14.9 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΕπιχείρηση Compass: Το Blitzkrieg… αλά αγγλικά

Επιχείρηση Compass: Το Blitzkrieg… αλά αγγλικά


Του Δημήτρη Βασιλειάδη,

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στις επεκτατικές φιλοδοξίες της φασιστικής Ιταλίας στην αφρικανική ήπειρο και την προσπάθεια κυριαρχίας στο βόρειο τμήμα αυτής, μέσω μιας μεγάλης στρατιωτικής κινητοποίησης, η οποία έλαβε την κωδική ονομασία “Operazione E”. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τη βρετανική απάντηση στην άνωθεν επιχείρηση, η οποία έφερε στο φως, για άλλη μία φορά, τις πολλές αδυναμίες του ιταλικού στρατού.

Ωστόσο, για να κατανοήσει κανείς πλήρως τους λόγους της βρετανικής επικράτησης έναντι των ιταλικών δυνάμεων θα πρέπει να «γυρίσει τον χρόνο» λίγους μήνες πριν την εκδήλωση της αντεπίθεσης και, συγκεκριμένα, κατά την περίοδο της ιταλικής επίθεσης. Η τακτική υποχώρηση που πραγματοποίησαν οι Βρετανοί, σε συνδυασμό με τις στοχευμένες επιθέσεις της αεροπορίας και του ναυτικού, απέδωσε πολλαπλά οφέλη στους αμυνόμενους. Ειδικότερα, όχι μόνο μπόρεσαν να προφυλάξουν τις, λιγοστές συγκριτικά με τον ιταλικό στρατό, δυνάμεις τους και να αμυνθούν αποτελεσματικά, αλλά ήρθαν και σε επαφή με την οργάνωση και τον τρόπο ανάπτυξης των ιταλικών δυνάμεων. Το γεγονός αυτό οπωσδήποτε τους έδωσε πλήθος δεδομένων, τα οποία αξιοποίησαν, ώστε να είναι όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη η αντεπίθεσή τους.

Πάμε, όμως, να «πιάσουμε» τα πράγματα από την αρχή. Μετά το τέλος της ιταλικής προέλασης, το βρετανικό επιτελείο αποφάσισε ότι η επιτυχής αντιμετώπιση της επίθεσης που κλήθηκε να αντιμετωπίσει έπρεπε να συνοδευτεί και από την εκδήλωση μιας αντεπίθεσης, προκειμένου να απωθήσει τις ιταλικές δυνάμεις πίσω στα λιβυκά εδάφη. Έτσι λοιπόν, σχεδιάστηκε μία επιχείρηση διάρκειας 5 ημερών, η οποία έλαβε την κωδική ονομασία “Compass”. Η άρτια υποστήριξη των μαχόμενων δυνάμεων, η ταχύτατη προέλαση και η εκμετάλλευση κάθε αδυναμίας των ιταλικών δυνάμεων ήταν κομβικής σημασίας για τους Βρετανούς, οι οποίοι υστερούσαν αριθμητικά, διαθέτοντας περίπου 35 χιλιάδες άνδρες.

Ιταλοί αιχμάλωτοι κατά τη διάρκεια της βρετανικής αντεπίθεσης. Πηγή εικόνας: upload.wikimedia.org

Στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1940, όλα έδειχναν έτοιμα για την έναρξη της επιχείρησης. Στις 9 Δεκεμβρίου, οι βρετανικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε περιοχές, όπου είχαν στρατοπεδεύσει ιταλικά στρατεύματα. Η σύγκρουση που ακολούθησε έμεινε γνωστή ως «μάχη των στρατοπέδων». Την πρώτη μέρα της μάχης, οι Βρετανοί κατάφεραν να αιφνιδιάσουν τις ιταλικές δυνάμεις και να εκμηδενίσουν κάθε προσπάθεια αντίστασης. Χιλιάδες Ιταλοί στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι επιτιθέμενοι απέκτησαν πρόσβαση σε πολεμικό ζωτικής σημασίας για τη συνέχεια της επιχείρησης.

Την επόμενη μέρα, στις 10 Δεκεμβρίου, στόχος της βρετανικής επίθεσης τέθηκε το λιμάνι Sidi Barrani. Στο τέλος της σύγκρουσης, οι Βρετανοί αναδείχθηκαν ακόμα μία φορά νικητές, με τους Ιταλούς να έχουν υποστεί βαριές απώλειες. Συγκεκριμένα, οι απώλειες των ιταλικών δυνάμεων ανήλθαν σε περίπου 4 χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους και σε 28 χιλιάδες αιχμαλώτους. Οι παραπάνω βαριές απώλειες ανάγκασαν τις υπόλοιπες ιταλικές δυνάμεις να αποσυρθούν από τα αιγυπτιακά εδάφη και να προσπαθήσουν να ανασυνταχθούν στη Λιβύη. Η «μάχη των στρατοπέδων», όπως είναι αντιληπτό, βρήκε νικητές τους Βρετανούς, με τις ιταλικές δυνάμεις να μετρούν χιλιάδες απώλειες.

Η επιχείρηση είχε πετύχει απόλυτα τον στόχο της. Ωστόσο, ο επικεφαλής των επιτιθέμενων, Richard O΄ Connor, διέβλεπε μία χρυσή ευκαιρία συντριβής του αντιπάλου του. Συγκεκριμένα, πίστευε ότι σε περίπτωση που ο αντίπαλος δεν είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, οι βρετανικές δυνάμεις θα ήταν σε θέση να τον εξουδετερώσουν. Για αυτό το λόγο, οι επιτιθέμενες δυνάμεις συνέχισαν την καταδίωξη των Ιταλών. Επόμενο «θύμα» τους υπήρξε το οχυρό Capuzzo.

Χάρτης που αποτυπώνει την επιχείρηση Compass. Πηγή εικόνας: upload.wikimedia.org

Σχεδόν έναν μήνα μετά την έναρξη της επιχείρησης, οι επιτιθέμενοι ήρθαν αντιμέτωποι με την πρώτη απόπειρα εκδήλωσης σοβαρής αντίστασης. Συγκεκριμένα, στην πόλη Bardia, 40 χιλιάδες περίπου Ιταλοί είχαν οχυρωθεί στην πόλη, αναμένοντας τη βρετανική επίθεση. Έπειτα από 2 εβδομάδες σκληρών συγκρούσεων, οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη με χιλιάδες από τους υπερασπιστές της να αιχμαλωτίζονται. Επόμενος στόχος των επιτιθέμενων το Tobruk. Για την υπεράσπιση της πόλης είχε συγκεντρωθεί μία δύναμη 25 χιλιάδων Ιταλών. Από την άλλη πλευρά, οι επιτιθέμενες δυνάμεις δεν θα εξαπέλυαν όλη τη δύναμη πυρός που διέθεταν, καθώς ένα σημαντικό μέρος αυτών θα έμενε εκτός μάχης προκειμένου να συνεχίσει την προέλαση. Στις 21 Ιανουαρίου ξεκίνησε η σύγκρουση, με την πόλη να παραδίνεται μόλις την επόμενη μέρα. Για άλλη μία φορά οι Ιταλοί αιχμάλωτοι ήταν χιλιάδες, ενώ στα χέρια των επιτιθέμενων «έπεσε» πλούσιο πολεμικό υλικό.

Η καταιγιστική προέλαση των Βρετανών συνεχίστηκε. Επόμενος στόχος ήταν οι πόλεις Derna και Mechili. Αμφότερες κατελήφθησαν στα τέλη Ιανουαρίου. Το ηθικό των Ιταλών βρισκόταν πλέον στο ναδίρ, με τις δυνάμεις τους να έχουν μειωθεί σημαντικά. Οι επιτιθέμενες δυνάμεις δεν αντιμετώπιζαν τέτοια προβλήματα, αλλά η ραγδαία εξάπλωσή τους τις είχε εξαντλήσει. Ωστόσο, η ευκαιρία να καταστρέψουν μία ολόκληρη στρατιά ήταν πιο κοντά από ποτέ. Για τον λόγο αυτό, οι μονάδες που είχαν πολεμήσει στο Tobruk, οι οποίες αποτελούνταν από Αυστραλούς στρατιώτες, συνέχισαν την καταδίωξη των Ιταλών μέσω του παραλιακού δρόμου. Οι υπόλοιπες δυνάμεις θα διέσχιζαν το εσωτερικό της Κυρηναϊκής, με στόχο να εγκλωβίσουν τους υποχωρούντες Ιταλούς.

Όπως όλες οι άλλες πτυχές της επιχείρησης, έτσι και αυτή στέφθηκε με επιτυχία. Οι Ιταλοί εγκλωβίστηκαν στην πόλη Beda Fomm και η ιταλική 10η Στρατιά, που πριν λίγους μήνες είχε εισέλθει στο εσωτερικό της Αιγύπτου, αφανίστηκε. Λίγες μέρες αργότερα, η επιχείρηση έλαβε επίσημα τέλος με την κατάληψη της πόλης El Agheila. Ο Richard O΄ Connor ζήτησε να του σταλούν ενισχύσεις, προκειμένου να συνεχίσει την πορεία του στο εσωτερικό της Λιβύης. Ωστόσο, το βρετανικό επιτελείο αρνήθηκε να κάνει δεκτό το αίτημά του και έστειλε σημαντικό μέρος των δυνάμεων στην Ελλάδα. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Erwin Rommel αφίχθη στη Λιβύη και τα δεδομένα ανατράπηκαν.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Bauer, Eddy (2000), The History of World War II, New York: Galahad Books
  • Carver, Michael (2002), Dilemmas of the Desert War: The Libyan Campaign 1940–1942, London: Batsford Books

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Βασιλειάδης
Δημήτρης Βασιλειάδης
Γεννήθηκε το 2001 στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στο τέταρτο έτος των σπουδών του στη σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει σε συνέδρια και σεμινάρια που αφορούν το αντικείμενο σπουδών του. Ενδιαφέρεται για τη μελέτη της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και την εξωτερική πολιτική των κρατών σε αυτά τα χρόνια.