Της Ελένης Κοκαβέση,
Γνωρίζουμε όλοι πως όταν κάποιος προκαλέσει κάποια βλάβη σε κάποιον άλλον υπέχει ποινικής τιμωρίας και θα καταδικαστεί για αυτή του την πράξη. Τι συμβαίνει, όμως, όταν κάποιος προκαλεί βλάβη σε κάποιον άλλον με τη συναίνεση του, όταν δηλαδή ο παθών έχει συναινέσει στην πρόκληση αυτής της πράξης εις βάρος του; Στοιχειοθετείται η ειδική υπόσταση του εκάστοτε εγκλήματος ή ο «δράστης» απαλλάσσεται από οποιαδήποτε ποινική ευθύνη;
Αρχικά, στο Ποινικό Δίκαιο υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιος μπορεί να πραγματοποιήσει μία πράξη που υπό άλλες περιπτώσεις θα στοιχειοθετούνταν η ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος και θα έχριζε ποινικής μεταχείρισης για αυτήν, αλλά τελικά δεν πραγματώνεται η ειδική υπόσταση του εγκλήματος, γιατί ισχύουν άλλοι παράγοντες που απαλλάσσουν τον πράττοντα από ποινικής ευθύνης. Οι λόγοι αυτοί ονομάζονται «λόγοι άρσης του αδίκου». Έτσι, μία παράβαση που είναι καταρχήν άδικη μπορεί κατ’ εξαίρεση να είναι δικαιολογημένη. Αυτό συμβαίνει στην ενάσκηση καθήκοντος (αρθ. 20ΠΚ), στην προσταγή (αρθ. 21ΠΚ) στην άμυνα (αρθ. 22ΠΚ) και στην κατάσταση ανάγκης (αρθ. 25ΠΚ). Οι παραπάνω περιπτώσεις αποτελούν γενικοί λόγοι άρσης του αδίκου. Στις περιπτώσεις αυτές η πράξη είναι καταρχήν άδικη αλλά όχι και τελειωτικά καθώς υπάρχουν δικαιολογητικοί λόγοι που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης κι απαλλάσσουν τον δράστη από τυχόν ποινικές συνέπειες. Η συναίνεση του παθόντος δεν αναγνωρίζεται άμεσα από τον νόμο ως λόγος άρσης του αδίκου. Προβλέπεται ως ειδικός λόγος άρσης του αδίκου, αλλά δεν υπάρχει κάποια διάταξη που να τη ρυθμίζει. Μία πρώτη πρόβλεψη της συναίνεσης του παθόντος ορίζεται στο άρθρο 308 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο: «Η σωματική βλάβη της παρ. 1 του άρθρου (δηλαδή, όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο ετών ή χρηματική ποινή) δεν είναι άδικη, όταν επιχειρείται με τη συναίνεση του παθόντος και δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη».
Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία άποψη, η εν λόγω διάταξη έχει αναλογική εφαρμογή και σε εγκλήματα που προσβάλλουν έννομα αγαθά ίσης ή ήσσονος σημασίας με τη σωματική βλάβη, (πχ. σωματική βλάβη εξ αμελείας, εξύβριση, δυσφήμιση). Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονιστεί η διαφορά μεταξύ συναίνεσης και συγκατάθεσης. Συγκατάθεση του προσώπου υπάρχει όταν ο ίδιος επιθυμεί την τέλεση μίας άδικης πράξης, ενώ η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος προϋποθέτει την «αντίθετη βούληση» του φορέα του εννόμου αγαθού. Στην περίπτωση αυτή δεν γίνεται λόγος για συναίνεση ως λόγος άρσης του αδίκου, αλλά για μη πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, ελλείπει δηλαδή ένα βασικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης (για να χαρακτηριστεί η πράξη ως «άδικη»), που είναι η αντίθετη βούληση. Στα εγκλήματα αυτά είναι αναπόσπαστο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης τους, η τέλεση χωρίς τη θέληση του φορέα του εννόμου αγαθού.
Αντίθετα, συναίνεση του παθόντος υπάρχει όταν καταρχήν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος κι η πλήρωση της ενδεικνύει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 308. Η απλή σωματική βλάβη δεν προϋποθέτει στην ειδική της υπόσταση την ύπαρξη αντίθετης βούλησης, επομένως ακόμα κι όταν αυτή υπάρχει δεν αποκλείεται η πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Η πράξη παραμένει καταρχήν άδικη αλλά όχι τελειωτικά, καθώς αξιολογείται ως λόγος άρσης του αδίκου. Η συναίνεση του φορέα του εννόμου αγαθού στην πράξη λαμβάνεται υπόψιν όταν έχουν τηρηθεί οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Καταρχήν για να δοθεί η συναίνεση πρέπει ο φορέας του εννόμου αγαθού να έχει ικανότητα διάκρισης, να μπορεί δηλαδή να αντιληφθεί την πράξη και τη σημασία της. Για παράδειγμα ένας ψυχικά υγιής με συνείδηση των πραττομένων είναι ικανός να δώσει συναίνεση, αλλά οι ανήλικοι ή κάποιος που έχει διατάραξη συνείδησης (όπως ένας μεθυσμένος) δεν είναι ικανοί να συναινέσουν σε μία πράξη καθώς δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τη βαρύτητά της.
Επιπροσθέτως στη συναίνεση του παθόντος, πρέπει να υπάρχει σαφής αποδοχή της προσβολής. Ο παθών θα πρέπει να αποδέχεται την προσβολή υπό την έννοια της εσωτερικής κατάφασης κι όχι της απλής ανοχής. Η συναίνεση πρέπει να εξωτερικευθεί κατά τρόπο εξωτερικά αναγνωρίσιμο, απαλλαγμένη ελαττωμάτων κατά τη λήψη της. Η βούληση του παθόντα θα πρέπει να είναι ελεύθερη κι οικειοθελής. Δεν πρέπει να συνάγεται κατόπιν πλάνης, απάτης ή αν έχει απειληθεί ή εξαναγκασθεί ο φορέας του εννόμου αγαθού ως προς τη λήψη της. Η συναίνεση δίνεται ως προς συγκεκριμένη πράξη κι αποτέλεσμα (κι όχι άνευ όρων) σε συγκεκριμένο αποδέκτη. Σημαντικό είναι η συναίνεση να υπάρχει κατά την έναρξη της πράξης και καθ’ όλη τη διάρκεια. Ο δράστης θα πρέπει να γνωρίζει, πριν την εκτέλεση της πράξης, ότι έχει δοθεί συναίνεση. Στην αντίθετη περίπτωση δεν συντρέχουν τα δικαιολογητικά στοιχεία της συναίνεσης κι ο πράττων είναι τιμωρητέος, τουλάχιστον για απόπειρα του οικείου εγκλήματος. Τέλος, η πράξη δεν θα πρέπει να είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη, δηλαδή στους παραδεδεγμένους κοινωνικούς κανόνες. Αντίθετη στα χρηστά ήθη θεωρείται μία πράξη που δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία του ατόμου και του προκαλεί μεγάλη ζημία.
Εκτός από το άρθρο 308 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα υπάρχουν και άλλες επιμέρους περιπτώσεις συναίνεσης του παθόντος που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Ένα παράδειγμα είναι η περίπτωση της επιτρεπόμενης άμβλωσης (304ΠΚ). Δεν είναι άδικη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση της εγκύου από γυναικολόγο/μαιευτήρα εάν δεν έχουν συμπληρωθεί 12 εβδομάδες εγκυμοσύνης, ή η εγκυμοσύνη είναι προϊόν βιασμού ή έχει διαγνωσθεί σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου ή υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου. Παρόμοια περίπτωση είναι οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 254ΚΠΔ για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Οι σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ θέτουν αντίστοιχους λόγους άρσης του αδίκου σε ανακριτικούς υπαλλήλους να προβούν σε πράξεις που υπό άλλες συνθήκες θα παραβίαζαν βαριά έννομα αγαθά, αλλά αίρεται ο άδικος χαρακτήρας τους διότι εφαρμόζονται υπό τις προϋποθέσεις των συγκεκριμένων άρθρων για την προστασία ενός υπέρμετρου αγαθού.
Αντιστοίχως και σε άλλους κλάδους της νομικής επιστήμης εφαρμόζεται η συναίνεση του παθόντος για την προστασία νομικών αγαθών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο θεσμός της αυτοδικίας (άρθ. 282ΑΚ), όπου ορίζεται πως όποιος έχει αγώγιμη αξίωση δικαιούται να προβεί σε ικανοποίηση της αυτοδύναμα χωρίς τη βοήθεια δημόσιας αρχής, η κατάσταση ανάγκης του 285ΑΚ, οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος οφειλέτη (941 ΚΠολΔ), αλλά και το δικαίωμα αντίστασης (αρθ 120Σ) που καθιερώνει δικαίωμα αλλά κι υποχρέωση αντίστασης όλων των Ελλήνων με κάθε μέσο εναντίον όποιου επιδιώκει να καταλύσει με βία το Σύνταγμα. Ειρήσθω εν παρόδω η συναίνεση του παθόντος όταν πραγματοποιείται με τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και δεν προκαλείται βαριά ζημία του εννόμου αγαθού που προσβάλει, αποτελεί δικαιολογητική βάση κι αξιολογείται ως λόγος άρσης του αδίκου που αίρει τον τελειωτικά άδικο χαρακτήρας μίας καταρχήν άδικης πράξης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας, 2020.