Του Παναγιώτη Πάλλη,
Στην έκτη, και προτελευταία, ιστορία της σειράς του «έρωτα και της πολιτικής» στη Ρωμανία, επίκεντρο αποτελεί η Αυτοκράτειρα Ζωή Πορφυρογέννητη, η οποία, σε ένα «κοσμογονικό» κλίμα αλλαγών και ωρίμανσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (τον 11ο αιώνα), κατάφερε, με ερωτικό θα έλεγε κανείς τρόπο, να φέρει τα πάνω κάτω στην Αυτοκρατορία. Η Ζωή, κυβερνώντας, καθόρισε το ύφος και το ήθος της εξουσίας από το 1028 μ.Χ. μέχρι και τον θάνατό της 22 χρόνια αργότερα. Έδωσε το στέμμα σε τέσσερις αυτοκράτορες, στους τρεις μέσω γάμου και στον έναν μέσω υιοθεσίας.

Ο ένας εκ των τριών, με τον Μιχαήλ Δ’, ήταν καθαρού έρωτος «ώσπερ τίνι σύμμετρω τώ εκείνου κάλλει τους οφθαλμούς αναφθείσα, εαλώκει ευθώς και εξ αρήτου μίξεως τον εκείνον ενεκυμόνησεν έρωτα». Όταν η Ζωή ενέδιδε στο πάθος της για τον Μιχαήλ, δεν είχε αντιληφθεί ότι υπέκυπτε στις απαιτήσεις και τους σχεδιασμούς του ευνούχου αδερφού του, Ιωάννη Ορφανοτρόφου. Με την αφήγηση του Μιχαήλ Ψελλού μπορούμε να μιλήσουμε για τα «εγκαίνια» της «Ερωτικής νουβέλας» στην ιστοριογραφία, με πρωτοτυπία το γεγονός ότι η Ζωή λειτουργούσε ως «θήραμα», και κυνηγούσε τους άνδρες που ερωτευόταν, αντιστρέφοντας τους «ρόλους»: από εκεί δηλαδή που οι άνδρες είχαν την «πρωτοκαθεδρία» στις πρωτοβουλίες των ερωτικών σχέσεων, στην προκειμένη περίπτωση τις πρωτοβουλίες λαμβάνει η Ζωή.
Η σχέση αίματος με την Μακεδονική δυναστεία αλλά και το Αυτοκρατορικό της αξίωμα, την έθεσαν στο απυρόβλητο για ηθικά παραπτώματα. Συνεπώς, τους ιστοριογράφους της Ζωής (Ψελλός–Σκυλίτζης) πιο πολύ τους απασχολούσε η άσημη καταγωγή του Μιχαήλ Δ’ παρά η συμπεριφορά της Ζωής, με την οποία, είναι σημαντικό να σημειωθεί, πως διασκέδαζαν τους αναγνώστες τους. Ο Ψελλός έγραφε για την άσημη γενιά του Μιχαήλ η οποία ωστόσο δεν τον καθιστούσε κατώτερο, ανταποκρίθηκε πλήρως στις περιστάσεις χωρίς να χάσει τα λογικά του. Για τυπικούς λόγους δεν έκανε αναφορά στην οικογένειά του, ενώ ο Σκυλίτζης παρουσιάζοντας τα αδέρφια του Μιχαήλ, έδειξε ξεκάθαρη απαρέσκεια, επιβεβαιώνοντας την αρνητική άποψη των Βυζαντινών συγγραφέων για τους Παφλαγόνες ευνούχους. Τρία από τα πέντε αδέρφια είχαν δεχθεί ευνουχισμό, ο Ιωάννης, Ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος.
Ο Σκυλίτζης, στα πρώτα χρόνια της κοινής βασιλείας μεταξύ Ζωής και Μιχαήλ, σημειώνει: «Η Ζωή δε τον Μιχαήλ επί του βασιλείου ενιδρύσασα θρόνο ωήθη μεν αντί ανδρός και βασιλέως δούλον και διάκονον έξειν» υπονοώντας ξεκάθαρα την άσημη γενιά του Μιχαήλ, τον οποίο η Ζωή προτίμησε ανάμεσα σε τόσους άνδρες «ικανότερους». Ο Μιχαήλ, ανεβαίνοντας στον θρόνο, ανέστειλε την ανάληψη της εξουσίας από την ανερχόμενη νέα αριστοκρατία η οποία κυβέρνησε λίγα χρόνια αργότερα με την άνοδο του Αλέξιου Κομνηνού και την Κομνήνεια δυναστεία. Η μεσαία αυτή, ανερχόμενη τάξη, ευπορούσε στην Κωνσταντινούπολη μέσω του εμπορίου και των συναλλαγών και όχι μέσω της καλλιέργειας της γης.
Πως φτάσαμε όμως στον έρωτα Ζωής και Μιχαήλ; Προτεραιότητα του πατέρα της Ζωής, Κωνσταντίνου Η’, ήταν να βρει σύζυγο για την κόρη του, ψάχνοντας στην αυλική ελίτ και την συγκλητική αριστοκρατία: πρώτος υποψήφιος ήταν ο Κωνσταντίνος Δαλασσηνός τον οποίο ωστόσο «νίκησε» ο Ρωμανός Αργυρός, του οποίου οι υποστηρικτές υπερίσχυσαν στον διαγωνισμό ανάδειξης συζύγου. Εμπόδιο απετέλεσε ο πρώτος και ισχύων γάμος του Ρωμανού, ένα εμπόδιο το οποίο υπερπηδήθηκε μετά από την οικειοθελή απόσυρση της γυναίκας του σε μοναστήρι. Στην αρχή, ο άνδρας προορίζετο για την νεότερη κόρη, την Θεοδώρα, της οποίας οι αντιρρήσεις οδήγησαν στην αλλαγή σχεδίων και στην σύναψη γάμου με την Ζωή. Στόχος αυτού του γάμου ήταν η συνέχεια της κυριαρχίας της παρούσας συγκλητικής ελίτ η οποία θα ήλεγχε τους απογόνους αυτού του γάμου.

Ο Ρωμανός είχε πεισθεί από μαντείες πως θα εγκαθιδρύσει την δική του δυναστεία με τους δικούς του απογόνους στον θρόνο της Αυτοκρατορίας, παραβλέποντας πλήρως το προχωρημένο της ηλικίας της Ζωής. Παρά τις διάφορες προσπάθειες για την απόκτηση απογόνου (θεραπείες, αλοιφές, μαγικά τεχνάσματα, φυλακτά, μαντζούνια) οι κόποι δεν καρποφόρησαν και ο Ρωμανός στράφηκε σε εξωσυζυγικές περιπέτειες, πράγμα για το οποίο τον μίσησε η Ζωή γιατί την πρόσβαλε ως γυναίκα και πάνω από όλα ως Αυτοκράτειρα. Έτσι, η πρωταγωνίστριά μας δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια να υπομένει στωικά την προσβολή του Ρωμανού, για αυτό και «αποφάσισε να κερδίσει τον χαμένο χρόνο». Παρά την ηλικία της, η Ζωή είχε το πλεονέκτημα να μην της είχε φερθεί άσχημα ο χρόνος, και κάποιος, ο οποίος δεν την γνώριζε, θα μπορούσε κάλλιστα να την περάσει για έφηβη. Προικισμένη ως ήταν από την φύση, ερωτεύθηκε παράφορα και αγάπησε τον, περισσότερο από 35 έτη νεότερό της, Μιχαήλ Παφλαγόνα. Η αλήθεια είναι πως, κατά την διάρκεια 2 προηγούμενων εξωσυζυγικών ερωτικών περιπετειών της Ζωής, ο Ρωμανός δεν είχε δείξει κανένα συναίσθημα ζηλοτυπίας. Παρά λοιπόν τις κάποιες προηγούμενες περιπέτειες, ο έρωτας που έδωσε μια ανάσα στην Ζωή, ήταν με τον Μιχαήλ, τον νεαρό αδερφό του Ιωάννη Ορφανοτρόφου.
Στο παλάτι όλοι γνώριζαν την απιστία της Ζωής με τον Ρωμανό να εθελοτυφλεί, πείθοντας τον εαυτό του πως όλα όσα ακούγονταν ήταν συκοφαντίες και φήμες. Δεν άργησε όμως να έρθει ο θάνατος του τελευταίου, με τους ιστορικούς να αποδίδουν τον θάνατό του στην Ζωή. Ο Ρωμανός απεβίωσε μεγάλη Πέμπτη του έτους 1034. Κατά την διάρκεια του ψαλμού των παθών, κλήθηκε ο Πατριάρχης Αλέξιος Στουδίτης, δήθεν από τον Αυτοκράτορα, στα ανάκτορα. Εκεί, ο Στουδίτης συνάντησε τον Ρωμανό νεκρό και την Ζωή να του παρουσιάζει τον, τάχα από τον Ρωμανό επιλεγμένο, διάδοχό του, Μιχαήλ, ζητώντας του να ευλογήσει τον γάμο τους. Παρά τις κάποιες αντιρρήσεις του, και μετά από μια δωρεά 50 λίρων χρυσού, ο Αλέξιος συναίνεσε στον γάμο.
Βάσει των λεγομένων του Ψελλού, μετά τον γάμο, η Ζωή τέλεσε μόνη της την στέψη του Μιχαήλ και στον τέλος τον κάθισε σε πολυτελή θρόνο ενόσω εκείνη «παρακαθισάμενη πλησίον εν ομοίω τω σχηματί διέταξε όλους άμφω κοινή προσκυνείν τε και ευφημείν». Ο Ψελλός παρουσιάζει μια Ζωή δυναμική με ανδρικά έμφυλα χαρακτηριστικά, η οποία επιθυμώντας να «τιμήσει την θέληση του Ρωμανού» επέλεξε για σύζυγο και συμβασιλέα τον Μιχαήλ.

Συγκλητικοί επλήγησαν από την νέα αυτή κατάσταση, δηλαδή την κυριαρχία μιας θυγατέρας και όχι ενός άρρενος γόνου. Έφτασε το κράτος σε μια φάση κατά την οποία οι αξιωματούχοι και αυλικοί των Μακεδόνων από την μία ήθελαν να επαναφέρουν το κράτος υπό τον έλεγχό τους, και οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες από την άλλη να το κατανικήσουν: και οι δύο πλήρωναν τις επιθυμίες της Ζωής. Ο δραστήριος Ορφανοτρόφος απομάκρυνε τους συμβούλους της Ζωής και τοποθέτησε δικούς του στη θέση τους, ενώ ο Μιχαήλ άλλαξε ριζικά συμπεριφορά απέναντι στη Ζωή, στην οποία έγινε πιο αυστηρός, φοβούμενος μην πάθει τα ίδια που έπαθε ο προηγούμενος Αυτοκράτορας λόγω της Ζωής. Η Ζωή δεν είχε τα μέσα να αντιδράσει στους περιορισμούς που της επέβαλε ο σύζυγός της, συμβιβάστηκε, και τελικά υπέμεινε στωικά την υποβάθμισή της.
Τέλος σε όλα αυτά έδωσε ο πρόωρος θάνατος του Μιχαήλ Δ’ στις 10 Δεκεμβρίου του έτους 1041. Μετά από μια σειρά διαδοχικών αλλαγών στον θρόνο, μετά τον διάδοχο Μιχαήλ Ε’ (ανεψιό του Δ’) και τελικώς την πτώση του, η Ζωή στοιχήθηκε πίσω από την άλλη απόγονο των Μακεδόνων, την Θεοδώρα, με την, πρώτη φορά στο Ρωμαϊκό κράτος, συμβασιλεία δύο γυναικών. Οι Βασιλείς Μιχαήλ Δ’ και Ε’ μπορεί να ήταν αποτέλεσμα των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών του ΙΑ’ αιώνα, ωστόσο, μια τουλάχιστον πτυχή της γένεσής τους αφορμήθηκε από τις αδυναμίες της Ζωής και τα συναισθήματά της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Νικολάου Κατερίνα (2021), Έρωτας και πολιτική στο Βυζάντιο: Επτά ιστορίες, εκδ. Κανάκη
- Herring Judith (2020), Τι είναι το Βυζάντιο, εκδ. Gutenberg
- Treadgold Warren(2024), Βυζάντιο, μια συνοπτική ιστορία, εκδ. Πεδίο