Του Ντίνου Τρέλλη,
Ο λαός του Ισραήλ «μίλησε» στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου και ο Benjamin (“Bibi”) Netanyahu, Πρόεδρος του δεξιού κόμματος Likud και νυν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα επιστρέψει για έκτη φορά στηn πρωθυπουργία. Το ενδιαφέρον για την ατζέντα του «νέου» (παλιού) Πρωθυπουργού του Ισραήλ είναι σαφώς τεράστιο. Το μεγαλύτερο, όμως, ενδιαφέρον, από αυτή τη νέα θητεία, το προσελκύει η εξωτερική πολιτική. Τι να περιμένουμε, λοιπόν, σε αυτόν τον τομέα από τον εισερχόμενο Πρωθυπουργό του Ισραήλ και πόσο αυτή η θητεία θα είναι διαφορετική εν συγκρίσει με τις προηγούμενες κυβερνήσεις του;
Θα ακολουθήσει προσέγγιση των πιο βασικών πυλώνων, αυτή τη στιγμή, της Ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής για τη καλύτερη, συμπυκνωμένη ανάλυση: Το Παλαιστινιακό, οι σχέσεις με τα αραβικά κράτη, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, οι σχέσεις με τις Η.Π.Α., η στάση για τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και οι σχέσεις με τη Τουρκία.
Το αιώνιο ζήτημα περί δημιουργίας ή μη Παλαιστινιακού Κράτους θα βρίσκεται αναμφισβήτητα στη κορυφή της ατζέντας της κυβέρνησης Netanyahu. Σε αυτόν τον πυλώνα δεν αναμένεται να υπάρξει κάποια αλλαγή από τη παλιά «πλεύση» του Netanyahu. Η θέση τόσο του Likud όσο και των υπόλοιπων κομμάτων της προσεχούς συγκυβέρνησης είναι ξεκάθαρη: το Ισραήλ δεν πρέπει να αναγνωρίσει το «κράτος της Παλαιστίνης». Πρέπει να υπάρχει μόνο το κράτους του Ισραήλ έχοντας στην επικράτειά του τόσο τη Γάζα, όσο και τη Δυτική Όχθη. Οι Παλαιστίνιοι θεωρούνται Ισραηλινοί πολίτες αραβικής καταγωγής. Στις κατακραυγές και στις καταγγελίες της διεθνούς κοινότητας σχετικά με τους εβραϊκούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη και τους βομβαρδισμούς-απαντήσεις στην τρομοκρατική οργάνωση Hamas στη Γάζα, είναι σχεδόν βέβαιο πως η νέα κυβέρνηση θα τις αγνοήσει καθώς, βάσει δόγματος Netanyahu, η σκληρή αυτή στάση του Ισραήλ ευνοεί την ασφάλεια του κράτους και τα συμφέροντά του.
Οι σχέσεις με τα αραβικά κράτη δεν θα ταλανίσουν, στο βαθμό που ταλάνισαν στο παρελθόν, την κυβέρνηση και τη χώρα. Επί προεδρίας Donald Trump, στα πλαίσια των “Abraham Accords (Συμφωνιών του Αβραάμ)”, οι σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν ομαλοποιήθηκαν. Λίγο αργότερα, ομαλοποιήθηκαν και οι σχέσεις με το Μαρόκο, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρείται, αν και αργή σε ρυθμό, βελτίωση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία. Επιπροσθέτως, στο πρόσφατο παρελθόν έχει παρατηρηθεί τάση για ομαλοποίηση, από πλευράς αυτών, της Τυνησίας και της Λιβύης με το Ισραήλ. Όλα αυτά ευνοούν την κατάσταση ειρήνης στο Ισραήλ αλλά και την ευρύτερη περιοχή.
Οι σχέσεις, όμως, με τον Λίβανο και τη Συρία θα συνεχίσουν να ταλανίζουν το Ισραήλ. Στην πρώτη περίπτωση, η πρόσφατη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ (Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης) μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου, είναι το αίτιο, ενώ στη δεύτερη, η ύπαρξη Ιρανικών στρατευμάτων στην επικράτεια της χώρας. Κατά τη διάρκεια της εκλογικής περιόδου, ο Netanyahu συνεχώς κατέφευγε εναντίον της συμφωνίας για ΑΟΖ, την οποία ο απερχόμενος Πρωθυπουργός, Yair Lapid, χαρακτήριζε «εγγύηση ασφαλείας» για το Ισραήλ, καθώς αποφεύχθηκε η σύγκρουση με τη τρομοκρατική οργάνωση “Hezbollah”. Ο Netanyahu, ωστόσο, χαρακτήρισε τη συμφωνία «παράνομη», ενώ την ταυτίζει με πράξη υποταγής του Ισραήλ στον Λίβανο και τη Hezbollah. Μάλιστα, υποσχέθηκε πως σε περίπτωση πρωθυπουργίας του θα την αγνοήσει πλήρως. Έχει ενδιαφέρον το εάν θα τηρήσει την υπόσχεσή του καθώς πρόκειται για μία νέα κατάσταση για τη δική του εξωτερική πολιτική, ενώ δεν μπορεί να λησμονηθεί και ο κίνδυνος σύγκρουσης Ισραήλ-Hezbollah.
Σχετικά με το θέμα της Συρίας, η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει τις επιθέσεις σε εδάφη ελεγχόμενα από την κυβέρνηση της Συρίας με σκοπό τη διακοπή παροχής προς το Ιράν στρατιωτικού υλικού, αλλά και την εξολόθρευση Ιρανών στρατιωτικών στα κυβερνητικά εδάφη. Από τη στιγμή που ο Πρόεδρος της Συρίας, Bashar Al-Assad, δεν σταματά να στηρίζει το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν, δεν μπορεί να υπάρξει βελτίωση ή ομαλοποίηση σχέσεων με το Ισραήλ. Σε περίπτωση που αλλάξει στρατηγική, ο Benjamin Netanyahu, βάσει παλαιότερων δηλώσεων, ισχυρίζεται πως δεν έχει πρόβλημα με τη παραμονή του Assad στην εξουσία, ενώ δεν θα ήταν απίθανο να υπάρξει προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών. Η αλλαγή, όμως, της στάσης από πλευράς Συρίας δεν κρίνεται πιθανή.
Ο άλλος μείζων πυλώνας της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αναμένεται να φέρει μία πιθανή, ασυνήθιστη για τον Netanyahu, αλλαγή. Σε γενικές γραμμές, ο Benjamin Netanyahu αναμένεται να διατηρήσει την ίδια στρατηγική που τήρησε όσο ήταν Πρωθυπουργός: να δίνεται αγώνας μέσω διπλωματίας, διάφορων lobby, αλλά και της κριτικής του ίδιου του Netanyahu εναντίον της κυβέρνησης των Δημοκρατικών των Η.Π.Α. και αποτροπή επαναφοράς από τις Η.Π.Α. της Συμφωνίας για το Πυρηνικό Πρόγραμμα του Ιράν του 2015. Την ίδια περίπου γραμμή τήρησαν και οι δύο πιο πρόσφατοι Πρωθυπουργοί, ο απερχόμενος Yair Lapid και ο προκάτοχός του, Naftali Bennett.
Η διαφορά, ωστόσο, η οποία απέδωσε καρπούς για το Ισραήλ, καθώς δεν επαναφέρθηκε η συμφωνία, έγκειται στη τεχνική της “quiet diplomacy (μυστικής διπλωματίας)”. Σύμφωνα με αυτό το διπλωματικό δόγμα, επιχειρείται ο επηρεασμός της επιλογής ενός κράτους πάνω σε ένα ζήτημα μέσω μυστικών διαπραγματεύσεων. Ο Netanyahu δρούσε με το αντίθετο δόγμα (loud diplomacy) με σκοπό τον επηρεασμό της κοινής γνώμης των Η.Π.Α. Δεδομένης, όμως, της επιτυχίας της quiet diplomacy, υπάρχει πιθανότητα υιοθέτησης, μερικώς τουλάχιστον, αυτής της μεθόδου από αυτόν.
Οι σχέσεις Ισραήλ-Η.Π.Α., επί πρωθυπουργίας Benjamin Netanyahu, αναμένεται να αποτελέσουν ενδιαφέρον σημείο της διεθνούς σκηνής. Οι αναλυτές συμφωνούν στο γεγονός πως οι σχέσεις των δύο χωρών αναμένεται να μην είναι και τόσο ρόδινες, όπως και επί προεδρίας Barack Obama, εξαιτίας του αντίθετου προς τον Netanyahu οράματος του Προέδρου Joe Biden για τη Μέση Ανατολή. Η δέσμευση για οικονομική αρωγή στη Παλαιστινιακή Αρχή, η κριτική προς το Ισραήλ για τους εβραϊκούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη, η αρχική επιθυμία του Προέδρου των Η.Π.Α. για επανεξέταση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, η επιμονή για την ΑΟΖ Ισραήλ-Λιβάνου, αναμένεται να δοκιμάσουν τις σχέσεις των δύο συμμάχων. Ποιος θα είναι άραγε αυτός που θα υποχωρήσει εάν υπάρξει σύγκρουση και πόσο σοβαρή θα είναι; Μία πρόσφατη συνέντευξη του πρώην Πρωθυπουργού στο αγγλόφωνο ισραηλινό δίκτυο i24 NEWS, στην οποία κατηγορεί τον Πρωθυπουργό Yair Lapid για ανικανότητα αντίστασης προς τις Η.Π.Α., στο όνομα του συμφέροντος του Ισραήλ, μπορεί να αποτελέσει δείγμα της ετοιμότητας του Netanyahu για σύγκρουση με τον Πρόεδρο Biden.
Αν και χώρα του «δυτικού στρατοπέδου», το Ισραήλ δεν έχει παράσχει στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία. Αυτό ερμηνεύεται ως κίνηση αποκλειστικά για τη προστασία του εθνικού συμφέροντος. O Benjamin Netanyahu δήλωσε πως, σε περίπτωση που γίνει Πρωθυπουργός, θα εξετάσει την αλλαγή στρατηγικής του Ισραήλ σχετικά με τον πόλεμο έναντι της πολύπαθης Ουκρανίας. Κάνοντας επίκληση, ωστόσο, στο χαρακτηριστικό της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής, τον σκληρό ρεαλισμό, η επιλογή του Netanyahu είναι πολύ πιθανό να δυσαρεστήσει το Κίεβο καθώς η παροχή τέτοιου τύπου βοήθειας μπορεί να θεωρηθεί κίνδυνος για την εθνικό συμφέρον. Δεν θα ήταν απίθανο, όμως, ο Benjamin Netanyahu, ένα πρόσωπο το οποίο είχε θερμές σχέσεις με τον Vladimir Putin, να διεκδικήσει ρόλο μεσολαβητή.
Ο τελευταίας πυλώνας, που πρόσφατα επανήλθε στην επιφάνεια, αφορά άμεσα την Ελλάδα. Αυτός είναι οι σχέσεις του Ισραήλ με τη Τουρκία. Η κυβέρνηση Lapid εγκατέλειψε τη γραμμή Netanyahu για τις σχέσεις με τη Τουρκία, επιχειρώντας να αποκατασταθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Η γραμμή Lapid, ο οποίος κατέχει εκτός από το αξίωμα του Πρωθυπουργού και αυτό του Υπουργού Εξωτερικών, παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεξήγητη και ίσως επιπόλαια. Η Τουρκία, εν αντιθέσει, έχει λόγο να επιθυμεί την αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ: Αυτός δεν είναι άλλος από την επιχείρηση προσέγγισης της Washinghton και του Κογκρέσου μέσω της Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με τη γραμμή Netanyahu, η Τουρκία δεν αποτελεί αξιόπιστο σύμμαχο του Ισραήλ καθώς είναι μία χώρα η οποία επιτρέπει τη δραστηριοποίηση Ιρανών οι οποίοι θεωρούνται επικίνδυνοι για την ασφάλεια του Ισραήλ.
Επίσης, καταφεύγει συνεχώς εναντίον της χώρας υποστηρίζοντας ανοιχτά τη παλαιστινιακή πλευρά, ενώ προσπαθεί να σαμποτάρει τη συνεργασία του Ισραήλ με την Ελλάδα και την Κύπρο, τους πλέον σημαντικούς εταίρους στη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, εδώ πρέπει να δούμε τόσο τη στρατηγική του Recep Tayipp Erdogan, όσο και να λάβουμε υπόψη τον παράγοντα του quiet diplomacy. Ο πρώτος επιθυμεί τη διατήρηση σχέσεων με το Ισραήλ επί πρωθυπουργίας Netanyahu, ενώ πρέπει να αναρωτηθούμε το εάν και τι θα προσφέρει η Τουρκία στο Ισραήλ, ώστε αυτό να εγκαταλείψει τη συμμαχία με την Ελλάδα και τη Κύπρο; Δεν υπάρχει κάποια πρόσφατη δήλωση του πρώην Πρωθυπουργού πάνω στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας. Κάθε πρόβλεψη γίνεται βάσει της γνώριμης στρατηγικής του. Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα περιμένει με ενδιαφέρον και πιθανώς αγωνία τις εξελίξεις πάνω σε αυτό το θέμα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Raffi Berg, Israel-Lebanon gas field deal staves off war threat, BBC News, Διαθέσιμο εδώ
- Netanyahu says no problem with Syria’s Assad staying in power, i24 NEWS, Διαθέσιμο εδώ
- Yonah Jeremy Bob, How will a Netanyahu-led Israeli gov’t impact Iran policy? – analysis, The Jerusalem Post, Διαθέσιμο εδώ
- Netanyahu tells i24NEWS Lapid can’t ‘say no’ to U.S., i24NEWS, Διαθέσιμο εδώ
- Seth J. Franjman, The Turkey-Lebanon nexus that may confront Netanyahu – analysis, The Jerusalem Post, Διαθέσιμο εδώ