Του Διονύση Κονδάκη,
Ο 16ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από τον αγώνα του Λούθηρου και των μαθητών του για τη μεταρρύθμιση της χριστιανικής εκκλησίας, όπως και από τις συνακόλουθες αντιδράσεις της καθολικής εκκλησίας απέναντί του. Η δράση των ευαγγελιστών, ωστόσο, δεν περιορίστηκε μόνο σε θεολογικά ζητήματα, αλλά αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα στη διαμόρφωση των νεωτερικών κοινωνιών, επιφέροντας αλλαγές σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η παραπάνω πληροφορία, βέβαια, δεν εκπλήσσει ιδιαίτερα, αν κοιτάξει κανείς την έκταση και το εύρος της αποδοχής που έλαβαν οι ιδέες του Λούθηρου. Συγκεκριμένα, τα κείμενα των ευαγγελιστών αποτελούσαν τα 3/4 της συνολικής έντυπης παραγωγής και οι τίτλοι του ιδίου του Λούθηρου κατείχαν το 20%, ενώ συνυπολογίζοντας τις επανεκδόσεις ο αριθμός των αντιτύπων ανέρχεται με ευκολία στα 6.600.000. Δεδομένου του πληθυσμού της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εκείνη την περίοδο, οι παραπάνω αριθμοί είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακοί.

Η διάδοση και η αποδοχή του λουθηρανικού κινήματος εξηγείται από τη γενικότερη απογοήτευση του ευρωπαϊκού κοινωνικού σώματος με τις πρακτικές της καθολικής εκκλησίας. Η παπική εξουσία, έχοντας υποστεί μεγάλες οικονομικές απώλειες με την απομάκρυνση των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών από τη στενή σφαίρα επιρροής της, προέβαινε συστηματικά στη φορολογική απομύζηση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ η ταχύτατη εξάπλωση της τυπογραφίας αφαίρεσε από τον καθολικό κλήρο την αποκλειστικότητα στην ανώτερη μόρφωση. Έτσι, η εκμετάλλευση και η αμάθεια αναπτύχθηκαν και κυριάρχησαν στο εσωτερικό του καθολικού κλήρου, ο οποίος, στερούμενος των αξιών που άλλοτε καλλιεργούσε μέσα από την εκπαίδευσή του, άρχισε να παραμελεί τα θρησκευτικά καθήκοντά του και αφοσιώθηκε στην αύξηση της περιουσίας του, επιβαρύνοντας τους πιστούς.
Για την καταπολέμηση αυτών των φαινομένων, οι ευαγγελιστές διέδωσαν το μήνυμα της sola fide (μόνο πίστη), με σκοπό τη θεμελίωση μιας αμεσότερης σχέσης μεταξύ ανθρώπου και Θεού και την αποκοπή από τη μεσολαβητική σχέση που είχε η καθολική εκκλησία σε θέματα πίστης. Στις 95 θέσεις του, που αφισοκολλήθηκαν στην πόρτα του Πανεπιστημίου της Βυρτεμβέργης το 1517, ο Λούθηρος ανέδειξε την αναποτελεσματικότητα των παπικών συγχωρέσεων, ενώ σε μεταγενέστερα κείμενα, μαζί με τους μαθητές του, ανέπτυξε την έννοια του «Θείου Νόμου», παρουσιάζοντας ως πρότυπο τρόπου ζωής τις διδαχές των Ευαγγελίων, αμφισβητώντας την ύπαρξη άλλης ιερής αρχής, ανώτερης του λόγου του Θεού και των πράξεων του Χριστού.
Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο Τόμας Μύντσερ. Πρώην μαθητής του Λούθηρου, πολυμαθής θεολόγος και κήρυκας αφοσιώθηκε στην υπογράμμιση των πρακτικών της καθολικής εκκλησίας που παρέμβαιναν τις Ιερές Γραφές και τον Θείο Νόμο. Παρά τις συνεχείς, επιβεβλημένες από τις καθολικές αρχές και τα αριστοκρατικά συμβούλια, μετακινήσεις του από πόλη σε πόλη, ο Μύντσερ συνέχισε να παλεύει για την εγκαθίδρυση της «χιλιόχρονης βασιλείας του Θεού». Πίσω από αυτόν τον όρο, βέβαια, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στα κείμενα του Λούθηρου, βρισκόταν ένα βαθύ κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα, που ήθελε την επιστροφή στα παλαιά χριστιανικά ιδεώδη και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος χωρίς ταξικές διαφορές, με τελικό σκοπό την κοινοκτημοσύνη και την ισότητα.

Συγκεκριμένα, τα «μυντσερικά» κηρύγματα ήταν προσανατολισμένα για την παροχή λύσεων και ιδεολογικής δικαιολόγησης στα προβλήματα των καταπιεσμένων ομάδων της περιόδου. Οι χωρικοί αποτελούσαν το μεγαλύτερο θύμα της φεουδαλικής οργάνωσης, καθώς επιβαρύνονταν με όλο και πιο αυστηρούς όρους υποτέλειας, εξαναγκαζόμενοι στην υποβολή υπέρογκων φορολογικών προσφορών και αγγαρειών, ενώ συχνά έπεφταν και θύματα απαγωγών, εκβιασμών και δολοφονιών από τα μέλη της κατώτερης αριστοκρατίας. Οι πληβείοι των πόλεων ζούσαν σε πλήρη απομόνωση από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα, δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και επιβαρύνονταν από τις επιδημίες που έπλητταν συστηματικά τα αστικά κέντρα της εποχής. Τέλος, οι μεταλλωρύχοι είδαν μια σταθερή πτώση του επιπέδου ζωής τους, εξαιτίας της αυξανόμενης σημασίας που έλαβε το εμπόριο των ορυκτών πρώτων υλών κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα. Οι συνθήκες εργασίας τους ήταν ανυπόφορες και οι απολαβές τους πενιχρές, ενώ οι άρχοντες ενέτειναν τους όρους υποτέλειάς τους, καθηλώνοντάς τους στην περιοχή εργασίας τους, όπως έγινε και με τους χωρικούς.
Επομένως, το πολιτικό και επαναστατικό κήρυγμα του Μύντσερ, ντυμένο σε χριστιανικό μανδύα, μίλησε άμεσα στο επίπεδο κατανόησης των παραπάνω ομάδων και τις οδήγησε αποφασιστικά στην ανάπτυξη πολιτικής συνείδησης. Η έννοια του «Θείου Νόμου» είχε καταδείξει την «αμαρτωλή φύση» των πράξεων των καταπιεστών τους, καταστρέφοντας το χριστιανικό υπόβαθρο που είχε δοθεί στη φεουδαλική οργάνωση. Με το σώμα αυτών των ομάδων πλέον ενωμένο μέσω της πίστης και του Μύντσερ, η εξέγερση ήταν επικείμενη. Εξάλλου, το 1520 στο “Epitoma responsionis ad Martini Luther” ο ίδιος ο Λούθηρος είχε επικαλεστεί την άρση των όπλων: «Αν η λυσσασμένη τρέλα τους [των καθολικών] πρόκειται να συνεχιστεί, μου φαίνεται ότι δεν θα υπήρχε καλύτερη συμβουλή και γιατρειά για να αναχαιτιστεί από το να συμβάλλουν βασιλιάδες και πρίγκιπες με τη βία, να εξοπλισθούν, να επιτεθούν σε αυτά τα επιζήμια άτομα που δηλητηριάζουν όλο τον κόσμο και να βάλουν ένα τέλος στο παιχνίδι, με τα όπλα, όχι με τα λόγια».
Τα παράπονα των παραπάνω ομάδων συγκεντρώθηκαν στη λίστα των 12 άρθρων και σύντομα, κατά τον Μάρτιο του 1525, έξι επαναστατικοί στρατοί οργανώθηκαν στην Άνω Σουαβία, ακολούθησαν περισσότεροι στη Φραγκωνία, στην Αυστρία, στον Άνω Ρήνο και στη Θουριγγία, με ηγέτη εκεί τον ίδιο τον Μύντερ. Η έκταση της εξέγερσης/επανάστασης ήταν πραγματικά μεγάλη, ενώ τα κύρια αιτήματα του επαναστατικού υποκειμένου αφορούσαν την κατάργηση της υποτέλειας και των συνακόλουθων φόρων (φόροι θανάτου, δεκάτες), την ελευθερία στον γάμο και την απόκτηση δικαιώματος στο ψάρεμα και στο κυνήγι, ενώ το 12ο άρθρο υπογράμμιζε τη συμφωνία των πράξεων και των αιτημάτων τους με τον «Θείο Νόμο» και τα Ευαγγέλια.
Κατά τη διάρκεια του «Πολέμου των Χωρικών», ο Λούθηρος βρισκόταν στον Πύργο του Βάρτμπουργκ, όπου φυγαδεύτηκε με τη βοήθεια του Φρειδερίκου Γ’, εκλέκτορα της Σαξονίας, μετά την εμφάνισή του στη Δίαιτα του Βορμς, στην οποία αρνήθηκε να απολογηθεί για τα γραπτά του στον Ιερώνυμο Αλεάντερ, αρχιεπίσκοπο και εκπρόσωπο της καθολικής εκκλησίας. Παρά την αρχική συμπάθεια που επέδειξε για το επαναστατημένο κίνημα και παρά τις δικές του επικλήσεις στη βία, ο Λούθηρος εναντιώθηκε στις βίαιες πρακτικές των χωρικών με τον πλέον σκληρό τρόπο. Στο κείμενο του Ενάντια στις ληστρικές και δολοφονικές ορδές των χωρικών (Μάιος 1525) κάλεσε τις υπεύθυνες αρχές στην ανελέητη πάταξη των επαναστατών, υπογραμμίζοντας την αμαρτωλή φύση των βιαιοτήτων του επαναστατημένου λαού: «αξίζουν θάνατο σε σώμα και πνεύμα», «μαχαιρώστε, χτυπήστε, σκοτώστε όσους μπορείτε», «είναι η στιγμή του σπαθιού, όχι της ένδειξης καλής θέλησης». Πράγματι, οι στρατιές των αρχόντων και των πριγκίπων, παρά την έκταση της εξέγερσης/επανάστασης και τις αρχικές νίκες των χωρικών, έπνιξαν στο αίμα τον επαναστατημένο λαό.

Η αντίδραση του Λούθηρου ενέχει πολλούς προβληματισμούς, τόσο για τον ίδιο όσο και για τη διδασκαλία του. Τα απελευθερωτικά στοιχεία των κηρυγμάτων του φαίνεται να έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική του αντίληψη, που παρουσιάζεται βαθιά πραγματιστική και συντηρητική. Η εσωτερίκευση της πίστης και η ανεξαρτησία, μπορεί να αμφισβητούσαν τις καθολικές δομές, αλλά δεν έπρεπε να αναταράξουν την κοινωνική οργάνωση και την εξουσία τον αρχόντων, που κατά τον Λούθηρο είχαν ιερή προέλευση. Στο επεισόδιο του «Πολέμου των Χωρικών», ο διάσημος καθηγητής της Βυρτεμβέργης, τάχθηκε απόλυτα πλέον στο πλευρό της αστικής τάξης, εγκαταλείποντας και σφάζοντας τα αρχικά λαϊκά στοιχεία του κινήματος του, που λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν «υπερφαλαγγίσει» την εντυπωσιακή εξάπλωση των διδαχών του. Για τον Λούθηρο, σε οτιδήποτε αφορούσε την ιδεολογική του επανάσταση, η άρση του σπαθιού φαίνεται να ήταν δικαιολογημένη, αρκεί να είχε σηκωθεί από άρχοντα ή βασιλιά και να χρησιμοποιούνταν ενάντια σε κάποιον κατώτερο, που αξιοποιούσε τον «Θείο Νόμο» για την ανατροπή των ανυπόφορων προς τα χαμηλότερα στρώματα δομών εξουσίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Brady Thomas (2010), German Histories in the Age of Reformations, 1400-1650, εκδ.Cambridge University Press
- Friedrich Engels (μτφ. Θανάσης Παπαρήγας) (1870), Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή
- Luther: Against the Robbing and Murdering Hordes of Peasants May 1525, individual.utoronto.ca, διαθέσιμο εδώ
- From liberation to repression: Martin Luther and the peasants’ Revolt, fabriziomusacchio.com, διαθέσιμο εδώ