Του Διονύση Κονδάκη,
Στα δύο προηγούμενα άρθρα, εξετάσθηκε ο σκoπός στον οποίο προσέκρουσε η οθωμανική κυβερνητική μηχανή όταν ήλθε σε επαφή με τις νεωτεριστικές οικονομικές και πολεμικές δομές του ευρωπαϊκού κόσμου. Η παρακμή της αυτοκρατορίας παρουσιάστηκε ως ολοκληρωτική, μακροχρόνια και σύνθετη. Πέραν, όμως, των ευεργετικών δράσεων του Φαζίλ Αχμέτ Κιουπρουλού Πασά (1637-1676) και πριν την αποφασιστική ανάκαμψη των Οθωμανών, χάρη στα μεταρρυθμιστικά προγράμματα του Σελίμ ΙΙΙ (1761-1808) και του Μαχμούτ ΙΙ (1785-1839), είναι απαραίτητο να εξετασθεί και η σύντομη εμφάνιση μιας δραστικής πολιτισμικής ανάπτυξης, όπως σημειώθηκε κατά την Εποχή των Τουλιπών (1718-1730), εν μέσω του κυκλώνα της παρακμής.

Το 1714, η επίθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο πυροδότησε τον Ζ’ Τουρκοβενετικό Πόλεμο. Γρήγορα, η κυριαρχία της Serenissima Republica στην περιοχή καταλύθηκε, ενώ την ίδια κατάληξη είχαν και οι βενετικές κτήσεις στην Τήνο και στην Κρήτη. Αν και η παρέμβαση της Αυστρίας, στο πλευρό των Βενετών, οδήγησε σε αλλαγές στην ισορροπία των αντιμαχόμενων δυνάμεων, η Συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718 παραχώρησε οριστικά το Εγιαλέτι του Μορέως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και είχε ως επακόλουθο να επικρατήσει η ειρήνη και η σταθερότητα στις «κεντρικές» επαρχίες.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό και με την αυξημένη εισαγωγή ευρωπαϊκών προϊόντων στην οθωμανική αγορά, ως απόρροια της έντονης δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης, συντέλεσαν στη δημιουργία πυκνότερων δικτύων επαφής μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του ευρωπαϊκού κόσμου. Σύντομα, επί του Σουλτάνου Αχμέτ ΙΙΙ (1703-1730), η εντεινόμενη αλληλεπίδραση με τους δυτικούς πολιτισμούς ανέδειξε στις οθωμανικές ελίτ το πρότυπο της Γαλλίας του Λουδοβίκου ΙΔ’ και του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Το πνεύμα του Διαφωτισμού, η αγάπη των τεχνών και της αρχιτεκτονικής, όπως και της πολυτέλειας, της καλοπέρασης και της επίδειξης του πλούτου, εισχώρησαν στον κόσμο των Οθωμανών. Κατά την Εποχή των Τουλιπών (1718-1730) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδή, σε αντίθεση με την εκδυτικοποίηση της Ρωσίας του Μεγάλου Πέτρου, η ένταξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν επεκτάθηκε στις κυβερνητικές δομές, αλλά έμεινε περιορισμένη στο επίπεδο της καθημερινότητας και της κουλτούρας. Σταδιακά, στα ανώτερα στρώματα της οθωμανικής κοινωνίας, επικράτησε η συνήθεια της κατασκευής πολυτελών εξοχικών και της αγοράς ακριβών ευρωπαϊκών ενδυμάτων και εδεσμάτων, ενώ εκδηλώθηκαν τάσεις εκκοσμίκευσης και ανάπτυξης της παιδείας, σημειώνοντας μια δειλή απομάκρυνση από τη θεοκρατική Σαρία. Ανάλογα, στα κατώτερα στρώματα, αυξήθηκε κατακόρυφα ο αριθμός των καφενέδων και των ταβερνών.
Χαρακτηριστικό της εποχής ήταν η μαζική εισαγωγή τουλιπών και άλλων πανάκριβων και εξωτικών φυτών και ζώων, όπως παπαγάλων, αηδονιών και χελωνών για τη ψυχαγωγία των Πασάδων και των Βεζύρηδων. Ακόμη, τις νύχτες, οι άρχοντες επιδίδονταν σε πανάκριβα συμπόσια υπό το φως των κεριών, που συνήθως έφεραν στις πλάτες τους οι χελώνες, με συνοδεία ποιητών, μουσικών και χορευτών, πυροτεχνήματα και ναυτικές επιδείξεις. Ακόμη, υιοθετήθηκε η δυτική ενδυμασία, με τους πλούσιους Οθωμανούς να ντύνονται με ευρωπαϊκά κοστούμια και παντελόνια και τις γυναίκες τους με σύγχρονα φορέματα, όπως και η κατανάλωση αλκοόλ (κρασιών).
Οι αριστοκρατικές ευρωπαϊκές συνήθειες της καλοπέρασης και της επίδειξης του πλούτου είχαν πλέον εγκατασταθεί αποφασιστικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένα από τα σημαντικότερα σύμβολα και αρχιτεκτονήματα της εποχής αποτέλεσε το παλάτι του Saʼdabad (Ευτυχία), που κατασκευάστηκε στη νότια όχθη του Κεράτιου Κόλπου το 1722 από τον Μεγάλο Βεζύρη Nevşehirli Damat Ibrahim Pasa. Πρότυπο του πολυτελούς κτιρίου, το οποίο προοριζόταν για τον Σουλτάνο Αχμέτ ΙΙΙ, στάθηκε το ανάκτορο του Fontainebleau στο Παρίσι. Ακολουθώντας τα βήματα του κατόχου του ξίφους του Οσμάν, η άρχουσα τάξη της Κωνσταντινούπολης άρχισε να οικοδομεί παρόμοια οικοδομήματα στις όχθες του Βόσπορου και της Θάλασσας του Μάρμαρα, τα οποία στολίζονταν με κήπους, κρήνες, λουτρά και αγάλματα, ακολουθώντας το ευρωπαϊκό μοντέλο αρχιτεκτονικής. Τα σπίτια πλέον δε διέθεταν ντιβάνια, αλλά καναπέδες, ενώ διακοσμούνταν με τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και πίνακες.

Βέβαια, δίπλα στην πολυτέλεια της καθημερινότητας, αναπτύχθηκε και ο οθωμανικός πολιτισμός. Η ποίηση, συνήθως με θέμα τον έρωτα και το κρασί, γνώρισε αυξημένο ενδιαφέρον, όπως και η γεωγραφία, η αστρονομία η ιστορία και η φιλοσοφία. Τα έργα του Kâtip Çelebi, ενός εκ των λαμπρότερων Οθωμανών ιστορικών, όπως το αραβικό λεξικό του (Kashf az-zunun), η παγκόσμια ιστορία του με αφετηρία τον 10ο αιώνα μ.Χ. (Fadlakat aqwal al-ahyar), όπως και το χρονικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Fezleke-i tevarih) άρχισαν να μελετώνται επιμελώς, ενώ έτυχαν μιας πρωτοφανούς διάδοσης, χάρη στην εμφάνιση του πρώτου οθωμανικού τυπογραφείου στην Κωνσταντινούπολη, ιδρυμένο το 1720 από τον από τον Ibrahim Müteferrika (1674 – 1745). Τα πρώτα τυπωμένα έργα ήταν στρατιωτικοί χάρτες με στόχο τη διευκόλυνση του οθωμανικού ναυτικού στόλου. Ακολούθησαν το 1729 εκδόσεις των θετικών επιστημών, εισάγοντας την αστρονομία και τη χρήση της πυξίδας, όπως και έργα ιστορίας και γεωγραφίας που πραγματεύονταν την κατάκτηση της Βοσνίας από τους Οθωμανούς και τη χρυσή ορδή του Ταμερλάνου, διατηρώντας πάντοτε ένα συντηρητικό ύφος για να μην προκληθούν οι Ulema. Προστάτης και μεγαλύτερος υποστηρικτής του Müteferrika στάθηκε ο Ibrahim Nevseherir, ενώ ο μεγάλος τυπογράφος έδωσε μέχρι τον θάνατο του το 1745 17 τυπωμένα έργα σε 23 τόμους.
Η «Εποχή των Τουλιπών» τελείωσε απότομα το 1730 με μια βίαιη εξέγερση των γενίτσαρων υπό τον Patrona Halil. Η δυσαρεστημένη ομάδα των συνωμοτών εισέβαλλε στο Sa’dabad, εκθρόνισε τον Αχμέτ Γ΄ και έκαψε το παλάτι. Μαζί με το τέλος του 23ου Σουλτάνου ήλθε και το τέλος της «Εποχής των Τουλιπών», αποτελώντας μια ανολοκλήρωτη προσπάθεια για την οθωμανική αναγέννηση, εν μέσω των πιο δυσμενών χρόνων της αυτοκρατορίας. «Κύκνιον άσμα» της εποχής αποτέλεσε ένα πολιτικό-φιλοσοφικό δοκίμιο, με πρότυπο την ευρωπαϊκή μορφή γραφής «Καθρέφτης των Πριγκιπών», σύμφωνα με την οποία προσέφερε συμβουλές στους άρχοντες της Οθωμανικής Δυναστείας. Το έργο, που εκδόθηκε το 1731, υποστήριζε την εισαγωγή δυτικών πολεμικών τακτικών και τεχνολογιών, με σκοπό την αναχαίτιση της παρακμής. Η αποφασιστική αντιμετώπιση, ωστόσο, των οικονομικών και κυβερνητικών εμποδίων της αυτοκρατορίας, σημειώθηκε πολύ αργότερα, αρχικά από τον Σελίμ ΙΙΙ και αποφασιστικά από τον Μαχμούτ Β΄ και τον Αμπντούλ Μετζιτ Α΄ (1839-1861), μέσα από τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα του Nizam-i Cedid (Νέα Τάξη) και του Tanzimat (Ευτυχείς Μεταρρυθμίσεις), τα οποία παρουσιάσθηκαν σε προγενέστερο άρθρο του φίλου και συναδέλφου μου Παναγιώτη Πάλλη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Lewis Bernard (2001-2002), Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
- Shaw Stanford J. και Ezel Kural (1976-1977), History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, Cambridge University Press, Cambridge και Νέα Υόρκη
- Sugar Peter (1994), Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, 1354 – 1804, (μτφρ. Παυλίνα Μπαλουξή), εκδ. Σμίλη, Αθήνα
-
Historians of the Ottoman Empire, ottomanhistorians.uchicago.edu, διαθέσιμο εδώ