίνο, τον τελευταίο του ανταγωνιστή για τον θρόνο, και κατέληξε να γίνει ο μοναδικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας σε ολόκληρη την επικράτεια. Η κυριαρχία του θεωρείται η πιο συχνά αναφερόμενη ημερομηνία για το τέλος της Ρωμαϊκής περιόδου, καθώς η πολιτική του κατέληξε να θέσει τα θεμέλια για την αυγή του Βυζαντίου. Όπως είναι γνωστό, ο ίδιος διέταξε να κτιστεί μία νέα πρωτεύουσα στον Βόσπορο, η οποία, αν και, αρχικά, είχε ονομαστεί «Νέα Ρώμη», κατέληξε να λέγεται «Κωνσταντινούπολη». Η εν λόγω απόφαση, είναι χαρακτηριστική της γενικότερης πολιτικής του Κωνσταντίνου, δηλαδή, την στροφή της Αυτοκρατορίας προς την Ανατολική Μεσόγειο και, παράλληλα, την σταδιακή αποστασιοποίησή της από την Ρώμη της Αρχαιότητας. Ο Χριστιανισμός, ήδη, από την υπογραφή του Διατάγματος των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., είχε αναγνωριστεί ως νόμιμη θρησκεία μαζί με τις άλλες και στην Αυτοκρατορία επικράτησε ένα κλίμα θρησκευτικού συγκρητισμού. Πλέον, οι παγανιστές της αρχαίας ρωμαϊκής θρησκείας και οι Χριστιανοί, συνυπήρχαν στην Αυτοκρατορία και το κέντρο βάρους ξεκίνησε να μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη, καθώς ήταν στρατηγικά πιο χρήσιμη και καλύτερα οχυρωμένη από την παλιά πρωτεύουσα. Αν και πολλά χαρακτηριστικά παρέμεναν ακέραια από την εποχή του Αυγούστου, πλέον, ήταν φανερό πως η Αυτοκρατορία όδευε προς μία νέα εποχή, εκείνη του Βυζαντίου.
395 μ.Χ.: Ο οριστικός διαχωρισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Ο Θεοδόσιος Α’ ο Μέγας ήταν ο τελευταίος Ρωμαίος που κυβέρνησε την ενωμένη Αυτοκρατορία, προτού αυτή χωριστεί μεταξύ των δύο γιών του σε ένα ανατολικό και σε ένα δυτικό τμήμα, και, παράλληλα, ο αυτοκράτορας που σηματοδότησε την σταδιακή εξαφάνιση της αρχαίας θρησκείας. Κατά την βασιλεία του, το όραμα του Κωνσταντίνου για μία Αυτοκρατορία στην οποία οι δύο κυρίαρχες θρησκείες συνυπήρχαν, γκρεμίστηκε, όταν ο Θεοδόσιος αποφάσισε πως ο Χριστιανισμός θα ήταν, πλέον, το επίσημο θρήσκευμα των Ρωμαίων, ενώ, ταυτόχρονα, αποδυνάμωνε έμμεσα τον παγανισμό, καταργώντας έθιμα που ταυτίζονταν με αυτόν, όπως έκανε, για παράδειγμα, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Επιπλέον, με τον θάνατό του, η Κωνσταντινούπολη έγινε εντελώς ανεξάρτητη από την Ρώμη και έγινε πρωτεύουσα του ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας, το οποίο, ύστερα μετατράπηκε στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
476 μ.Χ.: Η κατάκτηση της Ρώμης από τους Οστρογότθους
Η ανατροπή του Ρωμύλου Αυγουστύλου, του τελευταίου αυτοκράτορα της Δυτικής Ρώμης, από τους Γότθους, αποτελεί γεγονός ορόσημο για την ιστορία ολόκληρης της Ευρώπης, καθώς σήμαινε το τέλος της λατινικής κυριαρχίας στην Χερσόννησο. Ο Οστρογότθος βασιλιάς, ο Οδόακρος, ήταν ο τρίτος Γερμανός που άρχοντας που λεηλάτησε την Ρώμη και ο πρώτος που κατάφερε, τελικά, να την κατακτήσει. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πως το 476 μ.Χ., είναι η πιο ορθή ημερομηνία για το τέλος της Αυτοκρατορίας, ωστόσο, ύστερα από επιπλέον ανάλυση, γίνεται φανερό πως η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Ο Οδόακρος, επέλεξε, αντί να ιδρύσει ένα δικό του ανεξάρτητο βασίλειο, να παραμείνει υποτελείς στην Κωνσταντινούπολη, η οποία παρέμενε η πρωτεύουσα του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και, παράλληλα, πολλά παραδοσιακά έθιμα και θεσμοί, όπως η Σύγκλητος, παρέμεναν ακέραια και στην Δύση. Επομένως, αν και η ίδια η πόλη βρέθηκε υπό γερμανικό έλεγχο, ο βασιλιάς της συνέχισε να κυβερνά στο όνομα του Ρωμαίου Αυτοκράτορα της Ανατολής και, ως εκ τούτου, είναι αμφίβολο αν μπορεί το γεγονός αυτό να θεωρηθεί πραγματικά το τέλος για την Ρώμη.
565 μ.Χ.: Ο θάνατος του Ιουστινιανού
Από τις αρχές, μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ., η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πραγματοποίησε μία σειρά πολέμων ονόματι Reconquista, με σκοπό να επεκτείνει την επικράτειά της στα εδάφη που, κάποτε, ανήκαν στην αρχαία Ρώμη. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, παράλληλα με τον Βελισάριο, ενίοτε αποκαλούνται οι τελευταίοι Ρωμαίοι από τους ιστορικούς ερευνητές, καθώς η βασιλεία του πρώτου συνιστά η τελευταία που μπορεί να θεωρηθεί παρόμοια με εκείνη ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα. Επί Ιουστινιανού, η βόρεια Αφρική, η Ιταλία και ένα μεγάλο μέρος της Ισπανίας, βρέθηκαν ξανά υπό τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας, καταλήγοντας να ανακτηθεί μέχρι και η ίδια η Ρώμη. Ωστόσο, εκτός της συμβολικής αξίας της πόλης, η αρχαία πρωτεύουσα δεν αποδείχθηκε, με κανέναν άλλον τρόπο, χρήσιμη για το Βυζάντιο. Η ίδια η Ρώμη ήταν κατεστραμμένη, μετά από δεκαετίες συνεχών συγκρούσεων, και η δυτική Μεσόγειος, γενικότερα, δεν ήταν το ίδιο εύφορη με την ανατολική. Επιπλέον, η κυρίαρχη γλώσσα στην καθημερινότητα των πολιτών ήταν η ελληνική και όχι η λατινική, όπως ίσχυε για την Δύση και, ως εκ τούτου, το κέντρο βάρους παρέμενε στην Κωνσταντινούπολη.

1453: Η πτώση της Κωνσταντινούπολης
Παρά το γεγονός πως η Ρώμη κατακτήθηκε το 476 μ.Χ., για σχεδόν μία χιλιετία, η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα του Βυζαντίου, παρέμεινε ανεξάρτητη, μέχρι, τελικά, να κατακτηθεί και αυτή από τους Οθωμανούς Τούρκους. Στις 29 Μαΐου του 1453, ύστερα από μία πολιορκία που διήρκεσε 53 μέρες, ο Σουλτάνος Μεχμέτ Β’ εισήλθε νικηφόρος στην Πόλη, σηματοδοτώντας το τέλος για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και, κατ’ επέκταση, της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν και ο Σουλτάνος επιθυμούσε να δηλώσει συνεχιστής της αρχαίας Ρώμης, η ιδιαιτερότητα που χαρακτήριζε τον τουρκικό πολιτισμό δεν επέτρεψε στους διαδόχους του να κάνουν το ίδιο και, ως φυσική απόρροια, η Οθωμανική Αυτοκρατορία χάραξε μία ξεχωριστή πορεία. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, πως το Βυζάντιο εξαφανίστηκε οριστικά από τον χάρτη, καθώς ο Μοριάς και η Τραπεζούντα παρέμεναν βυζαντινά κατάλοιπα που δεν είχαν κατακτηθεί, ακόμα, από τους Τούρκους. Επιπλέον, αν η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Μόσχα μπορούν να θεωρηθούν συνεχιστές του ρωμαϊκού έργου, μέχρι και η πτώση του Βυζαντίου δεν αποτελεί αναγκαστικά το τέλος για την Ρώμη.
Λαμβάνοντας υπόψιν μας, λοιπόν, την περιπλοκότητα που χαρακτηρίζει τα παραπάνω γεγονότα, γίνεται φανερό για ποιούς λόγους το συγκεκριμένο ερώτημα απασχολεί τόσο έντονα τους ιστορικούς. Τελικά, το πότε έπεσε η Ρώμη εξαρτάται από το αν κάποιος πιστεύει πως κυριότερο χαρακτηριστικό της αποτελεί ο πολιτισμός, η γλώσσα, οι θεσμοί, οι τίτλοι και η ίδια η πόλη της Αυτοκρατορίας.
ENΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Διονύσιος Χαντζόπουλος (2015), Ιστορία του Ρωμαϊκού Κράτους, Αθήνα: Hρόδοτος
- Σαββίδης Αλέξιος (2011), Ιστορία του Βυζαντίου (Α’ Τόμος) 284-717 μ.Χ., Αθήνα: εκδ. Πατάκη
- Σαββίδης Αλέξιος (2008), Εισαγωγή στην βυζαντινή ιστορία, Αθήνα: εκδ. Ηρόδοτος
- Norwich John – Julius (2011), Mare Nostrum: Μια ιστορία της Μεσογείου, Αθήνα: εκδ. Γκοβότσης
- Cyril Mango (2002), The Oxford History of Byzantium, Νέα Υόρκη: Oxford University Press
- Elizabeth Jeffreys (2009), The Oxford Handbook of Byzantine Studies, Νέα Υόρκη: Oxford University Press
- James Allan Stewart Evans (1996), The age of Justinian: Circumstances of Imperial Power, Νέα Υόρκη: Routledge
- Maurice Sartre (2012), Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: Οι ανατολικές επαρχίες, Αθήνα: εκδ. Καρδαμίτσα