16.2 C
Athens
Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΣυνεντεύξειςΒαγγέλης Κορακάκης: «Η συνεργασία μου με τον Δημήτρη Μητροπάνο ήταν γλυκιά και...

Βαγγέλης Κορακάκης: «Η συνεργασία μου με τον Δημήτρη Μητροπάνο ήταν γλυκιά και γεμάτη σεβασμό»


Συνέντευξη στον Νικόλαο Ερμή,

Με αφορμή τα 10 χρόνια από τον θάνατο του Δημήτρη Μητροπάνου, το OffLine Post τιμάει τη μνήμη του αξέχαστου λαϊκού ερμηνευτή, με συνεντεύξεις σε τρεις συνεργάτες του.

Ο σημαντικός συνθέτης και στιχουργός Βαγγέλης Κορακάκης αποδέχθηκε την πρόσκλησή μας και σε μία τηλεφωνική συνέντευξη μίλησε – μεταξύ άλλων – για την παρακαταθήκη του Μητροπάνου στο λαϊκό τραγούδι, αναφέρθηκε στο πώς ξεκίνησε η συνεργασία τους και στον κομβικό ρόλο του μουσικού παραγωγού, Ηλία Μπενέτου, στην πραγματοποίηση αυτής και θυμήθηκε τον «μυσταγωγικό» τρόπο, κατά τον οποίο ηχογραφήθηκε ο δίσκος Του Έρωτα και της Φυγής.

Επεσήμανε, τέλος, τη συνεργασία επί σκηνής με τον Δημήτρη Μητροπάνο στην «Ακτή Πειραιώς» (2005), που αποτέλεσε για εκείνον την πρώτη και τελευταία – έως τώρα – εμφάνισή του σε μεγάλη πίστα και χαρακτήρισε τη συνεργασία του με τον αείμνηστο ερμηνευτή ως «γλυκιά και γεμάτη σεβασμό».

  • Δέκα χρόνια από τον θάνατο του Δημήτρη Μητροπάνου. Τι θυμάστε από τη μουσική σας «συνύπαρξη» με τον αξέχαστο ερμηνευτή;

Αυτό που αισθάνομαι, πρώτα απ’ όλα, είναι ότι μου λείπει πάρα πολύ. Είναι πολύ μεγάλη η απουσία αυτού του ανθρώπου. Κι αυτό φαίνεται, καθώς ακόμη και μετά τον θάνατό του μεγαλώνει η δημοτικότητά του και η αγάπη του κόσμου προς εκείνον. Είναι σαν κάτι που ακόμα υπάρχει ενεργό, σαν κάτι φρέσκο, σαν κάτι, το οποίο απλώνεται και μεγαλώνει στις νέες γενιές. Γιατί πολύ απλά ήταν ένας καθημερινός άνθρωπος, ένας άνθρωπος σεβαστικός απέναντι στους συνεργάτες του. Κι εγώ έχω τις καλύτερες αναμνήσεις – και όχι μόνο αυτό. Ήταν για εμένα ένα εφαλτήριο η συνεργασία μας, για να βγω πιο πλατιά στον κόσμο, για να μάθει κάποια πράγματα για μένα, παρόλο που κάναμε μόνο 7 τραγούδια, εκείνον τον μισό δίσκο Του έρωτα και της φυγής (1998, Minos-EMI). Είναι τραγούδια, τα οποία έχουν μείνει και, βέβαια, υπάρχει μεταξύ αυτών, το «Μάνα που ζω», το οποίο μέρα με τη μέρα μεγαλώνει και γίνεται μια τεράστια επιτυχία στον λαό μας.

  • Πότε γνωριστήκατε με τον Μητροπάνο και πότε δώσατε τα χέρια, ώστε να συνεργαστείτε;

Η γνωριμία και η συνεργασία μου με τον Δημήτρη Μητροπάνο οφείλονται στον Ηλία Μπενέτο. Την περίοδο εκείνη, είχα υπογράψει συμβόλαιο στον κύριο Μάτσα και ήταν διακαής μου πόθος – κάτι που γνώριζε ο Ηλίας – να συνεργαστώ με τον Δημήτρη. Ήταν, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός που μας έφερε σε επαφή και πήρε τον Δημήτρη, τον έφερε στον προσωπικό μου χώρο, στο καμαράκι μου στην Καισαριανή. Είχα δώσει εγώ τα τραγούδια στον Ηλία και ήρθε ο Δημήτρης, τα τραγούδια τα ήξερε ήδη κι εγώ είχα μια υποτυπώδη ορχήστρα σε ετοιμότητα. Ήμασταν δύο μπουζούκια – μια κιθάρα και ήρθε, λοιπόν, κι έκατσε δίπλα μου. Θυμάμαι πως ήταν σαν γίγαντας· τον έβλεπα που έλεγε τα τραγούδια μου και για ‘μένα ήταν πολύ μεγάλη χαρά, συγκίνηση και καταξίωση, που τα έλεγε εκείνος ο άνθρωπος. Μάλιστα, έχω εκείνη την ηχογράφηση, την κασέτα της πρόβας, που τη θεωρώ αξεπέραστη και την ακούω συχνά. Μου έκανε, επίσης, ιδιαίτερη εντύπωση ο σεβασμός του και ο τρόπος που με αντιμετώπιζε. Ήταν μια γλυκιά, μια απίστευτη συνεργασία.

Μετά, η πρώτη μας παρουσίαση σε χώρο, να παίξουμε, δηλαδή, μαζί ολόκληρη σεζόν σε μουσικό σχήμα, θα ήταν στο «Άλσος», αλλά δεν τελεσφόρησε, γιατί εγώ δούλευα κάπου αλλού και δεν μπορούσα να φύγω, αλλά, όμως, λίγα χρόνια αργότερα, το 2005, βρεθήκαμε στην «Ακτή Πειραιώς». Ήταν μια τρομερή χρονιά, το μαγαζί γεμάτο και κλεισμένο για όλο τον χρόνο. Βέβαια, παρόλα τα προβλήματα υγείας που είχε και αντιμετώπιζε, ήταν ο άνθρωπος που μου έδινε κουράγιο και θάρρος, γιατί εγώ δεν είχα ξαναπάει σε μεγάλο χώρο – όπως και δεν ξαναπήγα μετά. Ήξερε πως ήμουν έξω από τα νερά μου και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μου πει ότι «Δεν τρέχει μία και μην κωλώνεις, παίξε μπάλα!». Θυμάμαι στην πρεμιέρα της σεζόν ότι έφυγε από το καμαρίνι του και ήρθε εκεί, που ήμουν εγώ, για να μου δώσει δύναμη και θάρρος. Ήταν με λίγα λόγια μια συνεργασία, από την οποία πήρα μια τεράστια «δόση» – όταν έχεις συνεργαστεί με αυτόν τον άνθρωπο, πώς να συνεργαστείς ξανά με άλλους; Μετά, η επόμενη μεγάλη «δόση» που πήρα ήταν με τον Γιώργο Νταλάρα, στον δίσκο Θαλασσινά Παλάτια (2016, Ogdoo Music Group).

  • Θυμάστε, συγκεκριμένα, στον δίσκο «Του Έρωτα και της Φυγής» (1998, Minos-EMI) πώς κύλησαν οι ηχογραφήσεις, η προετοιμασία έκδοσης του δίσκου και τι κλίμα επικρατούσε μεταξύ σας;

Αυτές οι ηχογραφήσεις έγιναν σε δύο φάσεις. Η μία φάση ήταν τα τραγούδια, τα οποία δεν ήταν δικά μου. Ήταν τα τραγούδια των συναδέλφων, με μία, κατά κάποιον τρόπο, πιο διαφορετική ματιά ηχογράφησης. Στη δεύτερη φάση, έγιναν οι ηχογραφήσεις των τραγουδιών μου, στις οποίες έπαιξα τα μπουζούκια εγώ μαζί με τον Σπύρο Γκούμα, κοντραμπάσο έπαιξε ο Θανάσης Σοφράς και κιθάρα, επίσης, ο Σπύρος Γκούμας. Ήταν τρομερές οι στιγμές που ζήσαμε στο «111», στο στούντιο στο Μοσχάτο, και, επίσης, τρομερές ήταν οι στιγμές που πηγαίναμε εκείνα τα πρωινά με τον Δημήτρη για να κάνει τις φωνοληψίες, για να βάλει φωνές στα τραγούδια· μαζί με τα καλαμπούρια, τις πλάκες και τα πειράγματα. Όλα αυτά ήταν όμορφες στιγμές, που δεν θα φύγουν από το μυαλό μου.

Το οπισθόφυλλο του δίσκου «Του Έρωτα και της Φυγής», με ερμηνευτή τον Δημήτρη Μητροπάνο (Minos-Emi, 1998). Διεύθυνση παραγωγής: Ηλίας Μπενέτος
  • Στο στούντιο «111» στο Μοσχάτο, συνήθως, ο Ηλίας Μπενέτος έκανε τις «εκπλήξεις-δίσκους», τους δίσκους που ήθελε να έχουν γερό «χτύπημα», όπως τον δίσκο «Στου αιώνα την παράγκα» (1996, Minos-EMI). Οπότε, σήμαινε κάτι αυτός ο δίσκος, ότι δηλαδή πάει να κάνει κάτι μεγάλο;

Το στούντιο «111» στο Μοσχάτο, με ηχολήπτη τον φοβερό Τάκη Αργυρίου, ήταν και είναι ένα στούντιο απίστευτο. Είναι και η παρουσία του Ηλία Μπενέτου κομβική, ωστόσο. Τον Ηλία είχα γνωρίσει ήδη από τα πρώτα-πρώτα μου βήματα, πριν καν βγω στη δισκογραφία, όταν και είχα πάει να τον συναντήσω στη Minos. Με αυτόν τον άνθρωπο έχω μία σχέση τόσο φιλική, εγκάρδια, με αγαπάει και με εκτιμάει γι’ αυτό που είμαι κι εγώ τον αγαπώ και τον εκτιμώ γι’ αυτό που είναι, αντιστοίχως. Είναι ένας άνθρωπος πανέξυπνος, ένας από τους τελευταίους μεγάλους παραγωγούς, ο οποίος κατάφερνε πάντα να κάνει τις πανελλαδικές εκπλήξεις με τις παραγωγές του. Γι’ αυτό γνώριζε και πώς να επιλέγει τα στούντιο.

Για να καταλάβεις το πόσο ικανός είναι στη δουλειά του, πριν γίνει ο δίσκος με τον Δημήτρη, είχε προηγηθεί ένας άλλος δίσκος. Στον τραγουδιστή εκείνης της δουλειάς είχα δώσει κάποια τραγούδια, για να επιλέξει, και θυμάμαι πως, όπως καθόμασταν και ακούγαμε τα τραγούδια, άκουσε το «Μάνα που ζω». Του λέω: «Άκου ρε Ηλία, έχω ένα τραγούδι, που τώρα το έγραψα». «Άστο», μου λέει, «αυτό το τραγούδι θα χρειαστεί αργότερα». Και ήταν στην ουσία η πρώτη επιλογή που κάναμε, όταν συνεργαστήκαμε με τον Δημήτρη.

  • Ο Μητροπάνος στο στούντιο πώς ήταν; Είχε άνεση; Πόσο καιρό, δηλαδή, του πήρε για να ηχογραφήσει τα επτά σας τραγούδια;

Ο Μητροπάνος ήταν ένα απίστευτο φαινόμενο τραγουδιστή. Πρώτα απ’ όλα, δεν κώλωνε από τόνους, μπορούσε να τραγουδήσει σε όποιον τόνο γούσταρε. Μπορούσε να πάρει κάτι, το οποίο δεν ήταν και τόσο σημαντικό, και να το κάνει τεράστιο. Είχε τον τρόπο του να το βγάζει. Ο τρόπος με τον οποίο τραγουδούσε, συμβάδιζε με τον εσωτερικό του κόσμο. Σχετικά με την ηχογράφηση, μπήκε απλά μέσα στο στούντιο και τα είπε σε λίγες ημέρες, καθώς δεν υπήρχαν βιασύνες.

Τις μέρες, δε, που ήμασταν στο στούντιο και ηχογραφούσαμε, όταν γράφαμε, δηλαδή, τις βάσεις, του είπα σε κάποια στιγμή: «Μήτσο, πες το “Πρώτο Φθινόπωρο”». Και αυτός γούσταρε, του άρεσε η ιδέα. Οπότε, αυτομάτως κάνει μία ο Θανάσης Σοφράς, ο κοντραμπασίστας, παίρνει μία κόλλα Α4, σκαρώνει ανοδικό και κάπου εκεί το γράψαμε, το τραγούδησε ο Δημήτρης με τον δικό του τρόπο και το απογείωσε.

  • Έμοιαζε, γενικά, με κάποιον άλλο ερμηνευτή στον τρόπο ηχογράφησης;

Εγώ έχω συνεργαστεί με πολύ καλούς τραγουδιστές. Ο κάθε τραγουδιστής έχει τον δικό του τρόπο που κάνει φωνοληψίες. Έχω ζήσει, για παράδειγμα, απίστευτες στιγμές με τον Γιώργο Νταλάρα, που κάποια στιγμή έβαλε τον ηχολήπτη στις 2 τη νύχτα για να πει τα τραγούδια – πάθαμε πλάκα. Αυτό συνέβη στον δίσκο Θαλασσινά Παλάτια, όταν ζήτησε από τον ηχολήπτη ένα μικρόφωνο και είπε το «Χαράζει στη στράτα μου», που είναι, μάλιστα, το πρώτο τραγούδι που είπε από εκείνον τον δίσκο. Θυμάμαι, έκλαιγαν τα παιδάκια: ήταν εκεί ο γιος μου, οι γιοι του Ξηντάρη και ο Τάσος Αθανασιάς, που έπαιζε ακορντεόν. Τα παιδιά συγκινήθηκαν και είναι μεγάλο παράσημο για εμένα, που ήμουν και λίγο εκτός του συστήματος, να καταξιώνονται τα τραγούδια μου με μεγάλες φωνές. Πρόκειται για μεγάλα κυβικά τραγουδιστών και τεράστια μεγέθη όλοι αυτοί που ξεστομίζουμε.

Με κάποιους άλλους δεν είχα την τύχη να συνεργαστώ. Θα μπορούσα να είχα δώσει τραγούδια και στον Στράτο Διονυσίου, παραδείγματος χάριν, αλλά δεν πρόλαβα…

  • Έπειτα από τη συνεργασία αυτή στην «Ακτή Πειραιώς», δουλέψατε ξανά σε κάποια πίστα ή ξανασυζητήσατε μία πιθανή συνεργασία;

Ένα φεγγάρι είχα μπει σε μια διαδικασία και είχα φτιάξει κάποια τραγούδια, για να το ξανακάναμε. Το είχα πει στον Δημήτρη και μου είχε απαντήσει: «Όποτε θες, όποτε γουστάρεις φέρ’ τα να τα φτιάξουμε», αλλά δεν έγινε, διότι τα προβλήματα υγείας του μεγαλώνανε και, δυστυχώς, μετά «έφυγε»…

  • Παρότι η συνεργασία σας – έστω «στουντιακά» – υπήρξε μικρή, θεωρείτε ότι ήρθατε κοντά; Γίνατε φίλοι;

Υπήρχε μια πολύ βαθιά εκτίμηση και, βάσει των χαρακτήρων μας, υπήρχε μια σχέση σεβασμού. Φίλοι με την έννοια του να πηγαίνω σπίτι του, να βγαίνουμε έξω, όχι. Υπήρχε, όμως, μια πολύ βαθιά σχέση σεβασμού – δεν του έλεγα «Πού ‘σαι ρε Μητσάρα, τι γίνεται;», γιατί τον σεβόμουν ιδιαίτερα. Περνούσα κάποιες φορές και τον έβλεπα στον Τύμβο του Μαραθώνα, εκεί όπου παραθέριζε, για να του πω ένα γεια και τίποτα παραπάνω. Όμως, ο μεγάλος σεβασμός νομίζω ότι ήταν κάτι παραπάνω από φιλία.

Ο Δημήτρης Μητροπάνος με τον Βαγγέλη Κορακάκη σε κοινή εμφάνιση. Πηγή εικόνας: athensvoice.gr
  • Πιστεύετε ότι βγήκε «διάδοχός» του; Θα υπάρξει κάποτε;

Όχι, ποτέ! Κάποιοι άνθρωποι είναι πολύ μοναδικοί και τίποτα δεν είναι τυχαίο. Νομίζω πως ο τρόπος με τον οποίο τραγούδησε, ήταν μοναδικός και όταν τραγουδούσε, άντε να τον ακολουθήσεις (Ωχ Παναγία και Χριστέ μου!), εκεί ήταν που σε «γονατούσε». Για εμένα, δεν έχει βγει διάδοχός του και ούτε πρόκειται. Αν βγει, θα είναι κάποια προσπάθεια απομίμησής του. Το ίδιο ισχύει και με τον Νταλάρα.

Υπάρχουν άνθρωποι και τραγουδιστές του σήμερα, οι οποίοι κάποια στιγμή θα κάνουν την πορεία τους. Βέβαια, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, οι ευκαιρίες σίγουρα λιγότερες και οι καταστάσεις δυσκολότερες, αλλά θα βγουν νέα πρόσωπα, ο καθένας πάντα με το δικό του στίγμα.

  • Θα ήθελα, τέλος, μια συνολική εικόνα σας για τον Δημήτρη Μητροπάνο και την προσφορά του στο λαϊκό τραγούδι.

Νομίζω ότι όσα έχω προαναφέρει, όλα συνοψίζουν και περιλαμβάνουν την προσφορά του Μητροπάνου. Δηλαδή, μιλάμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει κατακτήσει έναν μοναδικό χώρο στο λαϊκό τραγούδι σαν ερμηνευτής. Ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε με αυτόν τον τρόπο. Από τον «Άγιο Φεβρουάριο», αλλά και απ’ όταν είχε πρωτοεμφανιστεί με τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα (όπως η «Θεσσαλονίκη» και το «Μεταξουργείο») φαινόταν η δυναμική του. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε άγχος, δεν τον ενδιέφερε τίποτε, ήθελε απλά να κάνει τη δουλειά του και θυμάμαι πως μου έλεγε: «Εγώ ήμουν πολύ τυχερός». Όταν ξεκίνησε και έκανε επιτυχία με τον Άγιο Φεβρουάριο (1972, Philips), μετά καθιερώθηκε πρώτο όνομα, γνωρίζοντας πως υπήρχαν δυσκολίες και αβεβαιότητα με τις δισκογραφικές εταιρείες· «άλλοι πετυχαίνουν και άλλοι όχι», έλεγε. Ήταν ένας άνθρωπος χαλαρός, ακόμη και όταν, αργότερα, βρέθηκε σε κάποιο δισκογραφικό τέλμα, στη δεκαετία του ’80.

Αυτό που συγκρατώ, τέλος, απ’ όταν τον γνώρισα, ήταν πως είχε δοθεί 100% στην οικογένειά του και στα παιδιά του, που τα λάτρευε όσο τίποτε άλλο. Αυτό που εισέπραττα ήταν ότι τοποθετούσε την οικογένειά του πάνω από το τραγούδι και απ’ όλα. Ήταν ένας άνθρωπος μάγκας και μέσα στο καλαμπούρι.

Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Βαγγέλη Κορακάκη για την ευγενική παραχώρηση της συνέντευξης και του ευχόμαστε από καρδιάς υγεία & επιτυχίες!

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νικόλαος Ερμής, Ιδρυτής & Διευθυντής
Νικόλαος Ερμής, Ιδρυτής & Διευθυντής
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, Κρήτης και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος. Έχει συμμετάσχει σε δεκάδες προσομοιώσεις, συνέδρια και σεμινάρια της νέας γενιάς. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, ενώ στο ελεύθερο του χρόνου ασχολείται με την ιστορία ως ακαδημαϊκό αντικείμενο και την μελέτη του ελληνικού τραγουδιού.