30.8 C
Athens
Τρίτη, 12 Αυγούστου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΈρωτας και πολιτική στο Βυζάντιο: Ο όρκος και η αρχή του τέλους...

Έρωτας και πολιτική στο Βυζάντιο: Ο όρκος και η αρχή του τέλους (Μέρος Ζ’)


Του Παναγιώτη Πάλλη,

Στην έβδομη, και τελευταία, ιστορία της σειράς σχετικά με τον έρωτα στην Ρωμανία, θα μελετηθεί μια ιστορία ευθύνης και καταπάτησης. Μια ιστορία η οποία επέφερε, μες στις άκρες, την αρχή του τέλους για την Αυτοκρατορία της Ρωμιοσύνης· την ιστορία της Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας και του Ρωμανού Διογένη, του γνωστού, σε πολλούς από εμάς, αυτοκράτορα για την ήττα στο Μαντζικέρτ. Πώς φτάσαμε όμως εκεί;

Μέρος της ευθύνης για αυτήν την τρομερή ήττα των Ρωμαίων έναντι των Σελτζούκων Τούρκων έχει ο ανταγωνισμός μεταξύ των γραφειοκρατών και των στρατιωτικών για το ποιος θα αναλάβει την εξουσία του κράτους. Η παράταξη των «πολιτικών» καθόταν στον θρόνο μέχρι και 32 χρόνια αργότερα από τον θάνατο του Βασιλείου Β’ (1025), δηλαδή μέχρι και τον θάνατο του Ισαακίου Α’ Κομνηνού (1059). Μετά τον θάνατο του τελευταίου ανέρχεται στην εξουσία ο Κωνσταντίνος Δούκας, από την παράταξη των «πολιτικών», ο οποίος είχε στόχο να εδραιώσει την δική του δυναστεία στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, ενώ απέκλεισε και τους «στρατιωτικούς» πλήρως από την εξουσία. Ωστόσο, το 1067, η (τότε) χήρα του Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα αποφάσισε να νυμφευθεί τον Ρωμανό Διογένη, υποσκάπτοντας το δημιούργημα του άνδρα της.

Δίπτυχο σε ελεφαντόδοτη πλάκα με τον Ρωμανό Δ’ Διογένη και τη σύζυγό του Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας. Πηγή εικόνας: Wikipedia.org

Ο Κωνσταντίνος, βεστάρχης όταν ήταν ακόμη, παντρεύτηκε την ανεψιά του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου, Ευδοκία, μια γυναίκα «ευγενής […] και τό τε φρόνημα γενναία· και το είδος περικαλλής» με πολλά χρόνια διαφορά από τον Κωνσταντίνο, με τον οποία απέκτησαν οχτώ παιδιά, εκ των οποίων τα δύο Πορφυρογέννητα (Κωνστάντιος και Ζωή). Οι σχέσεις των δύο συζύγων ήταν αρμονικές, γεγονός που το επιβεβαιώνουν οι ιστορικοί Ατταλειάτης και Σκυλίτζης, με τον Κωνσταντίνο να εμπιστεύεται πλήρως την σύζυγό του απέναντι στον πόθο του για δυναστεία, εφόσον φυσικά η τελευταία δεν είχε δώσει κάποιο δικαίωμα για να αποτρέψει προς το αντίθετο τον σύζυγό της. Ο Κωνσταντίνος είχε προχωρήσει επίσης σε κάποιες κινήσεις οι οποίες, όπως πίστευε ο ίδιος, θα του εξασφάλιζαν την διατήρηση της οικογένειάς του στον θρόνο: έστεψε τον πορφυρογέννητο Κωνστάντιο συμβασιλέα λίγο μετά την γέννησή του, λίγο καιρό έπειτα έστεψε συμβασιλέα τον πρωτότοκό του Μιχαήλ, ενώ το 1066, σε μια περίοδο ασθένειάς του, εμπιστεύθηκε στον αδερφό του, και Καίσαρα, Ιωάννη, τα παιδιά του.

Μετά την καλυτέρευση του Αυτοκράτορος, μέχρι και την τελική επιδείνωση της αρρώστιας του, η οποία οδήγησε τελικώς στον θάνατό του, ο Κωνσταντίνος επέλεξε να τροποποιήσει τις άνωθεν επιλογές του, επηρεασμένος από τα συναισθήματά του για την Αυγούστα: «επί τη γυναικί Ευδοκία πάντα πεποίηται […] ταύτη γοὺν τούς παίδας υποθέμενος, κρίνοντας την σύζυγό του σωφρονεστάτη τέ των καθ’ εαυτήν […] και παιδοτροφήσαι ακριβεστάτη». Ο Κωνσταντίνος όρισε να μην τον διαδεχθούν οι άρρενες απόγονοί του, αλλά η σύζυγός του, η οποία θα αναλάμβανε την εξουσία ως Αυτοκράτωρ· μια κίνηση την οποία δεν έχουμε ξανασυναντήσει στο Βυζαντινό κράτος. Βέβαια, μερίμνησε για την εν δυνάμει δυναστεία του ο Κωνσταντίνος και έτσι δέσμευσε την Αυγούστα, τον Πατριάρχη, την ιερά σύνοδο και την σύγκλητο με γραπτούς όρκους ούτως ώστε να μην διανοηθεί κανείς να καταπατήσει τα νόμιμα δικαιώματα των Δουκών στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.

Η Ευδοκία, τρέμοντας στην ιδέα του θανάτου του αγαπημένου της, ορκίστηκε ενώπιον παντός ιερού και οσίου πως σε περίπτωση θανάτου του Αυτοκράτορος: «ού παραδέξομαι ομιλία δευτέρου ανδρός, ουδέ ψιθυρισμόν, ουδέ συλλαλίαν, ουδέ αγνωμονήσω προς τα του εμού αυθέντου και ανδρός και βασιλέως αγαθά και υπερφυή καλά, ουδέ χρανώ την οσίαν σου κοίτην». Αφού λοιπόν ο Κωνσταντίνος ανάγκασε την γυναίκα του να ορκιστεί, είχε στο νου του ότι προνόησε καταλλήλως πως σε κανέναν άλλον άνδρα δεν θα επετρέπετο να παρέμβει και να διακόψει την δημιουργία και την άνοδο της δυναστείας των Δουκών. Τα κίνητρα του Κωνσταντίνου ήταν καθαρά πολιτικά και προσωπικά. Το ημερολόγιο έδειχνε 23 Μαΐου 1067, όταν ο Κωνσταντίνος έφυγε από την ζωή και η γυναίκα του ανέλαβε την εξουσία, όπως άλλωστε είχε συμφωνηθεί, με συμβασιλείς τον Μιχαήλ Ζ’ και τον Κωνστάντιο, οι οποίοι περιορίστηκαν στις προβλεπόμενες από το πρωτόκολλο εμφανίσεις, κατά τις οποίες στέκονταν εκατέρωθεν της μητέρας τους.

Ο Κωνσταντίνος Ι΄ και η Ευδοκία στη λειψανοθήκη του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Πηγή εικόνας: Wikipedia.org

Στο ανατολικό μέτωπο της Αυτοκρατορίας έχουμε, όμως, τους επιδρομείς Σελτζούκους Τούρκους, τους οποίους δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, ενώ στην Κωνσταντινούπολη φώναζε η «στρατιωτική» παράταξη για την ανάληψη της εξουσίας, από έναν Βασιλέα ο οποίος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις επιδρομές των εχθρών. Οι ιστορικοί Ατταλειάτης, Σκυλίτζης και Ζωναράς μιλούν για την αδυναμία των γυναικών, οι οποίες ασκούσαν εξουσία, να ηγηθούν τον στρατό του κράτους. Η αντιπαλότητα των δύο παρατάξεων αφορούσε τον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής· οι μεν πολιτικοί θεωρούσαν πως ο μόνος τρόπος επίλυσης κάθε στρατιωτικής κρίσης είναι η διπλωματία, οι δε στρατιωτικοί υποστήριζαν ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή σε περιόδους κρίσης για τα σύνορα και τον στρατό, πρέπει το κράτος να απαντήσει πολεμικά.

Στην Πόλη, όμως, κατέστη επιτακτική ανάγκη η εύρεση ενός άρρενος αυτοκράτορος ο οποίος θα μπορέσει να δώσει ένα τέλος στον επεκτατισμό των Σελτζούκων. Έτσι εμφανίσθηκε ο Ρωμανός Διογένης στο προσκήνιο, για τον οποίο η Ευδοκία είχε εκφράσει σχετική ευαρέσκεια και προτίμηση. Ο Ρωμανός ήταν μέρος της στρατιωτικής παράταξης, υπηρετούσε στη Σαρδική, είχε τιμηθεί από τον Κωνσταντίνο Ι’ με τον τίτλο του Βεστάρχη, ενώ είχε κατηγορηθεί και για συνωμοσία εναντίον του θρόνου. Το όμορφο παρουσιαστικό αλλά και η νεαρή ηλικία του Ρωμανού έκανε την Ευδοκία να του χαρίσει την εύνοιά της. Η επιλογή του Ρωμανού ως Αυτοκράτορα ήταν ξεκάθαρα αυτό που χρειαζόταν η αυτοκρατορία, εκείνη την στιγμή κατά την οποία τα ανατολικά της σύνορα απειλούνταν από επιδρομές. 31η Δεκέμβρη εν έτει 1067, ο Ρωμανός νυμφεύεται την Ευδοκία και νωρίς το πρωί της Πρωτοχρονιάς τελέστηκε η αναγόρευσή του. Η πολιτειακή αλλαγή έγινε με τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε οι συμβασιλείς Μιχαήλ Ζ’ και Κωνστάντιος, όπως και ο Ανδρόνικος, ο δευτερότοκος υιός του Κων/νου Ι’ Δούκα, να μην αντιληφθούν τι συμβαίνει και να μην ενημερωθούν για τον γάμο. Μόνον ο Ψελλός προέτρεψε την Ευδοκία να ενημερώσει σχετικώς τον Μιχαήλ, μιας και ήταν ο πρωτότοκος.

Ενώ η βασιλεία του Ρωμανού ξεκίνησε όπως ακριβώς ήταν το σχέδιο, δηλαδή αντιμετωπίζοντας εξωτερικά προβλήματα, αναδιοργανώνοντας τον στρατό, ασχολούμενος με τις διοικητικές θέσεις, ενώ σύντομα ξεκίνησε και την εκστρατεία του στην ανατολική άκρη του κράτους, σιγά σιγά, όσον αφορά την συμβίωση των δύο νεόνυμφων, η κατάσταση δεν πήγαινε τόσο καλά. Η μεν Ευδοκία περίμενε από τον Ρωμανό να την υπακούει μιας και τον ανέδειξε σε Αυτοκράτορα, ενώ ο δε Ρωμανός «την υπακοήν εδυσχαίρεναι και ήθελες αυτός το κράτος καθαρώς αναδήσασθαι». Η συμπεριφορά του γινόταν όλο και περισσότερο ανυπόφορη για την Αυγούστα.

Η εκστρατεία κατέληξε σε ήττα μετά από προδοσία του Ανδρονίκου Δούκα, γιου του καίσαρα Ιωάννη, και στην αιχμαλωσία του Ρωμανού από τους Σελτζούκους. Ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας αυτών των γεγονότων ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός. Μετά την συντριπτική ήττα συνεκλήθη συμβούλιο, κατά το οποίο κάποιοι πρότειναν ο Ρωμανός να αφεθεί στην μοίρα του και την αυτοκρατορία να την αναλάβουν οι Αυγούστα και τα παιδιά της, άλλοι τάχθηκαν υπέρ μιας μονοκρατορίας του Μιχαήλ Ζ’, ενώ άλλοι, τέλος, υπέρ μόνο της Ευδοκίας. Μετά από οκτώ μέρες αιχμαλωσίας ο Ρωμανός Διογένης αφέθηκε ελεύθερος και έπειτα από μια συμφωνία με τον Αλπ Ασλάν επέστρεψε, συνοδευόμενος από σωματοφυλακή, στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ψελλός πρότεινε να μην δεχθούν τον Ρωμανό στα ανάκτορα και να τον καθαιρέσουν. Στο μεταξύ οι Δούκες αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον Μιχαήλ καθιστώντας τον μόναρχον, καθαίρεσαν την Ευδοκία, η οποία εξορίστηκε στη μονή του Πιπερουδίου.

Ο Αλπ Αρσλάν ταπεινώνει των αυτοκράτορα Ρωμανό μετά τη Μάχη του Ματζικέρτ. Εικόνα από το έργο του Βοκάκιου De Casibus Virorum Illustrium. Πηγή εικόνας: Wikipedia.org

Σε μια ιστορία κατά την οποία η Αυγούστα βάλθηκε να αντιμετωπίσει τα συναισθήματά της, καταπατώντας έναν όρκο και προκρίνοντας έναν άλλον άνδρα για την θέση του Αυτοκράτορα, μαζί με λοιπές πολιτικές ζυμώσεις και προδοσίες, το προπύργιο των Ρωμαίων στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας τους έπεσε από τους Σελτζούκους Τούρκους, ξεκινώντας μια περίοδο αρχής του τέλους για το κράτος. Η σειρά «Έρωτας και πολιτική στο Βυζάντιο» μας εντάσσει στην πολιτική ζωή του Ρωμαϊκού κράτους με έναν τρόπο με τον οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε πως, ακόμα και τότε, τόσα χρόνια πίσω, ακόμα και οι μεγαλύτεροι αυτοκράτορες είχαν συναισθήματα και μπορούσαν εύκολα να υποκύψουν σε αυτά, ότι τα συναισθήματα δεν ακυρώνονται όταν ένας άνθρωπος κάτσει σε έναν θρόνο, αλλά μπορούν να παίξουν και καθοριστικότατο ρόλο για το κράτος το οποίο διοικεί. Μπορεί όλα όσα διαβάσαμε σε αυτήν την σειρά να ήταν διαφορετικά άμα οι συνθήκες δεν είχαν έρθει έτσι, μπορεί ο έρωτας να μην έπαιζε καθοριστικό ρόλο υπό άλλες περιπτώσεις, αλλά όπως και να είχαν τα πράγματα, όπως με μεγάλη επιτυχία ακούστηκε στο μιούζικαλ “Aspects of Love” Love changes everything.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Νικολάου Κατερίνα (2021), Έρωτας και πολιτική στο Βυζάντιο, επτά ιστορίες, εκδ. Κανάκη
  • Βρυώνης Σπύρος (2018), Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία και διαδικασία εξισλαμισμού 11ος – 15ος αιώνας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ
  • Herring Judith (2020), Τι είναι το Βυζάντιο, (μτφρ. Σαμαρά Χριστιάννα, επιμ. Νικολάου Κατερίνα), εκδ. Gutenberg
  • Treadgold Warren (2024), Βυζάντιο, μια συνοπτική ιστορία, (μτφρ. Γεωργίου Πέτρος, επιμ. Παπακυρίτσης Σταύρος), εκδ. Πεδίο

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Πάλλης
Παναγιώτης Πάλλης
Γεννήθηκε το 2004, μεγάλωσε στην Νίκαια του Πειραιά, σπουδάζει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έχει ιδιαίτερη αγάπη προς την μεσαιωνική και Βυζαντινή Ιστορία.