Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,
Οι Διμερείς Επενδυτικές Συμφωνίες (BIT) διαδραματίζουν σημαντικότατο ρόλο στο πλαίσιο του Διεθνούς Επενδυτικού Δικαίου, αποτελώντας στην ουσία το κυριότερο στήριγμά του. Είναι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ δύο χωρών, ρυθμίζουν την μεταχείριση των επενδύσεων και των επενδυτών (προερχόμενοι από την χώρα προέλευσης) από την χώρα εισόδου και αποδοχής της επένδυσης (χώρα υποδοχής). Εν γένει στο ρυθμιστικό τους πεδίο εντάσσεται η προστασία των πρώτων από τις δεύτερες.
Για την καλύτερη κατανόηση όσων θα αναφερθούν στην συνέχεια, κρίνεται σκόπιμη η σύντομη αναφορά στο περιεχόμενο των όρων «επένδυση» και «ξένος επενδυτής». «Επένδυση» είναι η κάθε είδους περιουσιακή αξία που επενδύεται από επενδυτή ενός συμβαλλόμενου κράτους στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου κράτους. Αυτή η περιουσιακή αξία μπορεί να συνίσταται σε μετοχές, ομόλογα, εμπράγματα δικαιώματα, ακίνητα, τεχνογνωσία κ.ά. «Ξένος επενδυτής» είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενός συμβαλλόμενου κράτους (χώρα προέλευσης) που πραγματοποιεί επένδυση στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου κράτους (χώρα υποδοχής). Συστατικό της έννοιας του όρου είναι ότι ο επενδυτής έχει ιθαγένεια διάφορης της ιθαγένειας της χώρας υποδοχής.
Οι BIT περιλαμβάνουν κατά κανόνα ρήτρες που αποσκοπούν στην παροχή ενός προστατευτικού κλίματος για τον επενδυτή. Εξ ορισμού, ο επενδυτής βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με όσους έχουν την ιθαγένεια της χώρας στην οποία επενδύουν, καθώς βρίσκεται σε μία ξένη χώρα, το έννομο περιβάλλον της οποίας δεν γνωρίζει, το οποίο ίσως και να μην προβλέπει επαρκώς -ή και καθόλου- την προστασία των δικαιωμάτων του.
Μία από τις πιο «δημοφιλείς» ρήτρες είναι αυτή της ίσης και δίκαιης μεταχείρισης (fair and equitable treatment – FET). Αυτή προβλέπει ένα κοινό πρότυπο μεταχείρισης των ξένων και μη επενδυτών και φανερώνει την αξιοπιστία του κράτους υποδοχής, το οποίο καθίσταται ελκυστικό προς τις ξένες επενδύσεις. Αποτελεί το ελάχιστο ενός διεθνούς προτύπου και έχει τις ρίζες του στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και στην ασφάλεια δικαίου.

Μία άλλη ρήτρα, εξίσου σημαντική είναι αυτή μη διάκρισης που περιλαμβάνει τη ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους (MFN – Most Favored Nation Clause) και τη ρήτρα της εθνικής μεταχείρισης (ΝΤ – National Treatment). Η MFN επιτρέπει σε έναν επενδυτή να επικαλεστεί ευνοϊκότερους όρους που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του κράτους υποδοχής και επενδυτών άλλων κρατών στη βάση δικών τους επενδυτικών συμφωνιών. Με την ΝΤ υπαγορεύεται η υποχρέωση του κράτους υποδοχής να μην εξασφαλίσει στους αλλοδαπούς επενδυτές λιγότερο ευνοϊκούς όρους σε σχέση με τους ημεδαπούς. Αμφότερες οι εκφάνσεις της εξυπηρετούν τη προστασία από διαπραγματευτικές ανισότητες καθώς και την ανάπτυξη του υγιούς ανταγωνισμού.
Σαφέστατα από το πεδίο του Διεθνούς Οικονομικού και δη Επενδυτικού Δικαίου δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι ρήτρες οι αφορώσες την υπαγωγή της ενδεχόμενης διαφοράς στην διεθνή διαιτησία. Είναι βέβαια ότι το σύνολο σχεδόν των διεθνών επενδυτικών συμφωνιών περιλαμβάνουν τέτοια ρήτρα, αποφεύγοντας καταρχήν την υπαγωγή της διαφορά στα εθνικά δικαστήρια και μαζί τα νομικά προβλήματα που παρουσιάζονται: «στα εθνικά δικαστήρια ποιας χώρας θα υπαχθεί η διαφορά;», «Ποιο το εφαρμοστέο δίκαιο;» κ.ά. είναι μόνο μερικά από τα απαιτητικά νομικά προβλήματα, των οποίων η απάντηση είναι καταρχήν άνευ σημασίας εάν έχει επιλεγεί η διαιτησία ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης της διαφοράς. Το μεγάλο πλεονέκτημα της διαιτησίας -που την έχει κάνει και τόσο δημοφιλή στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου γενικότερα- είναι η ευελιξία της (πχ τα μέρη μπορούν να επιλέξουν τους διαιτητές, το εφαρμοστέο δίκαιο κ.ά.).
Αυτές είναι μόνο μερικές από τις πιο συνηθισμένες ρήτρες που συναντώνται στις διεθνείς διμερείς επενδυτικές συμβάσεις. Άλλες ρήτρες είναι αυτές της προστασίας έναντι της απαλλοτρίωσης εκ μέρους του κράτους υποδοχής, της ελεύθερης μεταφοράς των σχετικών με την επένδυση κεφαλαίων, της υποχρέωσης παροχής πλήρους προστασίας και ασφάλειας κ.ά. Χάρη σ’ αυτές εξασφαλίζεται ένα βιώσιμο περιβάλλον για τις ξένες επενδύσεις και τον ξένο επενδυτή, ο οποίος αισθάνεται και είναι προστατευμένος από ανισότητες και αυθαιρεσίες. Ενισχύεται έτσι η κινητικότητα κεφαλαίων με αποτέλεσμα την αποκατάσταση ή έστω την σύγκλιση των τεράστιων οικονομικών χασμάτων μεταξύ των ανεπτυγμένων και των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παναγιώτης Γκλαβίνης, Διεθνές οικονομικό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2009
- Χ. Παμπούκης, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2009