Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Κυπριακή ανεξαρτησία και συνθήκες εγγύησης
Το 1960, η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της μέσω των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία να αναλαμβάνουν ρόλο εγγυητριών δυνάμεων για την ανεξαρτησία, την ακεραιότητα και την ασφάλεια του νέου κράτους. Σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγγύησης, η επιβολή τακτικών συνταγματικών αλλαγών ή η επιδίωξη της ένωσης με τρίτη χώρα (ένωση ή διαμελισμός) απαγορεύονταν χωρίς τη συναινετική διαβούλευση των τριών εγγυητριών δυνάμεων, ενώ προβλεπόταν η δυνατότητα συλλογικής ή μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης σε περίπτωση παράβασης των όρων.
Πρώτες έντονες συγκρούσεις
Η σχετική ηρεμία που είχε επικρατήσει από την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 διαταράχθηκε σοβαρά. Τον Δεκέμβριο του 1963, η πρόταση του προέδρου Μακαρίου για τροποποίηση δεκατριών άρθρων του συντάγματος οδήγησε στην αποσύνθεση της συνταγματικής τάξης. Οι Τουρκοκύπριοι, καθοδηγούμενοι από την Άγκυρα, αποχώρησαν από τις κρατικές δομές και δημιούργησαν απομονωμένους θύλακες στο νησί που λειτουργούσαν σαν ανεξάρτητες περιοχές. Η πρώτη άτυπη διχοτόμηση ήταν γεγονός. Σχεδόν ταυτόχρονα ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, ανεβάζοντας την ένταση σε επικίνδυνα επίπεδα. Η Τουρκία άρχισε να απειλεί ανοιχτά με εισβολή, στέλνοντας αεροπλάνα και πολεμικά πλοία κοντά στην Κύπρο.

Για να αντιμετωπίσει την απειλή, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου αποφάσισε να στείλει μυστικά 2.000 Έλληνες στρατιώτες στο νησί τον Απρίλιο του 1964. Είχε προηγηθεί αποτυχημένη επίθεση στον τουρκοκυπριακό θύλακα του Αγίου Ιλαρίωνα, που ανέδειξε τις αδυναμίες της κυπριακής άμυνας. Τον Μάρτιο, η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε πετύχει διπλωματική νίκη, ο ΟΗΕ αναγνώρισε την κυβέρνηση Μακαρίου ως τη μόνη νόμιμη και αποφάσισε την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης (UNFICYP) για να σταματήσει τις συγκρούσεις.
Καθώς η κατάσταση επιδεινωνόταν, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις πίεζαν την ηγεσία της χώρας να προχωρήσει σε εισβολή. Ο πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού ήταν επιφυλακτικός λόγω των ανεπαρκειών στον στρατό και των ενδεχόμενων διεθνών αντιδράσεων. Παρόλα αυτά, στις αρχές Ιουνίου 1964, το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας αποφάσισε την εισβολή και ξεκίνησε τις σχετικές προετοιμασίες.
Η Αμερικανική αντίδραση: Το γράμμα του προέδρου Τζόνσον
Καθώς πληροφορίες έφταναν στην Ουάσιγκτον για κίνηση της Τουρκίας προς στρατιωτική κατοχή τμημάτων της Κύπρου, ο πρόεδρος Τζόνσον έστειλε στις 5 Ιουνίου 1964 τηλεγράφημα προς τον πρωθυπουργό Ινονού, στο οποίο τόνιζε ότι τέτοια μονομερής ενέργεια αντίκειται στην υποχρέωση για πλήρη και έγκαιρη διαβούλευση μεταξύ συμμάχων και ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να συναινέσει στη χρήση αμερικανικού εξοπλισμού για τέτοιους σκοπούς. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι η Τουρκία όφειλε να τηρήσει τις δεσμεύσεις της βάσει της συνθήκης εγγύησης και της συμφωνίας στρατιωτικής βοήθειας ΗΠΑ–Τουρκίας του 1947 (Άρθρο IV), σύμφωνα με την οποία απαιτείται ρητή έγκριση των ΗΠΑ πριν από την οποιαδήποτε χρήση αμερικανικού εξοπλισμού σε επέμβαση εκτός των προβλεπόμενων σκοπών.
Στο ίδιο τηλεγράφημα, ο Πρόεδρος Τζόνσον επικαλέστηκε το πνεύμα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, υπογραμμίζοντας ότι «πόλεμος μεταξύ δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ είναι κυριολεκτικά αδιανόητος» και ότι τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να προκαλέσει άμεση εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης, θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρη τη νότια πτέρυγα της συμμαχίας. Η ρητή αναφορά στις ευθύνες έναντι του γενικότερου συμφέροντος του ΝΑΤΟ και η απειλή προσφυγής στον ΟΗΕ και στο ΝΑΤΟ αν δεν τηρούνται οι υποχρεώσεις, καταδεικνύουν τη βαρύτητα με την οποία οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο διχασμού μεταξύ των συμμάχων.

Η σκληρή στάση των ΗΠΑ απέτρεψε τελικά την τουρκική εισβολή. Χωρίς την έγκριση ή ανοχή της Ουάσιγκτον, οι πιθανότητες επιτυχίας της Τουρκίας ήταν μηδαμινές, ενώ η προοπτική σοβιετικής εμπλοκής έκανε το ενδεχόμενο ακόμα πιο ριψοκίνδυνο. Για την Ελλάδα, η παρέμβαση των ΗΠΑ ήταν θετική εξέλιξη, αλλά όχι εγγύηση ότι θα εμπόδιζαν μια μελλοντική εισβολή. Στη συνάντηση Τζόνσον-Παπανδρέου στα τέλη Ιουνίου 1964, ο Έλληνας πρωθυπουργός ενημερώθηκε πως η Ουάσιγκτον δεν μπορούσε να δεσμευτεί για πάντα, το οποίο ώθησε την Αθήνα να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την παρουσία της στην Κύπρο, φτάνοντας τους 8.000 άνδρες. Αυτή η δύναμη θα λειτουργούσε τόσο αποτρεπτικά για την Τουρκία όσο και ως μέσο επιρροής στον Μακάριο, κάτι που συνέφερε και τις ΗΠΑ.
Η επιστολή Τζόνσον κατέδειξε ότι οι ΗΠΑ ήθελαν να αποφευχθεί πάση θυσία μια ελληνοτουρκική σύρραξη, η οποία θα αποδυνάμωνε το ΝΑΤΟ. Παράλληλα όμως, οι Αμερικανοί δεν σκόπευαν να υποστηρίξουν απόλυτα τις ελληνικές επιδιώξεις για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αγνοώντας τις τουρκικές ανησυχίες. Στην Ουάσιγκτον επικρατούσε η άποψη πως το Κυπριακό δεν αποκλειόταν να επιδεινωθεί και πάλι, γι’ αυτό και προωθούσαν έναν συμβιβασμό: ένωση της Κύπρου με ανταλλάγματα για την Τουρκία.
Τουρκική απόφαση και αντίκτυπος
Μετά την απόρριψη της τουρκικής πρόθεσης επέμβασης από την Ουάσιγκτον, η Άγκυρα αποφάσισε προσωρινά να αναστείλει τα σχέδιά της για μονομερή στρατιωτική δράση στην Κύπρο, σε μία κίνηση που απέτρεψε τη σύγκρουση και διαφύλαξε την ειρήνη στη Μεσόγειο. Η σαφής προειδοποίηση των ΗΠΑ ότι δεν θα υποστήριζαν στρατιωτική επέμβαση χωρίς πλήρη σύμπραξη των εγγυητριών δυνάμεων είχε αποφασιστικό ρόλο στην αναδίπλωση της τουρκικής κυβέρνησης.
Παρά την αποτροπή της επέμβασης, οι σχέσεις ΗΠΑ–Τουρκίας υπέστησαν σημαντική ψυχρότητα, καθώς στην Άγκυρα δημιουργήθηκε αίσθημα αμφιβολίας για την αξιοπιστία της αμερικανικής δέσμευσης απέναντί της, δεδομένης της έντονης διαφωνίας με τον εθνικό σχεδιασμό της Τουρκίας. Η κρίση ανέδειξε την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ τουρκικών εθνικών συμφερόντων και αμερικανικής στρατηγικής ενσωμάτωσης της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, θέτοντας τις βάσεις για περαιτέρω διαπραγματεύσεις και αλλαγές στον τρόπο λήψης αποφάσεων εντός της συμμαχίας.

Παρόλο που η επιστολή αρχικά προοριζόταν για εμπιστευτική διπλωματική επικοινωνία, το περιεχόμενό της διέρρευσε στον τουρκικό Τύπο, στις 13 Ιανουαρίου 1966, ο δημοσιογράφος Τζουνέιτ Αρτσαγιουρέκ δημοσίευσε το πλήρες κείμενο της επιστολής στην εφημερίδα “Hürriyet”, με τη βοήθεια του συναδέλφου του Μετίν Τόκερ. Την επόμενη ημέρα, το περιεχόμενο της επιστολής αναδημοσιεύθηκε από πολλές άλλες τουρκικές εφημερίδες, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στην κοινή γνώμη και επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας
Ρόλος των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ
Η παρουσία των δυνάμεων του ΟΗΕ (UNFICYP) από τον Μάρτιο 1964, βοήθησε στον περιορισμό των εχθροπραξιών και τον διαχωρισμό των αντιμαχόμενων τμημάτων, προωθώντας ένα σχετικά πιο σταθερό πλαίσιο για πολιτικές διευθετήσεις και αποτρέποντας την οξύτητα των συγκρούσεων. Παράλληλα με την παρέμβαση Τζόνσον, οι ΗΠΑ ανέπτυξαν ενεργά διπλωματικά σχέδια, όπως η πρόταση του πρώην υπουργού εξωτερικών Ντιν Άτσον τον Ιούνιο του 1964, που προέβλεπε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα σε συνδυασμό με τη δημιουργία στρατιωτικής βάσης για την Τουρκία και εγγυήσεις για τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων, η οποία όμως απορρίφθηκε από όλους τους εμπλεκόμενους.
Η κρίση της Κύπρου το 1964, αποκάλυψε τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο που παίζουν οι ΗΠΑ στην προστασία της συνοχής του ΝΑΤΟ και στην πρόληψη ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ συμμάχων. Το αυστηρό τηλεγράφημα του προέδρου Τζόνσον προς την Άγκυρα ανέδειξε ότι η αμερικανική στήριξη δεν είναι δεδομένη, αλλά εξαρτάται από την τήρηση διεθνών υποχρεώσεων και τη συνεχή διαβούλευση. Παρά τις προσωρινές εντάσεις, η αποτροπή της τουρκικής επέμβασης συνέβαλε στη διατήρηση της ειρήνης στην ανατολική Μεσόγειο και στην ενίσχυση των μηχανισμών διπλωματικής διευθέτησης μέσω ΟΗΕ και ΝΑΤΟ, διαμορφώνοντας το πρότυπο για αντίστοιχες κρίσεις στα επόμενα χρόνια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κατσούλας Σπύρος (2023), Διλήμματα στο τρίγωνο, οι ΗΠΑ και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: εκδόσεις Διόπτρα
- Μουτσόγλου βασίλης (2000), Η Τουρκία στο μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις από την Lancaster House στην απόφαση του Ελσίνκι – ελληνική μειονότητα – Kυπριακό – Αιγαίο, Αθήνα: εκδόσεις Παπαζήση
- Μαρκέλλα – Στεφανία Φιδανάκη (2017), Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις. Ανάλυση και σύγκρουση δεκαετιών 2950-1960 και 2005-2015, pergamoslib.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η επιστολή Τζόνσον προς Ινονού, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ