12 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αντισυνταγματικότητα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων και το βάρος της πολιτικής ευθύνης

Η αντισυνταγματικότητα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων και το βάρος της πολιτικής ευθύνης


Της Ιωάννας Μπινιάρη,

Με αφορμή την πρόσφατη καταγγελία και μήνυση του προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ/ΚΙΝ.ΑΛ., Νίκου Ανδρουλάκη, για παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του, τίθεται στο προσκήνιο το ζήτημα περί σεβασμού του απορρήτου των επικοινωνιών, αλλά και της κατάφωρης παραβίασης του Συντάγματος. Πέρα, όμως, από το ότι πρόκειται για ένα σοβαρό πολιτικό και πολιτειακό ζήτημα, το οποίο συνεπάγεται την αντικειμενική πολιτική ευθύνη του ίδιου του Πρωθυπουργού, υφίσταται και η νομική όψη του ζητήματος, που αφορά την καταφανή παραβίαση του άρθρου 19 του Συντάγματος.

Αρχικά, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος: «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις, υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Άρα, προστατεύεται το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με κάθε άλλο τρόπο, όπως είναι ιδίως η τηλεφωνική επικοινωνία. Ταυτόχρονα, προβλέπεται ότι νόμος ορίζει τις εγγυήσεις κάτω από τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Παρόμοιες, μάλιστα, είναι και οι διατάξεις του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Πηγή εικόνας: cnn.gr, Φωτογράφος και δικαιώματα χρήσης: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΧΟΣ / INTIME NEWS

Ειδικότερα, η διαδικασία άρσης του απορρήτου προβλέπεται στο άρθρο 3 του Ν. 2225/1994, βάσει του οποίου αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλλει μόνο δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή, στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση, προς τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών. Πάντως, αν και στην εν λόγω διάταξη δεν διευκρινίζεται περαιτέρω τι συνιστά «εθνική ασφάλεια», καθώς πρόκειται για μια αόριστη νομική έννοια, θα λέγαμε ότι σε αυτήν περιλαμβάνεται αποκλειστικά ό,τι αναφέρεται στην προάσπιση της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων. Αξίζει να αναφερθεί ότι, σε περίπτωση άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν απαιτείται αιτιολογία επιβολής της άρσης, όπως αυτό απαιτείται για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 2225/1994.

Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι το συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών δύναται να περιοριστεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό ιδιαιτέρως αυστηρές προϋποθέσεις, ενώ η προστασία του θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυξημένη, όταν πρόκειται για βουλευτές, πολιτικά πρόσωπα ή πρόσωπα με σημαίνουσα θεσμική ιδιότητα. Με αυτόν τον τρόπο, άλλωστε, διασφαλίζεται η δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος και χτίζονται τα ηθικοπολιτικά θεμέλια της δημόσιας ζωής.

Δέον, ακόμη, να επισημανθεί ότι η συνταγματική θεωρία της Μεταπολίτευσης έχει επανειλημμένα επισημάνει τον κίνδυνο καταχρηστικής επίκλησης της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», ως λόγου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, δεδομένου ότι μια διασταλτική ερμηνεία της συγκεκριμένης έννοιας μπορεί να αφήσει περιθώρια για αυθαίρετες πρακτικές, που οδηγούν σε καταστρατήγηση του Συντάγματος. Το γεγονός αυτό, μάλιστα, επιβεβαιώνεται από το ότι τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο αριθμός των εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου, με αποτέλεσμα η επίκληση λόγων άρσης του απορρήτου να παραμένει ανέλεγκτη και να μην είναι γνωστό αν πράγματι εξυπηρετεί σκοπούς προστασίας του κράτους από «εξωτερικούς εχθρούς».

Επιπλέον, η προστασία του επίμαχου συνταγματικού δικαιώματος πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυξημένη και, μάλιστα, απόλυτη δυνάμει του άρθρου 61 παρ. 3 του Συντάγματος, όταν αφορά «πολιτικά πρόσωπα» και γενικά όσους διαθέτουν βουλευτική ή θεσμική ιδιότητα. Μάλιστα, έχει υποστηριχθεί στον νομικό κόσμο ότι η απόλυτη προστασία του απορρήτου των επιστολών, της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας των βουλευτών και των υπουργών, συνακόλουθα δε και των ευρωβουλευτών, επιτάσσεται συνολικότερα ως «θεσμική εγγύηση» από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 61 παρ. 3 και 62 παρ. 1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελεύθερης ίδρυσης και λειτουργίας των κομμάτων.

Στο σημείο αυτό, πρέπει ακόμη να τονιστεί ότι οι διατάξεις των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος για τις βουλευτικές ασυλίες, στις οποίες περιλαμβάνεται το ανεύθυνο, το ακαταδίωκτο, αλλά και το απόρρητο, εισάγουν ειδικότερες εξαιρέσεις στην αρχή της ισότητας, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων και η εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό σημαίνει ότι στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη όσων εμπλέκονται στην αντισυνταγματική άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών σε βάρος όχι μόνο του ίδιου του βουλευτή, αλλά και των συνομιλητών του, που μπορεί, επίσης, να τυγχάνει να είναι πολιτικά πρόσωπα, βουλευτές ή ακόμα και πρώην Πρωθυπουργοί.

Πηγή εικόνας: ot.gr, Φωτογράφος και δικαιώματα χρήσης: ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ / EUROKINISSI

Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα, βεβαίως, που προκύπτει από την επίμαχη υπόθεση, είναι και αυτό της πολιτικής ευθύνης του Πρωθυπουργού. Αν και ο ίδιος έσπευσε να δηλώσει ότι ουδεμία γνώση είχε επί του θέματος, στην πραγματικότητα τυχόν γνώση του ή όχι δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο, δεδομένου ότι φέρει αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη πολιτική ευθύνη. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική ευθύνη, όπως αναγνωρίζεται στη συνταγματική θεωρία, καταλογίζεται στα πρόσωπα που στελεχώνουν τα όργανα που ενέχονται σε τέτοιου είδους καταστάσεις, ανεξαρτήτως του αν υπάρχει υποκειμενική-προσωπική ευθύνη τους. Αφ’ ης στιγμής λοιπόν, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) υπάγεται στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, εκείνος, και μόνο εκείνος, ως διοικητικός προϊστάμενος φέρει την πολιτική ευθύνη, και όχι οι υφιστάμενοί του, ήτοι ο Πρόεδρος της Ε.Υ.Π. και ο Γενικός Γραμματέας του Πρωθυπουργού, στους οποίους και καταλόγισε τους εσφαλμένους χειρισμούς, με αποτέλεσμα να παραιτηθούν του αξιώματός τους.

Εν ολίγοις, το εν λόγω σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών από την Ε.Υ.Π., που πολλοί το παραλληλίζουν με το σκάνδαλο Watergate των Η.Π.Α. που έλαβε χώρα το 1972, συνθέτει μια εξόφθαλμη καταστρατήγηση του Συντάγματος που δεν χωρεί σε ένα κράτος δικαίου. Για αυτόν τον λόγο, θεωρείται συνταγματικά επιβεβλημένη η παραίτηση του Πρωθυπουργού ως πολιτικός και διοικητικός προϊστάμενος της Ε.Υ.Π. που φέρει αντικειμενική πολιτική ευθύνη, ενώ άμεση πρέπει να είναι η αντίδραση της δικαιοσύνης, ώστε να αναζητηθούν όχι μόνο οι ποινικές ευθύνες, αλλά και ενδεχόμενη αστική ευθύνη του Δημοσίου ενώπιων των διοικητικών δικαστηρίων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • «Το Σύνταγμα στη δίνη των υποκλοπών». Συνταγματικές και δικαιο-πολιτικές όψεις της υπόθεσης των παρακολουθήσεων, διαθέσιμο εδώ
  • Καταφανής Παραβίαση του Συντάγματος, διαθέσιμο εδώ
  • H παραίτηση του Πρωθυπουργού είναι μονόδρομος. Η πολιτική ευθύνη για τις αντισυνταγματικές υποκλοπές είναι αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη, διαθέσιμο εδώ
  • Συνέντευξη Ξ. Κοντιάδη για την υπόθεση των παρακολουθήσεων, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Μπινιάρη
Ιωάννα Μπινιάρη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997 και κατάγεται από την Επίδαυρο, όπου και μεγάλωσε. Είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών και εργάζεται ως ασκούμενη δικηγόρος. Το πάθος της, από μικρή ηλικία, είναι η εκμάθηση ξένων γλωσσών και τα ταξίδια. Στον ελεύθερό της χρόνο απολαμβάνει την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, την παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών και κινηματογραφικών ταινιών αλλά και την ενασχόληση με τη γυμναστική. Διετέλεσε Αρχισυντάκτρια Κοινωνικών Θεμάτων του OffLine Post από τον Μάρτιο του 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2022.