17.6 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΜουσικήArctic Monkeys: Από το MySpace στις αρένες

Arctic Monkeys: Από το MySpace στις αρένες


Του Νίκου Αστυρακάκη, 

Η ημέρα που ανακοινώθηκαν πως οι Arctic Monkeys θα πλαισιώσουν το Release Athens Festival 2023 θα μείνει σίγουρα στην ιστορία. Όχι μόνο τα εισιτήρια της προπώλησης ξεπούλησαν σε μόλις 5 λεπτά, αλλά η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη που το φεστιβάλ τους έκλεισε και για δεύτερη μέρα! Αναμένοντας, λοιπόν, πώς και πώς την ιστορική τους αυτή εμφάνιση! Νομίζω είναι η κατάλληλη στιγμή για μια αναδρομή σε μια από τις πιο λατρεμένες σύγχρονες rock μπάντες, περιγράφοντας πως από τέσσερα παιδιά που κυκλοφορούσε η μουσική τους στο –τότε πρώιμο– διαδίκτυο κατέληξαν να γεμίζουν αρένες παγκοσμίως.

Με τη συνεργασία των παιδικών φίλων Alex Turner στην κιθάρα, Matt Helders στα ντραμς και Andy Nicholson στο μπάσο, και αργότερα με την προσθήκη του Jamie Cook ως δεύτερου κιθαρίστα, οι Arctic Monkeys ξεκίνησαν ως καθαρά instrumental συγκρότημα το 2002, εμπνευσμένοι από τους Strokes, τότε το πρόσωπο της mainstream rock μουσικής. Ο Alex Turner, αργότερα, έγινε διστακτικά ο τραγουδιστής και στιχουργός της μπάντας, αφού παρατηρήθηκε από τον Helders πως είχε ταλέντο στη στιχουργία. Οι ολοκληρωμένοι, πλέον, Arctic Monkeys άρχισαν να δίνουν συναυλίες σε μικρούς χώρους, πασάροντας δωρεάν CD με πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών τους στο κοινό.

Screenshot από τη σελίδα τους στο MySpace. Πηγή εικόνας: hitthefloor.com

Αυτά τα CD –αργότερα γνωστά ως “Beneath the Boardwalk”– ήταν που θα χάραζαν τους Arctic Monkeys στην ιστορία. Πολλοί fan άρχισαν να ανεβάζουν το περιεχόμενό τους στο διαδίκτυο, τότε στα πολύ πρώτα βήματά του, ώσπου δημιούργησαν σελίδα για την μπάντα στο MySpace, όπου συγκέντρωσαν όλα αυτά τα τραγούδια.

Η μπάντα έτσι –χωρίς την επίγνωσή της– ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που έγιναν γνωστοί από το ίντερνετ. Τα πρόχειρα τραγούδια τους άρχισαν να παίζονται από DJ του BBC, το τοπικό fan club τους άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη την Αγγλία και αργότερα στον κόσμο, και από μικρά μπαρ άρχισαν να βγαίνουν σε εξωτερικές σκηνές, με χιλιάδες άτομα να τους αποθεώνουν.

Εκμεταλλευόμενοι τη νέα τους φήμη, υπέγραψαν με την Domino Records και κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους, Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not, το 2006. Φέροντας την έντονη, χορευτική πανκ και τους ειλικρινείς στίχους του Alex Turner για τη ζωή των νέων Βρετανών στα νυχτερινά μαγαζιά που έπαιζαν, το ντεμπούτο αυτό λατρεύτηκε από κοινό και κριτικούς, με αποτέλεσμα να εκτοξευτούν στην κορυφή των charts. Σημείωσαν το γρηγορότερο ευπώλητο ντεμπούτο στη βρετανική ιστορία, περιλαμβάνοντας ένα από τα πιο λατρεμένα τραγούδια του προηγούμενου έτους, το I Bet You Look Good on the Dancefloor.

Ο Andy Nicholson δεν άντεξε τη νέα τους φήμη και αντικαταστάθηκε από τον εξίσου ταλαντούχο Nick O’Malley, με την τετράδα αυτή να παραμένει μέχρι σήμερα. Μόλις έναν χρόνο μετά, όντας, πλέον, διάσημοι rockstars, κυκλοφόρησαν το επόμενό τους album.

Πηγή εικόνας: radiox.co.uk, Φωτογράφος: Zackery Michael

Το album Favourite Worst Nightmare συνέχισε τον έντονο, αλλά συνάμα μελαγχολικό, ήχο και τους παρατηρητικούς συναισθηματικούς στίχους που τους έκαναν γνωστούς, εδραιώνοντας τον ήχο τους. Ωστόσο, οι στίχοι ήταν πιο ώριμοι, το τραγούδι πιο συναισθηματικό και σίγουρο και η μουσική έπαιρνε περισσότερα ρίσκα. Όταν ήταν να γίνουν έντονοι, γίνονταν επιθετικά έντονοι, και όταν ήταν να γίνουν μελαγχολικοί, δεν δίσταζαν να γράψουν κανονικότατες μπαλάντες.

Το 2009 κυκλοφόρησαν το τρίτο τους album Humburg, παραγωγής Josh Homme (Queens of the Stone Age). Πιο  ψυχεδελικό, επιθετικό, σκοτεινό και «βαρύ», τόσο σε στίχο όσο και σε ήχο, ήταν η πρώτη μεγάλη αλλαγή στον ήχο της μπάντας, και όχι η τελευταία.

Το 2011, κυκλοφόρησαν το τέταρτο τους album Suck It And See, πιο αργό, επηρεασμένο από την pop της δεκαετίας του ’60 και επικεντρωμένο στις μπαλάντες, με ελάχιστα από τα γρήγορα χορευτικά τραγούδια που τους έκαναν αρχικά γνωστούς. Η μεγαλύτερη αλλαγή, όμως, θα έρθει το 2013, με το ιστορικό πλέον album ΑΜ.

Το album αυτό σημείωσε άλλη μια τεράστια αλλαγή στον ήχο τους και ήταν η αιτία στο να γίνουν από απλοί rockstar, παγκόσμιο φαινόμενο. Αντλώντας έμπνευση από Black Sabbath, Dr Dre, OutKast και The Velvet Underground, το album αυτό έχει καθαρές επιρροές από hip-hop, R&B, soul, desert rock και heavy metal. Επέστρεψαν με έναν έντονο ήχο με έμφαση στο beat, το μπάσο και μεγαλοπρεπή, πονεμένα, φωνητικά, με τον ανεκπλήρωτο, προβληματικό έρωτα να διακατέχει τους στίχους τους.

Το album αυτό έχει μερικά από τα πιο γνωστά τους τραγούδια, όπως το Do I Wanna Know, R U Mine?, Why’d You Only Call Me When You’re High και I Wanna Be Yours, τα οποία γνώρισαν τους Arctic Monkeys σε ένα ευρύτερο κοινό, εκτός των rock κύκλων. Οι Arctic Monkeys ξαναεδραίωσαν όλη την εικόνα τους από την αρχή και ήταν στην κορυφή του κόσμου, ενώ το album αυτό θεωρείται ένα από τα καλύτερα του 21ου αιώνα.

Ο Alex Turner, τραγουδιστής και κύριο δημιουργικό μυαλό της μπάντας. Πηγή εικόνας: rollingstone.com, Φωτογράφος και δικαιώματα χρήσης: MOSENFELDER/GETTY IMAGES

Όμως, δεν ήταν αρκετό. Ο Alex Turner υπέφερε από δημιουργικό αδιέξοδο και όλη η μπάντα ήταν εξαντλημένη με την ακόμα μεγαλύτερη φήμη τους, με αποτέλεσμα να «χαθούν» από το προσκήνιο για τα επόμενα πέντε χρόνια. Με τον Alex Turner να στρέφει το ενδιαφέρον του στο πιάνο και όχι στην κιθάρα, που μέχρι τότε ήταν σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος, οι Arctic Monkeys επέστρεψαν το 2018 με το νέο τους album, το οποίο εγκαινίασε τη νέα τους, τωρινή περίοδο. Το album αυτό, Tranquility Base Hotel & Casino, αποτελείται από μουσικά περίπλοκες μπαλάντες στο πιάνο, έχοντας έμπνευση από jazz, ψυχεδελική pop και glam rock. Ήταν ένα concept album, που περιέγραφε τις ζωές ανθρώπων σε ένα φανταστικό ξενοδοχείο στο φεγγάρι, αντλώντας έμπνευση από τα ψυχοδράματα του σκηνοθέτη Jean-Pierre Melville (όπως το γνωστό Le Samurai με τον Alain Delon) και τις ιστορίες του Edgar Allan Poe.

Το album δίχασε κοινό και κριτικούς, ωστόσο, πλέον, έχει πάρει καλύτερες κριτικές τα τελευταία χρόνια και έστρωσε το έδαφος για το έβδομο album τους The Car. Χωρίς να είναι concept album, αλλά με τους ίδιους ειλικρινείς στίχους και μια μελαγχολική ενορχήστρωση που «χτίζει» πάνω στο προηγούμενο album τους, με νέες εμπνεύσεις από ηλεκτρονική μουσική, παραδοσιακή pop και soundtrack ταινιών του ’60. Το album αυτό λατρεύτηκε παγκοσμίως και έφερε ακόμα περισσότερους νέους fans, λόγω της ωριμότητας που το διακατέχει.

Αυτοί, λοιπόν, είναι οι Arctic Monkeys: ένα ειλικρινές rock συγκρότημα στο κέντρο, το οποίο, όμως, δεν διστάζει να πειραματιστεί με νέες μορφές μουσικής και να εξελιχθεί, χωρίς, ωστόσο, να ξεχνάει την προέλευσή του. Τέσσερεις άνθρωποι που ασχολούνται από παιδιά με τη μουσική, ξεκάθαρα λατρεύουν αυτό που κάνουν ως ενήλικες και βρίσκουν νέους τρόπους να δικαιολογήσουν αυτή τη λατρεία τους με κάθε νέα κυκλοφορία. Σε έναν κόσμο που η rock έχει χάσει το ενδιαφέρον από το κοινό που είχε κάποτε, είναι καλό να υπάρχουν τέτοιοι μουσικοί ακόμη, που μας θυμίζουν γιατί την αγαπήσαμε εξαρχής και γιατί πρέπει να συνεχίσουμε να την αγαπάμε. Όποιο και να είναι το επόμενο βήμα τους, εκατομμύρια κόσμος το περιμένει με κομμένη την ανάσα, με μόνο ένα πράγμα σίγουρο: δεν θα απογοητευτεί.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Arctic Monkeys: Home, arcticmonkeys.com, διαθέσιμο εδώ
  • Official Arctic Monkeys, youtube.com, διαθέσιμο εδώ
  • Arctic Monkeys (@arcticmonkeys), instagram.com, διαθέσιμο εδώ
  • Arctic Monkeys | Discography, discogs.com, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αστυρακάκης
Νίκος Αστυρακάκης
Γεννήθηκε το 2001 στον Υμηττό Αττικής, όπου και διαμένει. Είναι τριτοετής φοιτητής του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο ΕΚΠΑ, όπου στοχεύει σε μεταπτυχιακό στις Πολιτισμικές και Κινηματογραφικές Σπουδές. Πρώτη του αγάπη είναι ο κινηματογράφος, μετά η μουσική και η σύγχρονη τέχνη. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να πηγαίνει σε πολιτιστικά δρώμενα, γνωστά και άγνωστα, καθώς του δίνουν την ευκαιρία να αντιμετωπίσει πολλές διαφορετικές πηγές έμπνευσης και έκφρασης.