Της Πετρούλας Λεοναρδοπούλου,
Ο νομοθέτης επειδή αδυνατεί να ρυθμίσει περιπτωσιολογικά την πολυμορφία της πραγματικότητας χρησιμοποιεί γενικές ρήτρες. Πρόκειται για λευκούς κανόνες, γενικές κατευθυντήριες γραμμές που δίνουν την ευχέρεια στον ίδιο τον δικαστή να κρίνει επί της συγκεκριμένης υπόθεσης μέσω κανόνων τάξεως που χαίρουν γενικής αποδοχής. Η γενική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν.146/1914 έχει διπλή φύση. Περιέχει ρυθμιστικούς και εξουσιοδοτικούς κανόνες προς το δικαστή. Οι πρώτοι ενέχουν κανονιστικά στοιχεία το περιεχόμενο των οποίων προσδιορίζεται μέσω ερμηνείας ενώ οι δεύτεροι περιλαμβάνουν κενά που πρέπει να καλυφθούν.
Στο άρθρο 1 ορίζεται ότι «απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γινομένη πράξις, αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθή πρός παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας». Οι ειδικές διατάξεις του ν.146/1914 εφόσον συντρέχουν περιπτώσεις εφαρμογής τους προηγούνται από τη γενική ρήτρα χωρίς να αποκλείεται η ταυτόχρονη εφαρμογή τους αν υπάρχουν οι όροι εφαρμογής της γενικής ρήτρας. Για την εφαρμογή της γενικής ρήτρας είναι αναγκαίος όρος ο τόπος τέλεσης της αθέμιτης ανταγωνιστικής πράξεως να είναι εντός της Ελλάδος. Τόπος τέλεσης είναι τόσο ο τόπος διεξαγωγής της πράξης όσο και ο τόπος που επέρχεται το αποτέλεσμα. Η γενική ρήτρα εφαρμόζεται όχι μόνο στα φυσικά αλλά και στα νομικά πρόσωπα είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου υπό τον όρο να συμμετέχουν στον ιδιωτικό χώρο των συναλλαγών. Το δημόσιο με οποιαδήποτε μορφή και αν μετέχει στις συναλλαγές υπόκειται στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού εκτός αν υπάρχει ειδική εξαίρεση.
Επιπλέον, προκειμένου να χαρακτηριστεί μια πράξη αθέμιτη κατά τη γενική ρήτρα πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις: α) πράξη κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές, β) πράξη ως προς το σκοπό του ανταγωνισμού, γ) αντίθεση της πράξης στα χρηστά ήθη. Αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση, η πράξη μπορεί να είναι θετική ενέργεια ή παράλειψη. Αξιολογείται η ανταγωνιστική πράξη ως θεμιτή ή αθέμιτη κατά τη γενική ρήτρα που διενεργείται από το νόμο στις συναλλαγές και κυρίως στις εμπορικές, βιομηχανικές και γεωργικές. Στις γεωργικές συναλλαγές περιλαμβάνονται και οι εξομοιωμένες ως προς αυτές συναλλαγές, δηλαδή ομοειδείς παραγωγές, όπως η κτηνοτροφία. Καλλιτεχνικές δραστηριότητες ή των ελεύθερων επαγγελματιών δεν καταλαμβάνονται από το άρθρο 1. Σύμφωνα με την δεύτερη προϋπόθεση, πρέπει η πράξη να έχει ως σκοπό τον ανταγωνισμό.
Πράξη προς τον σκοπό του ανταγωνισμού είναι αυτή που κατευθύνεται στη σύναψη πελατειακών σχέσεων και μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση ή διατήρηση της πελατείας του προσώπου που τη πραγματοποιεί ή τρίτου εις βάρος ανταγωνιστών. Προϋποτίθεται, βέβαια, ανταγωνιστική σχέση μεταξύ εκείνου που προβαίνει στην πράξη και των ανταγωνιστών του αλλά και ανταγωνιστική πρόθεση. Ανταγωνιστική σχέση υπάρχει όταν οι πελάτες για την ικανοποίηση των αναγκών τους χρησιμοποιούν αγαθά του δράστη ή των ανταγωνιστών του. Πρέπει, δηλαδή οι ανταγωνιζόμενοι να απευθύνονται στους ίδιους ή παρεμφερείς κύκλους πελατών, χωρίς να χρειάζεται οι δραστηριότητες των ανταγωνιστών να είναι ίδιες.
Ανταγωνιστική πρόθεση υπάρχει όταν το πρόσωπο που διενεργεί την ανταγωνιστική πράξη στοχεύει στην αύξηση της πελατείας του σε βάρος των ανταγωνιστών, χωρίς να είναι αναγκαία η πρόθεση ζημίας τους. Η ύπαρξη ανταγωνιστικής πρόθεσης στις εμπορικές, γεωργικές και βιομηχανικές συναλλαγές τεκμαίρεται. Αρκεί, επομένως, να επιθυμεί ο δράστης να αποκτήσει προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστών με αθέμιτα μέσα. Εντούτοις, έχει υποστηριχθεί ότι η εφαρμογή της γενικής ρήτρας δεν έχει ως όρο την ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσης όταν η πράξη στρέφεται κατά των συμφερόντων της ολότητας.
Επίσης, για να είναι μια πράξη αθέμιτη και να απαγορεύεται, εκτός από τα παραπάνω στοιχεία, πρέπει παράλληλα να είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη. Τα χρηστά ήθη είναι μια αόριστη νομική έννοια που λειτουργεί ως κατευθυντήρια γραμμή χωρίς να περιορίζεται ο δικαστής από την εφαρμογή ενός κανόνα. Η αόριστη νομική έννοια πρέπει να γίνει συγκεκριμένη. Αυτή η συγκεκριμενοποίηση επιτυγχάνεται όταν ο δικαστής χρησιμοποιεί ορισμένα κριτήρια για να αξιολογήσει την πράξη αφενός και αφετέρου να φθάσει σε απόφαση με τυπική σημασία, δηλαδή να υπάγονται σε εκείνη και άλλες παρεμφερείς περιστάσεις.
Τα κριτήρια αυτά είναι εξωδικαιϊκα, οι αντιλήψεις της ολότητας και το πρότυπο συμπεριφοράς του λογικού ανταγωνιστή. Ως εξωδικαιϊκά κριτήρια ορίζονται οι κοινωνικοί κανόνες, δηλαδή η κοινωνική ηθική που κρατεί μέσα στο κύκλο συναλλαγών των ανταγωνιζομένων. Η αντίληψη της ολότητας λαμβάνεται υπόψιν όταν με την πράξη ή παράλειψη θίγεται το συμφέρον της ολότητας ή μιας μερίδας του κοινού. Κρίνεται ιδιαίτερα η αντίληψη της πελατείας που ο ανταγωνιστής θέλει να προσελκύσει. Στον ανταγωνισμό προκύπτει εμπειρικά ότι κανείς πρέπει να συμπεριφέρεται με βάση ένα πρότυπο λογικού και ορθολογικού ανταγωνιζομένου τηρώντας ορισμένους κανόνες συμπεριφορές για την ορθή λειτουργία του.
Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1, ο παραβάτης οφείλει να παραλείψει την προσβολή και να άρει την ζημία που προκλήθηκε από την αθέμιτη πράξη του. Η αξίωση προς παράλειψη περιλαμβάνει και την αξίωση για άρση. Η αξίωση παράλειψης αποτρέπει τον κίνδυνο προσβολής για το μέλλον ενώ η αξίωση για άρση παραμερίζει ήδη την υπάρχουσα πηγή προσβολής. Ταυτόχρονα, ο προσβληθείς έχει δικαίωμα αποζημίωσης, προς αποκατάσταση όλης της ζημίας που υπέστη κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες 919 ΑΚ και επόμενα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Λάμπρος Ε. Κοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού, 7η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015.