Της Ελένης Κοκαβέση,
Η προστασία των δικαιωμάτων αποτελεί βασικό παράγοντα στην έννομη τάξη. Δεν αρκεί μόνο να μπορεί να ασκήσει κάποιος ένα δικαίωμα και να επωμίζεται τις συνέπειες και υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτό, αλλά πρέπει να υπάρχει και κάποιου είδους προστασία σε περίπτωση παραβίασης αλλά και επερχόμενης απειλής της λειτουργίας του δικαιώματος. Πρέπει ο καθένας από εμάς να γνωρίζει πώς μπορεί να προστατεύσει τα δικαιώματά του σε περίπτωση που υπάρξει κάποιου είδους παραβίαση.
Ο πιο βασικός τρόπος προστασίας πραγματώνεται με την άσκηση αγωγής. Με την άσκηση της αγωγής, ο ενάγων απαιτεί την αναγνώριση της προσβολής του δικαιώματος του και ζητάει την καταδίκη του εναγομένου. Έτσι ο εκάστοτε πολίτης που αξιώνει κάποια εξουσία από ένα δικαίωμα και αυτή παραβιάζεται λόγω κάποιας ενέργειας άλλου προσώπου, μπορεί να επιδιώξει μέσω της δικαστικής οδού την προστασία του δικαιώματος του και την καταδίκη του άλλου προσώπου. Από αυτό συνάγουμε ότι δίνεται προτεραιότητα στην κρατική προστασία των δικαιωμάτων και στη δικαστική επίλυση των διαφορών που αποτελεί το θεμέλιο της έννομης τάξης.
Πρέπει οι διαφορές των πολιτών να επιλύονται από τη δικαστική εξουσία που είναι και η αρμόδια αρχή που διαθέτει την ικανότητα και τις απαραίτητες γνώσεις για την επίλυση των έννομων διαφορών. Τα εργαλεία που διαθέτει ο πολίτης για να προστατεύσει τις εξουσίες που πηγάζουν από τα δικαιώματα του είναι διάσπαρτα στο αστικό δίκαιο και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο θιγόμενος μπορεί να ασκήσει αγωγή, να αξιώσει αποκατάσταση της ζημίας και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη. Μπορεί να εφαρμόσει τους κανόνες της αναγκαστικής εκτέλεσης όπως ορίζονται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και να απαιτήσει την ικανοποίηση του δικαιώματος του από τον οφειλέτη που δε συμμορφώνεται. Σε ορισμένες επείγουσες περιπτώσεις και με στόχο την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, ο δικαιούχος μπορεί να προσφύγει στην ταχύτερη λύση των ασφαλιστικών μέτρων.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να προστατευθεί κάποιος από τυχόν παραβίαση του δικαιώματος. Άλλωστε η έννομη τάξη δίνει προτεραιότητα στην επιλογή κρατικής προστασίας ενός δικαιώματος. Υπάρχουν περιπτώσεις όμως όπου η κρατική προστασία δεν είναι διαθέσιμη ή η αναμονή της οδηγεί σε βλαπτικές συνέπειες για το άτομο. Σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, ο λήπτης του δικαιώματος έχει το δικαίωμα να προβεί στην αυτοδύναμη προστασία χωρίς να περιμένει κρατική προστασία. Οι περιπτώσεις αυτές, που αποτελούν εξαίρεση από τον κανόνα, ρυθμίζονται αθροιστικά στον αστικό κώδικα και αποτελούν η περίπτωση της αυτοδικίας, της άμυνας και της κατάστασης ανάγκης.
Η αυτοδικία (282 ΑΚ) είναι η περίπτωση της ικανοποίησης αξίωσης από το δικαιούχο, αυτοδύναμα και χωρίς την παρέμβαση της αρχής. Οι προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της αυτοδικίας είναι να υφίσταται αξίωση ιδιωτικού δικαίου, να μην μπορεί να παρασχεθεί έγκαιρα βοήθεια της αρχής και από την αναβολή της να δημιουργείται κίνδυνος ματαίωσης ή δυσχερούς πραγμάτωσης του δικαιώματος. Συνέπειες της αυτοδικίας αποτελούν η αυτοδύναμη προστασία του δικαιώματος που αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι επιτρεπτή. Αυτοδικία πραγματώνεται με την αφαίρεση κινητού πράγματος, την καταστροφή πράγματος, τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του οφειλέτη κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση τα μέτρα που θα χρησιμοποιηθούν πρέπει να είναι ανάλογα και πρόσφορα για την αποφυγή της ζημίας, δηλαδή να χρησιμοποιούνται τα αναγκαία μέτρα για την προστασία του δικαιώματος. Σε περίπτωση υπέρβασης των αναγκαίων μέτρα οι πράξεις που ενεργεί ο λήπτης του δικαιώματος εξακολουθούν να είναι παράνομες και δεν καλύπτονται από τις διατάξεις της αυτοδικίας.
Η άμυνα (284 ΑΚ) αποτελεί η υπεράσπιση δικαιώματος που επιβάλλεται σε κάποιον για να αποτρέψει παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του ίδιου ή τρίτου. Προϋποθέσεις άσκησης της άμυνας αποτελούν η ύπαρξη επίθεσης που τείνει να προσβάλλει το πρόσωπο ή οποιοδήποτε έννομο αγαθό του αμυνόμενου ή τρίτου, η επίθεση αυτή να είναι προϊόν άδικης πράξης, αντίθετης προς οποιοδήποτε κανόνα δικαίου, να είναι παρούσα, η πράξη του αμυνόμενου να είναι πράξη υπεράσπισης έναντι της επίθεσης που δέχεται και τέλος η υπεράσπιση αυτή να είναι η επιβαλλόμενη, δηλαδή η απαραίτητη για την προστασία του εννόμου αγαθού. Αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις η αμυντική πράξη είναι νόμιμη και καταλαμβάνεται από τις διατάξεις της άμυνας.
Τελειώνοντας, μία ακόμη περίπτωση αυτοδύναμης προστασίας αποτελεί η περίπτωση κατάστασης ανάγκης (285 ΑΚ). Στην περίπτωση της κατάστασης ανάγκης είναι επιτρεπτή η καταστροφή ξένου πράγματος εφόσον είναι απαραίτητη για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου που αποτελεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία αυτού που επιχειρεί την καταστροφή ή τρίτου. Η κατάσταση ανάγκης εφαρμόζεται όταν υπάρχει επικείμενος κίνδυνος, που σκοπεύει να βλάψει προστατευόμενο αντικείμενο η αξία του οποίου είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από αυτή του καταστρεφόμενου. Τέλος πρέπει ο κίνδυνος αυτός να μπορεί να αποτραπεί μόνο με την καταστροφή ξένου πράγματος. Επομένως εάν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις η καταστροφή του πράγματος δεν είναι παράνομη.
Συμπερασματικά συνάγεται πως η προστασία των δικαιωμάτων αποτελεί προτεραιότητα των κρατικών αρχών οι οποίες είναι και αρμόδιες για την εφαρμογή μέτρων για την προστασία των δικαιωμάτων από τυχόν καταστροφές. Υπάρχουν, όμως, και οι συνθήκες κατά τις οποίες είτε δεν είναι σύντομα διαθέσιμη η συνδρομή της κρατικής προστασίας, είτε με την αναμονή της επίκειται να υποστεί ζημία το προσβαλλόμενο αγαθό, όπου ο λήπτης του δικαιώματος δύναται να προβεί στην αυτοδύναμη προστασία του αγαθού χωρίς τη βοήθεια κρατικής παρέμβασης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 5η έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας