20.8 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Μαγνητικά πεδία» (2021): Με low-budget και αυτοσχεδιασμό, είναι η ταινία που κατάφερε...

«Μαγνητικά πεδία» (2021): Με low-budget και αυτοσχεδιασμό, είναι η ταινία που κατάφερε να κερδίσει κοινό και κριτικούς


Της Νεφέλης Κατσιγιαννάκη,

Το καλοκαίρι που μας πέρασε, σύμφωνα με τα εισιτήρια που έκοψαν τα ελληνικά θερινά σινεμά, μία ήταν η ταινία που σημάδεψε τη θερινή κινηματογραφική σεζόν, τα Μαγνητικά Πεδία. Πολλά υποσχόμενη, λόγω των έξι βραβείων που κατάφερε να αποσπάσει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, «έσπασε» τα ταμεία των θερινών σινεμά της Αθήνας κι όχι μόνο…

Πηγή Εικόνας: cinobo.gr

Μάλλον κιόλας, κινηματογραφικά φαινόμενα, όπως τα Μαγνητικά Πεδία, επαναπροσδιορίζουν τη σχέση κινηματογραφικής αίθουσας και θεατών στην Ελλάδα, καθιστώντας το θερινό σινεμά ένα πολυαγαπημένο χόμπι μέσα στον καλοκαιρινό καύσωνα και ισοσκελίζοντας κατά κάποιο τρόπο τις άδειες ή μισογεμάτες αίθουσες των χειμερινών σινεμά. Μπορεί, λοιπόν, ο κινηματογράφος εν γένει να «πεθαίνει» –όπως δείχνουν δυστυχώς οι πωλήσεις εισιτηρίων διεθνώς– και να επανασχηματίζεται σε κατανάλωση μέσα από streaming πλατφόρμες στην άνεση του καναπέ μας, παρόλα αυτά, τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο, μικρά «διαμαντάκια» καταφέρνουν να γεννηθούν και να χαίρουν υψηλής εκτίμησης τόσο από κοινό όσο και από κριτικούς. Το να καταφέρνει, επομένως, μια ταινία να αγαπηθεί τόσο από τους κριτικούς, με τα ευλόγως υψηλά κριτήρια που θέτουν στην κινηματογραφική τέχνη, όσο και μαζικά από τον πληθυσμό της Ελλάδας, ξεφεύγοντας κάπως από τα περιορισμένα όρια των «γνωστών» σινεφίλ, αποτελεί από μόνο του ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο.

Η ταινία δημιουργήθηκε κυριολεκτικά με ένα τετραψήφιο budget και με ένα συνεργείο που αγγίζει τα όρια ερασιτεχνικής προσπάθειας. Με μόνο δύο ηθοποιούς, την Έλενα Τοπαλίδου και τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, ο σκηνοθέτης, Γιώργος Γούσης, καταφέρνει με έναν κάπως μαγικό τρόπο, οτιδήποτε λείπει σε σκηνικά, κομπάρσους και υψηλής τεχνολογίας κινηματογραφικά μέσα, να το αποδώσει με περίσσιο συναίσθημα και χιούμορ και να δημιουργήσει μια πλούσια ρομαντική κωμωδία, με όλη τη σημασία των λέξεων.

Η Έλενα και ο Αντώνης, έχοντας «λευκή επιταγή» από τον Γούση να αυτοσχεδιάσουν και να πλάσουν με το υποκριτικό τους ταλέντο τους ίδιους τους χαρακτήρες, χωρίς να περιορίζονται από κάποιο αυστηρό σεναριογραφικό πλαίσιο, δίνουν με αυτόν τον τρόπο ένα κομμάτι από τον εαυτό τους στην ταινία και θολώνουν τα όρια μεταξύ ηθοποιού και ρόλου. Οι έξυπνες και αστείες ατάκες που διαδέχονται η μία μετά την άλλη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, αλλά και η επαφή με ανθρώπινα συναισθήματα που ταλανίζουν τον σύγχρονο τρόπο ζωής, όπως η μοναξιά, δημιουργούν ένα φιλικό κλίμα και έναν οικείο δεσμό μεταξύ της Έλενας και του Αντώνη με το κινηματογραφικό κοινό. Άλλωστε, η επιλογή ονοματοδοσίας των πρωταγωνιστών με τα πραγματικά ονόματα των ηθοποιών υποδεικνύει ίσως την ψυχή και το μεράκι που έβαλαν και οι δύο σε αυτή την αξιόλογη κινηματογραφική προσπάθεια.

Πηγή Εικόνας: cinobo.gr

Η έλλειψη σαφούς πλοκής αποτέλεσε το μοναδικό «μελανό» σημείο της ταινίας και το μοναδικό σημείο κριτικής εκ μέρους κάποιων θεατών, οι οποίοι προτιμούν πιο συγκροτημένες κινηματογραφικά ταινίες, που είτε είναι με hollywood budget είτε το αγγίζουν αρκετά. Όμως, αν παραμερίσει κάποιος τα προσωπικά κινηματογραφικά του γούστα και αφεθεί στη μόλις 78 λεπτών ταινία, θα ανακαλύψει μια μαγεία, η οποία δεν μπορεί να βρεθεί στο είδος των ταινιών που έχουμε συνηθίσει από μικρή ηλικία να καταναλώνουμε. Ίσως να μην έχει να προσφέρει ένα βαθύτερο νόημα, υψηλή αισθητική ή μια πλοκή με αγωνία, δράση και μυστήριο· η απλότητα, παρόλα αυτά, που τη χαρακτηρίζει, είναι κάτι που λείπει πια από πολλές κινηματογραφικές προσπάθειες. Με αυτό το «δυνατό» της όπλο, λοιπόν, η ταινία αποτελεί την επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στα βραβεία Όσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας για το Βραβείο της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Αν και έχει πολλά να «ζηλέψει» από τις συνυποψήφιές της σε budget και φανταχτερά σκηνικά, όσον αφορά τα συναισθήματα που καταφέρνει να μεταδώσει στο κινηματογραφικό κοινό, είμαι σίγουρη ότι τα Μαγνητικά Πεδία θα καταφέρουν να σταθούν ισάξια με τις υπόλοιπες ξενόγλωσσες συμμετοχές.

Ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος, ιδίως την τελευταία δεκαετία, μέσα από το greek weird wave, έχει πετύχει να δημιουργήσει κινηματογραφικά προϊόντα που ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία και την τόλμη τους. Αν κάτι έχουν κερδίσει με την αξία τους οι Έλληνες filmmakers, είναι να ξεφύγουν από τετριμμένα κινηματογραφικά καλούπια των blockbuster ταινιών και μια κακέκτυπη απομίμηση ξένων ταινιών. Μπορεί, βεβαίως, όλες οι κινηματογραφικές παραγωγές να μην χαίρουν καθολικής αγάπης από το ελληνικό κινηματογραφικό κοινό, όμως αναμφισβήτητα κανείς δεν μπορεί να τις κατηγορήσει για έλλειψη μοναδικότητας και σκληρής δουλειάς.

Εύχομαι, λοιπόν, καλή τύχη στην ελληνική υποψηφιότητα για τα Όσκαρ, αλλά πολύ περισσότερο ελπίζω τα Μαγνητικά Πεδία να κατάφεραν να επαναφέρουν την αγάπη για τη μεγάλη κινηματογραφική οθόνη, που δυστυχώς χάσαμε τα προηγούμενα δύο χρόνια λόγω της πανδημίας του covid-19.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Μαγνητικά Πεδία (2022), Κριτική, Ηλίας Φραγκούλης, Free Cinema, διαθέσιμο εδώ.
  • Μαγνητικά Πεδία, Κριτική, Οδυσσέας Βάσης, Flix.gr, διαθέσιμο εδώ.
  • Μαγνητικά Πεδία, Κριτική, Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος, Lifo.gr, διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νεφέλη Κατσιγιαννάκη
Νεφέλη Κατσιγιαννάκη
Γεννήθηκε λίγο πριν την 2 η χιλιετία (1999) και είναι τελειόφοιτη στο Τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ. Από μικρή ανέπτυξε μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία, ενώ στην εφηβεία ανακάλυψε τη μαγεία του κινηματογράφου. Γνωρίζει Αγγλικά και Γερμανικά, αλλά θα ήθελε –αν ήταν δυνατόν -να μάθει κάθε γλώσσα που υπάρχει, ώστε να έχει πρόσβαση σε κάθε πολιτισμό και κουλτούρα του κόσμου. Αν μπορούσε να παγώσει τον χρόνο, θα επέλεγε το τέλειο Κυριακάτικο πρωινό, όπου μπορεί να απολαύσει τον καφέ της ακούγοντας ραδιοφώνο και διαβάζοντας το αγαπημένο της βιβλίο.