14.9 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ πορεία προς τη Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία και ο ρόλος του Αλέξανδρου...

Η πορεία προς τη Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία και ο ρόλος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου


Του Νικόλαου Χριστοδούλου,

Μεταξύ του 1821 και του 1974 (οπότε και άρχισε να σχηματίζεται το σύγχρονο πολιτειακό καθεστώς), η χώρα μας γνώρισε είκοσι έξι διαφορετικά Συντάγματα. Το δεδομένο αυτό αποδεικνύει τον πολυτάραχο χαρακτήρα και την έντονη κινητικότητα της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των δύο αυτών αιώνων, μόνο τρία πολιτεύματα μπορούν να χαρακτηριστούν γνησίως ως δημοκρατικά με ρεπουμπλικανικό χαρακτήρα: η επαναστατική περίοδος 1821-1828 (Πρώτη Δημοκρατία),το σύστημα που κάλυψε μεγάλο μέρος του Μεσοπολέμου μεταξύ 1924-1935 (Δεύτερη Δημοκρατία). Τέλος, η περίοδος που καταχρηστικά ονομάζεται «Μεταπολίτευση» από το 1974 ως σήμερα, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη περίοδο ομαλής λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών στην Ιστορία τους Ελληνικού κράτους και συνιστά την Τρίτη Δημοκρατία.

Με δεδομένο ότι η Πρώτη Δημοκρατία κυριαρχείται από συχνές αλλαγές συνταγμάτων και επαναστατικό αναβρασμό, μπορούμε να πούμε ότι είναι η Δεύτερη Δημοκρατία του 1924 αυτή που διαθέτει πραγματικά γνωρίσματα σύγχρονου, αντιπροσωπευτικού και αβασίλευτου συστήματος διακυβέρνησης. Παρουσιάζει δε εξαιρετικό ενδιαφέρον ποια ήταν η πορεία προς τη Δεύτερη Δημοκρατία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις οδυνηρές για τον τόπο και τον ελληνισμό συνέπειες, η αποστροφή προς τη Μοναρχία και τις πολιτικές του στέμματος που εκφράζονταν στο πρόσωπο του βασιλιά Κωνσταντίνου άρχισε να καθολικεύεται. Μετά το κίνημα των Βενιζελικών αξιωματικών τον Σεπτέμβρη του 1922 και τις εκλογές του 1923 από τις οποίες απείχαν οι μοναρχικοί, η εξουσία είχε επιστρέψει στις φιλελεύθερες δυνάμεις, οι οποίες, πέραν του δύσκολου έργου της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, έπρεπε να διαχειριστούν και το πολιτειακό ζήτημα. Το οξύ αυτό θέμα προκάλεσε έντονους τριγμούς μεταξύ των φιλοβενιζελικών δυνάμεων.

Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ταύτιζαν τα δεινά που είχε προκαλέσει η βασιλεία με τον ίδιο τον βασιλιά Κωνσταντίνο και όχι με τον θεσμό και αρκούνταν στην αντικατάσταση του προσώπου στον θρόνο. Είναι ενδεικτικό ότι, ακόμη και ο Ελευθέριος Βενιζέλος που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Ιανουάριο του 1924, ήταν επιφυλακτικός στο ζήτημα αυτό. Αποτέλεσμα ήταν να έρθει σε σύγκρουση με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος ήταν μετά τον Βενιζέλο η επιφανέστερη προσωπικότητα του Μεσοπολέμου και ηγέτης των δυνάμεων που υποστήριζαν μια υγιή αβασίλευτη δημοκρατία, βλέποντας τη Μοναρχία ως παθογένεια του πολιτικού συστήματος που κρατούσε τη χώρα πίσω. Οι πεποιθήσεις του Παπαναστασίου διέφεραν αρκετά από εκείνες του Βενιζέλου, καθώς ο πρώτος, μέσω των μακρόχρονων σπουδών του στο εξωτερικό, είχε έρθει σε επαφή με σοσιαλιστικές αντιλήψεις, τις οποίες είχε σε μεγάλο βαθμό υιοθετήσει.

Στην πραγματικότητα, ο Παπαναστασίου έχει τον τίτλο του πρώτου ηγέτη της ελληνικής αριστεράς, σε μια εποχή που αυτή βρίσκονταν σε «νηπιακή» φάση, εξαιτίας της πλήρους σχεδόν έλλειψης βιομηχανικής ανάπτυξης και οργανωμένου εργατικού κινήματος. Παρά ταύτα, η Κοινωνιολογική Εταιρεία και αργότερα το Αγροτικό Εργατικό Κόμμα του 1926 αποτέλεσαν τις πρώτες αριστερές ομάδες του ελληνικού κοινοβουλίου, οι οποίες, παρά τη μικρή τους αριθμητική δύναμη προσέφεραν τεράστιο έργο, ασκώντας εντονότατη πίεση στις κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων και οδηγώντας στην ψήφιση σπουδαίων κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Ο τρόπος για να ερμηνεύσουμε αυτή την αναντιστοιχία της εκλογικής τους ισχύος με την επίδρασή τους στα πολιτικά τεκταινόμενα, έγκειται στο προσωπικό κύρος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και στην εκτίμηση του Βενιζέλου προς αυτόν, αλλά και στον λογικό και δίκαιο χαρακτήρα των προτάσεών τους. Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και στις εκλογές με πλειοψηφικό σύστημα, ο Παπαναστασίου συμμετείχε ως συνεργαζόμενος με τους Φιλελεύθερους και όχι ως Φιλελεύθερος.

Η κυβέρνηση Παπαναστασίου, 1932. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Μάλιστα, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1922, είχε μαζί με άλλους έξι πολιτικούς δημοκρατικών πεποιθήσεων δημοσιεύσει το Δημοκρατικό Μανιφέστο, ένα κείμενο-κόλαφο για τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο Μικρασιατικό μέτωπο, που υποστήριζε την κατάργηση της Μοναρχίας, με αποτέλεσμα να διωχθεί και να δικαστεί με συνήγορο τον Γεώργιο Παπανδρέου. Έτσι, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου δε μπορούσε να συμβιβαστεί με τη διστακτικότητα του Βενιζέλου στο πολιτειακό θέμα και, μετά από μια σύντομη θητεία του Γεώργιου Καφαντάρη, αναλαμβάνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον «αντιβασιλέα» ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Από τη νέα του θέση και με τη συνδρομή βενιζελικών πολιτικών και αξιωματικών, ο Παπαναστασίου κίνησε τις διαδικασίες για μετάβαση σε Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και την κατάρτιση νέου συνταγματικού χάρτη.

Η κριτική ότι οι διαδικασίες αυτές και ο τύπος με τον οποίο προχώρησαν δε διακρίνονταν από αυτό που θα ονομάζαμε «τάξη» ή «κανονικότητα» εξηγείται από τον κρίσιμο και εξαιρετικά ταραχώδη χαρακτήρα της περιόδου και από το αίσθημα αβεβαιότητας και οργής που διαχεόταν στο σύνολο της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, οι ενστάσεις αυτές δεν είναι ικανές να αμφισβητήσουν την ποιότητα των προθέσεων των περισσοτέρων και την αξία της μετάβασης σε ένα αληθινό δημοκρατικό καθεστώς. Στις 25 Μαρτίου του 1924 πραγματοποιήθηκε ψήφισμα στη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση για την ανακήρυξη αβασίλευτης Δημοκρατίας. Η επίσημη πολιτειακή αλλαγή ανακηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, διαπρεπή νομικό και βενιζελικό πολιτικό Κωνσταντίνο Ρακτιβάν. Στις 13 Απριλίου του 1924 διενεργήθηκε δημοψήφισμα με σκοπό την επικύρωση του ψηφίσματος της Βουλής.

Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Κωνσταντίνος Ρακτιβάν. Πηγή εικόνας: sansimera.gr

Το «ναι» στην αβασίλευτη Δημοκρατία έλαβε περίπου 70% των ψήφων. Παρά τις αποδοκιμασίες των αντιβενιζελικών και την ιστορική άποψη ότι σε ορισμένες περιοχές έγινε νοθεία, είναι βέβαιο ότι η τελική ετυμηγορία του λαού θα ήταν σαφώς υπέρ της αβασίλευτης, χωρίς αυτό, φυσικά, να λειτουργεί ως ελαφρυντικό για εκείνους (Βενιζελικοί αξιωματικοί) που προσπάθησαν να νοθεύσουν το αποτέλεσμα υπέρ του «ναι». Το ζήτημα κατά πόσο έγινε και από ποιους νοθεία παραμένει ασαφές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Ιωάννη Μεταξά, ότι και αν ακόμη υπήρξε νοθεία, αυτή ήταν σε βάρος του «ναι». Σε κάθε περίπτωση, το δημοψήφισμα αυτό ήταν οπωσδήποτε πολύ πιο άρτιο και θεμιτά διοργανωμένο από ότι τα αντίστοιχα του 1920, του 1935 ή του 1946.

Με ψήφισμά της αμέσως μετά, η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση προχώρησε στη μετονομασία του κράτους, αλλά και της θέσης του ναυάρχου Κουντουριώτη, σε Ελληνική Δημοκρατία και Πρόεδρο της Δημοκρατίας αντίστοιχα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διεθνής συγκυρία ευνόησε την πολιτειακή αλλαγή, καθώς τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στη Γαλλία, στην εξουσία ανέβαιναν δημοκρατικές-αριστερές κυβερνήσεις των Εργατικών του Ramsay MαcDonald και του “Cartel des Gauches” αντιστοίχως, καθώς δημιούργησαν ένα ευνοϊκό για τις ρεπουμπλικανικές δυνάμεις κλίμα.

Η ορκωμοσία του Παύλου Κουντουριώτη ως Προέδρου της Δημοκρατίας. Πηγή εικόνας: newsbreak.gr

Η Δεύτερη Δημοκρατία αποδείχθηκε ευαίσθητη και ασταθής, ανατρεπόμενη μόλις το 1935, ενώ μεσολάβησε η δικτατορία του Πάγκαλου, μη κατορθώνοντας να επουλώσει τα τραύματα του διχασμού. Ωστόσο, προσέφερε σημαντικό έργο σε κάθε σχεδόν τομέα της πολιτικής, κυρίως την τετραετία 1928-1932, διακυβέρνησης Βενιζέλου, και αποτέλεσε μια σημαντική νίκη για τις δημοκρατικές δυνάμεις που απέδειξαν ότι ο λαός είναι ώριμος για την αβασίλευτη δημοκρατία, η οποία με προσπάθεια μπορεί να λειτουργήσει και, άλλωστε, αποτελεί το μόνο είδος γνήσιας δημοκρατίας. Γι’ αυτό και ο Παπαναστασίου έλαβε το παρωνύμιο «Πατέρας της Δημοκρατίας». Η τελική δικαίωση των υγειών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που επιζητούσαν κατάργηση του «αλλόκοτου αυτού μορφώματος», όπως αποκαλούσε τη μοναρχία ο Ιωσήφ Μομφεράτος, έλαβε χώρα το 1974.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Αγριαντώνη, Χριστίνα, Αδάμη-Καρδαμήτση, Μαρία κ.ά. (2004), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1700-2000, τόμος 7,  Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
  • Παντελής, Μ. , Αντώνης, (2018), Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα: ΛΙΒΑΝΗΣ
  • Ρήγος, Άλκης, (1999), Η δεύτερη (Β’) ελληνική δημοκρατία 1924-1935, Αθήνα: Θεμέλιο

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Χριστοδούλου
Νίκος Χριστοδούλου
Γεννήθηκε το 2004 στη Κεφαλλονιά όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στη Νομική σχολή του ΕΚΠΑ. Εκπροσώπησε το νομό Κεφαλληνίας & Ιθάκης ως έφηβος βουλευτής 2020-2021. Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά και αγαπάει την αρθρογραφία με την οποία ασχολείται από τα μαθητικά του χρόνια με ιδιαίτερη αγάπη στα ιστορικά, πολιτικά και διεθνή θέματα. Στον ελεύθερο χρόνο του απολαμβάνει ταξίδια, θέατρο, κινηματογράφο, πολιτιστικές εκδηλώσεις.