16.8 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΑπλή αναλογική: Καλλιέργεια συνεργασίας ή μήπως ακυβερνησίας;

Απλή αναλογική: Καλλιέργεια συνεργασίας ή μήπως ακυβερνησίας;


Του Κωνσταντίνου Νωτούδα,

Μέσα στις πρωτοφανείς κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σε αρκετά πεδία (ελληνοτουρκικά,  ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, πανδημία), το τελευταίο διάστημα ακούγεται όλο και πιο έντονα το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών τον Σεπτέμβριο. Είτε, πάντως, διεξαχθούν εκλογές το φθινόπωρο είτε αργότερα, το βέβαιο είναι πως θα πραγματοποιηθούν με ένα εκλογικό σύστημα που εφαρμόζεται στην  Ελλάδα μετά από αρκετά χρόνια, την απλή αναλογική.

Όπως κάθε σύστημα διεξαγωγής εκλογών, έτσι και αυτό είναι αναμενόμενο να έχει από την μία υποστηρικτές και από την άλλη επικριτές. Οι μεν πρώτοι υποστηρίζουν ότι η θέσπιση της απλής αναλογικής, που ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο το 2016, θα βοηθήσει στην αλλαγή του πολιτικού συστήματος και την αντικατάσταση του πάλαι ποτέ δικομματισμού που θεσπίστηκε μετά το 1974. Η αλλαγή του πολιτικού μοντέλου θα φέρει την ακριβή αποτύπωση της βούλησης των πολιτών,  θα αποτρέπει τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης και θα δημιουργήσει τις βάσεις για γόνιμη πολιτική συζήτηση από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, προκειμένου να υπάρξει σύγκλιση για το καλό της χώρας και της κοινωνίας.

Πηγή Εικόνας: Το Βήμα

Από την άλλη μεριά, οι επικριτές του εν λόγω εκλογικού συστήματος θεωρούν πως είναι άδικο για ένα κόμμα που συγκεντρώνει ένα ποσοστό της τάξεως του  38% με 39%  στις βουλευτικές εκλογές, να μην μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση, καθώς ο εκλογικός νόμος, για να είναι δίκαιος, πρέπει να έχει ως στόχο του τον σχηματισμό κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της απλής αναλογικής είναι η περίπτωση των δήμων, όπου ένα τέτοιο σύστημα δεν έχει συνεισφέρει καθόλου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Επομένως, και σε εθνικό επίπεδο ένα τέτοιο σύστημα αναμένεται να οδηγήσει σε ακυβερνησία, σε μια χώρα μάλιστα που δεν έχει την κουλτούρα της πολιτικής συναίνεσης.

Κατά πάσα πιθανότητα, οι επόμενες εκλογές δεν θα αναδείξουν κυβέρνηση, καθώς δεν απαιτείται μόνο η πρόθεση μετεκλογικής συνεργασίας, αλλά χρειάζεται ένας συνδυασμός συγκεκριμένων αποτελεσμάτων για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Συνεπώς, το επικρατέστερο σενάριο είναι να προκηρυχθούν εκ νέου εκλογές, με τον εκλογικό νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2020 και επαναφέρει το μπόνους των εδρών για το πρώτο κόμμα. Το μείζον θέμα για το κυβερνών κόμμα είναι να ξεπεραστεί η απλή αναλογική, προκειμένου η χώρα να μην περιέλθει σε κυβερνητικό αδιέξοδο και να φέρει εις πέρας το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο με ορίζοντα δεκαετίας, ενώ για την αξιωματική αντιπολίτευση η απλή αναλογική αποτελεί το μέσο για την επίτευξη κυβέρνησης συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα προοδευτικής διακυβέρνησης.

Κρίσιμος παράγοντας παραμένει και με την απλή αναλογική το συνολικό άθροισμα που θα συγκεντρώσουν τα κόμματα, που δεν θα περάσουν το όριο του 3% για την είσοδό τους στη Βουλή. Στις εκλογές του Ιουλίου 2019, το αθροιστικό ποσοστό τους ήταν 8,07% και η Νέα Δημοκρατία κέρδισε την αυτοδυναμία με ποσοστό 39,85%. Με το ίδιο ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων, η ΝΔ θα χρειαζόταν σε εκλογές με απλή αναλογική ποσοστό 46,27% για να κατακτήσει την αυτοδυναμία, ένα ποσοστό που φαντάζει μη ρεαλιστικό. Συνεπώς, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως με το νέο εκλογικό σύστημα δεν θα υπάρξει εύκολα αυτοδυναμία και έτσι η κυβέρνηση επιζητά να διεξαχθούν νέες εκλογές, προκειμένου να υπάρξουν συνθήκες κυβερνησιμότητας.

Πηγή Εικόνας: ΙΝΤΙΜΕ

Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ως ευκαιρία την μη επίτευξη αυτοδυναμίας, ώστε να σχηματιστεί μια προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας, τονίζοντας ότι ακόμα και με μία ψήφο διαφορά να βρεθεί πρώτο κόμμα, θα λάβει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και θα επιδιώξει την κυβερνητική σύμπραξη, με τα προοδευτικά αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης που θα μπορούσαν να είναι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25. Οι παράγοντες, ωστόσο, που θα κρίνουν τυχόν συμπράξεις σε κυβερνητικό επίπεδο με τα κόμματα αυτά είναι αρκετοί και πολύπλοκοι. Το σενάριο που συζητείται στον ΣΥΡΙΖΑ είναι: συμμετοχή, στήριξη ή ανοχή σε μια κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας.

Το Σύνταγμα προβλέπει στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας διερευνητικές εντολές στα πρώτα τρία σε εκλογική δύναμη κόμματα για σχηματισμό κυβέρνησης. Για να ευδοκιμήσει μια διερευνητική εντολή, θα πρέπει να δημιουργηθεί από τις διαπραγματεύσεις  με τις άλλες πολιτικές παρατάξεις είτε πλειοψηφία 151 ψήφων (κυβερνητική πλειοψηφία) είτε έστω 120 θετικών ψήφων, εφόσον αποτελούν πλειοψηφία επί των παρόντων βουλευτών. Αυτό προβλέπει ότι κάποιοι βουλευτές θα απέχουν από τη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, ώστε μέσω της απουσίας τους να διευκολύνουν στον σχηματισμό κυβέρνησης, δίχως να την έχουν ψηφίσει (κυβέρνηση μειοψηφίας/ανοχής). Αριθμητικά αυτό σημαίνει ότι μια κυβέρνηση μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης – ανοχής, ακόμα και με 120 θετικές ψήφους, με την προϋπόθεση ότι θα ψηφίσουν συνολικά 239 βουλευτές και οι υπόλοιποι 61 δεν θα λάβουν μέρος στην διαδικασία, ώστε να προκύπτει η απαιτούμενη πλειοψηφία (120 έναντι 119) επί των παρόντων, που προβλέπει το Σύνταγμα για την ψήφο εμπιστοσύνης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Να παραμείνει η να καταργηθεί η απλή αναλογική, Η Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ
  • Η απλή αναλογική, τα αδιέξοδα και τα μετεκλογικά σενάρια, Το Βήμα, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Νωτούδας
Κωνσταντίνος Νωτούδας
Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στο πρόγραμμα «Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας». Έχει συμμετάσχει σε αρκετές ημερίδες που αφορούν την Πολιτική Επιστήμη και την Διπλωματία. Παράλληλα, έχει λάβει μέρος σε τέσσερις προσομοιώσεις (δήμος, περιφέρεια, βουλή, ευρωκοινοβούλιο), ενώ στην τελευταία είχε βραβευτεί. Υπήρξε εισηγητής σε δύο συνέδρια, το ένα στο ΑΠΘ με θέμα τις τριπλές εκλογές του 2019 και το άλλο στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με θέμα τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Πραγματοποίησε την πρακτική του άσκηση στην περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Είναι μέλος του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων και ιδρυτικό μέλος του σωματείου «Ομάδα ενασχόλησης με την Πολιτική Επιστήμης», που ιδρύθηκε στο ΔΠΘ.