14.9 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΌταν δύο ορκισμένοι εχθροί ξεμένουν από φίλους: Οι σοβιετo-τουρκικές σχέσεις στα χρόνια...

Όταν δύο ορκισμένοι εχθροί ξεμένουν από φίλους: Οι σοβιετo-τουρκικές σχέσεις στα χρόνια του μεσοπολέμου (1919-1939)


Του Βασίλη Καρατσιώλη,

Μετά από τέσσερις αιώνες αμοιβαίου μίσους και πολύχρονων πολέμων, η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ρωσίας και η «δημοκρατική» κυβέρνηση της Τουρκίας έγιναν σύμμαχοι στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Στο ακόλουθο άρθρο θα αναλυθούν οι οικονομικές, πολιτιστικές και στρατιωτικές συμφωνίες και επιρροές μεταξύ αυτών των δυο άσπονδων εχθρών, που λόγω της περικύκλωσής τους από εχθρούς και της απελπισίας που βίωναν βρήκαν ένα προσωρινό στήριγμα ο ένας στο πρόσωπο του άλλου κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.

Οι πρώτες επαφές πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των συνεδρίων της Havza, του Erzurum και του Sivas. Ήταν συνελεύσεις του Τουρκικού Εθνικού Κινήματος και των Τούρκων Επαναστατών για την οργάνωση και καταπολέμηση των ξένων δυνάμεων στα εδάφη της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το συνέδριο συγκεκριμένα του Erzurum έπαιξε θεμελιώδη ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της σύγχρονης Τουρκίας. Εκεί στάλθηκαν σοβιετικοί αντιπρόσωποι και μετά το συνέδριο του Σίβας ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ έστειλε έναν αξιωματούχο (Χαλίλ Πασά) στη Μόσχα, με σκοπό την βελτίωση των σχέσεων και την παροχή βοήθειας σε υλικά αγαθά.

Η βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία επικυρώθηκε και από τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Κατά την πρώτη συνεδρίαση του συμβουλίου στο κοινοβούλιο στις 5 Μαΐου 1920, οι βουλευτές συμφώνησαν ότι ήταν ζωτικής σημασίας να βελτιωθούν οι σχέσεις με τη Ρωσία, καθώς και οι δύο πλευρές είχαν ακριβώς τους ίδιους εχθρούς. Ως αποτέλεσμα, συγκροτήθηκε μια επιτροπή που στάλθηκε στη Μόσχα, για να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις.

Το μνημείο της Δημοκρατίας, που ανεγέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1928 με τις απεικονίσεις του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του İsmet İnönü και του Fevzi Çakmak. Από πίσω τους στέκονται οι μορφές των Kliment Voroshilov και Semyon Aralov. Πηγή εικόνας: Wikipedia

Η επιτροπή με επικεφαλής τον Σαμί Μπεκίρ είχε φτάσει στη Μόσχα στις 19 Ιουλίου 1920 και επικοινώνησε με σημαντικούς Σοβιετικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Βλαντιμίρ Λένιν. Επιστρέφοντας, η επιτροπή έφερε μια επιστολή από τον Georgy Chicherin. Αμέσως µετά τις διαπραγματεύσεις στη Μόσχα, µία επιτροπή στάλθηκε από τη Μόσχα στην Άγκυρα. Η ρωσική επιτροπή έφτασε στην Άγκυρα στις 4 Οκτωβρίου 1920 και ίδρυσε σοβιετική πρεσβεία στη νέα πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους στις 9 Νοεμβρίου 1920. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς δείχνει την υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας προς την κυβέρνηση της Άγκυρας, παρά την ύπαρξη της μοναρχικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη.

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ο Μουσταφά Κεμάλ είχε γράψει επιστολές στον Λένιν και τον Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος εκτελούσε χρέη πολιτικού επιτρόπου των Ανατολικών Εθνών. Ο Στάλιν έπαιζε ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας και ήταν ισχυρός υποστηρικτής των καλών σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Η διαφωνία μεταξύ της Τουρκίας και της Αρμενίας ήταν το μόνο σημαντικό πρόβλημα που εμπόδιζε την υπογραφή μιας συνολικής συνθήκης συμμαχίας μεταξύ της Τουρκίας και της Σοβιετικής Ρωσίας.

Αφότου αυτό το πρόβλημα επιλύθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1920 με τη Συνθήκη της Alexandropol, οι διαπραγματεύσεις άρχισαν να προχωρούν ταχύτερα και με πιο απτά αποτελέσματα. Έτσι, μια τουρκική επιτροπή στάλθηκε στη Μόσχα, για να συζητήσει μια ευρεία συνθήκη συμμαχίας μεταξύ των δύο πλευρών. Η επιτροπή έγινε δεκτή με στρατιωτική τελετή στις 19 Φεβρουαρίου 1921.

Ο Ατατούρκ με Σοβιετικούς αξιωματούχους πριν από την επίθεση της Σμύρνης. 23 Μαρτίου 1922. Πηγή εικόνας: Gürel, Berk, 1919-1939 Turkey-USSR Relations, Ted Ankara College Gollege Foundation High School

Μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, η συμφωνία Φιλίας και Αδελφοσύνης μεταξύ Τουρκίας και Σοβιετικής Ρωσίας ή με άλλα λόγια «Η Συνθήκη της Μόσχας» υπογράφηκε στις 16 Μαρτίου 1921. Είναι σημαντικό, καθώς τότε η Σοβιετική Ρωσία είχε αναγνωρίσει επίσημα την τουρκική κυβέρνηση και επίσης τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας ήταν εξασφαλισμένα. Η σοβιετική κυβέρνηση συμφώνησε επίσης να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στον τουρκικό στρατό. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Μόσχας, και οι δύο ηγέτες, ο Ατατούρκ και ο Λένιν, εκφώνησαν λόγους για τη σημασία της συμφωνίας.

Συγκεκριμένα, υπογράφτηκαν οι παρακάτω όροι:

  1. Η Τουρκία δεν θα αναγνωρίσει καμία συμφωνία που δεν έχει κάνει η Ρωσία όπως και το αντίστροφο. Η Ρωσία δεν αναγνώρισε τη Συνθήκη των Σεβρών.
  2. Όλες οι συμφωνίες που είχαν υπογραφεί μεταξύ της τσαρικής Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα θεωρούνταν άκυρες.
  3. Η Σοβιετική Ρωσία θα αναγνώριζε τις εντολές του Misak-I Milli (Εθνικό Σύμφωνο ή Εθνικός Όρκος: είναι το σύνολο των έξι αποφάσεων που ελήφθησαν από την τελευταία θητεία του οθωμανικού κοινοβουλίου).
  4. Όλες οι συνθηκολογήσεις θα καταργούνταν. Το Μπατούμ θα δινόταν στη Ρωσία και τα σύνορα μεταξύ των δύο πλευρών θα γίνονταν αποδεκτά.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ρωσία υποπτευόταν ότι η υπόλοιπη Ευρώπη άρχιζε να εμπλέκεται σε μια συμμαχία εναντίον της. Επιπλέον, η Σοβιετική Ένωση δεν προσκλήθηκε στη διάσκεψη του Λοκάρνο στις 15 Οκτωβρίου 1925, όπου το θέμα ήταν η Γερμανία. Η Γερμανία προσπαθούσε να ελαφρύνει τις κυρώσεις εις βάρος της που είχαν υπογραφεί στη Συνθήκη των Βερσαλλιών και αυτό προκαλούσε δυσαρέσκεια στην Ευρώπη. Στη διάσκεψη αυτή έγιναν διαπραγματεύσεις και εξασφαλίστηκαν τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας με τη Συνθήκη του Λοκάρνο. Ωστόσο, τα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας παρέμειναν αβέβαια.

Φωτογραφία από το μέτωπο της επίθεσης στη Σμύρνη. Ο καθιστός στρατιώτης στη φωτογραφία είναι σοβιετικός αξιωματούχος με στολή του «κόκκινου στρατού». Πηγή εικόνας: Gürel, Berk, 1919-1939 Turkey-USSR Relations, Ted Ankara College Gollege Foundation High School

Εντωμεταξύ, στην Τουρκία η νεοσύστατη δημοκρατική κυβέρνηση αγωνιζόταν να αντιμετωπίσει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Οι δύσκολες συνθήκες και για τις δύο πλευρές έκαναν τις δύο αυτές χώρες να έρθουν πιο κοντά. Πολύ σημαντικό γεγονός ήταν η «τουρκοσοβιετική συμφωνία μη επίθεσης και φιλίας», η οποία υπογράφηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1925. Η συμφωνία αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως απάντηση στη Συνθήκη του Λοκάρνο. Οι δύο πλευρές δεν θα επιτίθεντο η μία στην άλλη. Αν η μία πλευρά θα δεχόταν επίθεση από τρίτη χώρα, η άλλη θα παρέμενε ουδέτερη. Επιπλέον, η κάθε πλευρά δεν θα προέβαινε σε πολιτικές διευθετήσεις εις βάρος της άλλης και θα συμβουλευόταν και θα ενημέρωνε την άλλη πριν υπογράψει συμφωνία με τρίτη χώρα. Οι σχέσεις κατά την περίοδο 1926-1930 βασίζονταν κυρίως σε διεθνείς συμμαχίες και διαπραγματεύσεις με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η πρώτη επιτροπή που στάλθηκε στη Μόσχα από τον Μουσταφά Κεμάλ είχε ζητήσει στρατιωτική βοήθεια από την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων, για να στηρίξει τον εν εξελίξει «τουρκικό πόλεμο ανεξαρτησίας». Οι επιτροπές συμφώνησαν, αλλά η στρατιωτική βοήθεια θα έφτανε μέσω θαλάσσιων οδών, λόγω του κινδύνου των χερσαίων δρόμων. Αυτή η βοήθεια ξεκίνησε στις 22 Σεπτεμβρίου 1920. Η Σοβιετική Ρωσία βοήθησε επίσης στη συντήρηση των τουρκικών κανονιοφόρων και δώρισε δύο αντιτορπιλικά, το Zhivoy (ζωντανό) και το Zhutky (Τρομερό). Υπό την καθοδήγηση σοβιετικών εμπειρογνωμόνων, κατασκευάστηκαν στην Τουρκία δύο εργοστάσια πυρομαχικών. Στις 26 Νοεμβρίου 1921 η Σοβιετική Ρωσία άρχισε να υποστηρίζει τον τουρκικό στρατό με πρώτες ύλες για στρατιωτικό εξοπλισμό. Ο πρέσβης Αράλοφ είχε δηλώσει στους Σοβιετικούς αξιωματούχους ότι η Σοβιετική Ένωση δεν θα έπρεπε να περιμένει μια εχθρική στρατιωτική επίθεση από την Τουρκία και ότι, επίσης, το κίνημα ανεξαρτησίας στην Ανατολία πρέπει να πετύχει, καθώς η Τουρκία και η Ρωσία έχουν κοινά οφέλη στο θέμα αυτό.

Παρακάτω παρατίθενται κάποια στοιχεία σχετικά με τη συνολική στρατιωτική συνεισφορά των Σοβιετικών στον αγώνα των Κεμαλιστών:

  • 39.000 τουφέκια
  • 327 πολυβόλα
  • 54 κανόνια
  • 63.000.000 φυσίγγια
  • 147.000 οβίδες
  • 10.000.000 χρυσά ρούβλια για στρατιωτικά έξοδα

    Καρτ ποστάλ με τη ρωσική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης. Πηγή εικόνας: Wikipedia

Οι σχέσεις της περιόδου 1920-1930 μπορούν να θεωρηθούν επωφελείς και αμοιβαίες και για τις δύο πλευρές. Υπάρχει ακόμα μια αμφιβολία ως προς το εάν θα ήταν ίδιο το αποτέλεσμα του «Τουρκικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας» χωρίς τη στρατιωτική βοήθεια της Ρωσίας. Ο κύριος λόγος πίσω από την προθυμία της Ρωσίας να καταστήσει την Τουρκία σύμμαχο ήταν να μετατρέψει το φαινομενικά δημοκρατικό καθεστώς της Τουρκίας σε κομμουνιστικό, ενώ η τουρκική κυβέρνηση το είχε χρησιμοποιήσει ως ατού, για να κερδίσει την πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης.

Ενώ οι καλές σχέσεις βελτιώνονταν σταδιακά, η πολιτιστική επαφή ήταν αναπόφευκτη. Έτσι, η συνεχιζόμενη αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο χωρών μεταπήδησε στον πνευματικό τομέα. Αυτή αφορούσε την εκπαίδευση, την επιστήμη και την τέχνη. Ωστόσο, οι καλές σχέσεις δεν μπόρεσαν να είναι μόνιμες. Αφού έζησαν τη χρυσή εποχή της δεκαετίας του 1920, οι τουρκο-σοβιετικές σχέσεις άρχισαν να χειροτερεύουν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δύο αυτές χώρες από φίλες έγιναν εχθροί, κυρίως λόγω της επιθετικής πολιτικής του Στάλιν και της ένταξης της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Debo, Richard (1992), Survival and Consolidation: The Foreign Policy of Soviet Russia, 1918-1921, McGill-Queen’s University Press
  • Gökay, Bülent (2012), Soviet Eastern Policy and Turkey, 1920-1991: Soviet Foreign Policy, Turkey and Communism, Routledge
  • Gürel, Berk, 1919-1939 Turkey-USSR Relations, Ted Ankara College Gollege Foundation High School
  • Jowett, Philip (2015), Armies of the Greek-Turkish War 1919–22 (Men-at-Arms), Osprey Publishing

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Καρατσιώλης
Βασίλης Καρατσιώλης
Γεννήθηκε το 1999 στην Νάουσα του νόμου Ημαθίας και είναι απόφοιτος πανεπιστημίου. Το πάθος του είναι είναι η Ρωσική και η Σοβιετική στρατιωτική Ιστορία. Μέσω της αρθρογραφίας θέλει να προσφέρει τις γνώσεις του πάνω σε θέματα που τον ενδιαφέρουν.