12 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕυθύνη του Κράτους για Διεθνή Αδικοπραξία: Νομική συναρμολόγηση του όρου «αδικοπραξία»

Ευθύνη του Κράτους για Διεθνή Αδικοπραξία: Νομική συναρμολόγηση του όρου «αδικοπραξία»


Της Μαρίας Χαραλαμπίδου, 

Τα κράτη, κατά τη δραστηριότητά τους στο διεθνές περιβάλλον, υπέχουν διεθνή ευθύνη. Η διεθνής ευθύνη σχετίζεται με την ευθύνη που απορρέει από την τέλεση αδικοπραξιών. Οι κανόνες που ορίζουν την τελευταία έχουν, κυρίως, εθιμική προέλευση, ενώ, το 1955, η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου (ΕΔΔ) ανέλαβε το έργο της κωδικοποίησής τους που οδήγησε στην παραγωγή νομικού κειμένου με τίτλο «Ευθύνη του Κράτους για Διεθνή Αδικοπραξία». Βάσει τούτου, η διεθνής ευθύνη του κράτους ξεκινά από την άδικη πράξη, η οποία συνδέεται με την παράνομη συμπεριφορά του. Κυρίαρχος στόχος των προστατευτικών διατάξεων που σχετίζονται με τη διεθνή ευθύνη είναι η εξασφάλιση της διεθνούς νομιμότητας. Οι εν λόγω άδικες πράξεις αντιστοιχούν μόνο σε αυτές των κρατών και δεν αφορούν αυτές των υπολοίπων υποκειμένων του διεθνούς δικαίου. Αυτό υποδεικνύεται και στα άρθρα 57 και 58, που θέτουν εκτός του πεδίου εφαρμογής τους την ευθύνη των ατόμων και διεθνών οργανισμών.

Το σύμπλεγμα κανόνων του διεθνούς δικαίου αντιλαμβάνεται και ορίζει με το δικό του τρόπο την έννοια της αδικοπραξίας, την οποία θεμελιώνει σε τρία στοιχεία 1. το αντικειμενικό στοιχείο που έγκειται στην παράνομη συμπεριφορά του κράτους, 2. το υποκειμενικό στοιχείο, δηλαδή τον καταλογισμό και 3. το περιβαλλοντικό στοιχείο, το οποίο απαρτίζουν οι περιστάσεις εκείνες που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης.

Πηγή Εικόνας: oikonomakislaw.com

Ξεκινώντας με το πρώτο στοιχείο, την παράνομη συμπεριφορά, οφείλουμε να αποδώσουμε όχι μόνο τον ορισμό της έννοιας, αλλά και τα επιμέρους στοιχεία που την απαρτίζουν. Το άρθρο 1 ορίζει ότι «κάθε διεθνής αδικοπραξία του κράτους επισύρει τη διεθνή του ευθύνη», ενώ το άρθρο 2 ορίζει τη διεθνή δικαιοπραξία ως «συμπεριφορά του κράτους που παραβιάζει μια διεθνή του υποχρέωση». Η συμπεριφορά αυτή, η οποία συνίσταται σε παρανομία, μπορεί να αντιστοιχεί και σε θετική πράξη και σε παράλειψη, ανάλογα με το τι απαιτεί κάθε φορά ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου. Βάσει του ανωτέρω ορισμού της διεθνούς δικαιοπραξίας, προκύπτουν τρείς έννομες συνέπειες. Πρώτα απ’ όλα, η διεθνής ευθύνη είναι πάντα απόρροια παράνομης συμπεριφοράς. H έννοια της υπαιτιότητας, όπως την έχουμε συνηθίσει στο ποινικό και στο αστικό δίκαιο, δεν υφίσταται στην διεθνή έννομη τάξη. Για να στοιχειοθετηθεί η αδικοπραξία, απαιτείται μόνο η παράβαση κανόνα δικαίου, ενώ είναι αδιάφορη η ύπαρξη δόλου. Συνεπώς, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το στοιχείο της παράνομης συμπεριφοράς είναι καθαρά αντικειμενικό και λειτουργεί προς διευκόλυνση της διαδικασίας απόδειξης.

Εν συνεχεία, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η διεθνής ευθύνη διαφοροποιείται από την ποινική και την αστική. Η ποινική ευθύνη απαιτεί την εγκαθίδρυση καταναγκαστικών μηχανισμών, με σκοπό την εφαρμογή της ποινικής κύρωσης. Το σύστημα αυτό απουσιάζει από το διεθνές σύστημα. Από την άλλη, η διεθνής ευθύνη δεν έχει ούτε το χαρακτήρα της αστικής, καθώς ο όρος αδικοπραξία και τα συστατικά της (π.χ. ζημία) προσλαμβάνει τελείως διαφορετικό νόημα στη διεθνή σκηνή, ενώ οι έννομες συνέπειες δεν επιτελούν μονάχα επανορθωτική λειτουργία. Τέλος, η απόδοση του χαρακτηρισμού της παρανομίας σε συμπεριφορά ενός κράτους πρέπει να συνοδεύεται από αποκλειστική αναφορά στο διεθνές δίκαιο (άρθρο 3). Βάσει αυτού, το κράτος δεν δύναται να επιδιώξει απαλλαγή των διεθνών του υποχρεώσεων, κάνοντας επίκληση σε κανόνες του εσωτερικού του δικαίου. Πολλές φορές, συμπεριφορά αντίθετη στο διεθνές δίκαιο συνιστά απόλυτη συμμόρφωση με τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου του κράτους. Σε μια τέτοια περίπτωση το κράτος διαθέτει τις εξής δύο εναλλακτικές: είτε να συμμορφωθεί με τους κανόνες της διεθνούς έννομης τάξης (και ίσως χρειαστεί να λογοδοτήσει στα εθνικά δικαστήρια για αυτή του τη στάση) είτε να τηρήσει τους κανόνες εσωτερικού δικαίου και στη συνέχεια να επωμιστεί τις συνέπειες που απορρέουν από την παράνομη συμπεριφορά που υπέδειξε, στο πλαίσιο της διεθνούς του ευθύνης.

Συνεχίζοντας με το δεύτερο στοιχείο της διεθνούς αδικοπραξίας, αυτό του καταλογισμού, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι για να είναι μια πράξη άδικη πρέπει να μπορεί και να αποδοθεί σε ένα κράτος, και άρα μόνη η παραβίαση ενός κανόνα δεν είναι αρκετή. Ο καταλογισμός ερμηνεύεται ως υποκειμενικό στοιχείο, με την έννοια της απόδοσης της ευθύνης για πράξη ή παράλειψη σε ένα κράτος ως νομικό υποκείμενο κι όχι ως αναζήτηση υπαιτιότητας (δόλος, αμέλεια κ.λ.π). Ο διεθνής δικαστής, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του, διερευνά πρώτα το αν μπορεί να καταλογίσει την ευθύνη σε κράτος, δηλαδή αν υπάρχει η όχι καταλογισμός και στη συνέχεια προχωρά στο αν η συμπεριφορά αυτή είναι άδικη. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως από μεθοδολογικής απόψεως το υποκειμενικό στοιχείο προηγείται του αντικειμενικού. Το ότι μια πράξη καταλογίζεται σε ένα κράτος δεν σημαίνει απαραίτητα πως αυτό λειτουργεί ως αυτουργός, αλλά ότι πρέπει να αναλάβει τις συνέπειες που απορρέουν από αυτή. Το εσωτερικό δίκαιο δεν εμπλέκεται στη διαμόρφωση της συλλογιστικής του καταλογισμού, ο οποίος γίνεται με γνώμονα το διεθνές δίκαιο, όπως ορίζει επακριβώς το άρθρο 2.

Πηγή Εικόνας: legalnews24.g

Κάθε πράξη ή παράλειψη οργάνου του κράτους, ως φορέα κρατικής εξουσίας, που συνιστά παράνομη συμπεριφορά, καταλογίζεται στο κράτος (άρθρο 4, παρ.1 και 2). Τα άρθρα 5 ως 11, που αφορούν τον καταλογισμό, αποδίδουν στο κράτος πράξεις ή παραλείψεις όλων εκείνων των οργάνων που συνδέονται άμεσα και στενά με αυτό. Τέτοια όργανα είναι τόσο αυτά που ασκούν δημόσια εξουσία (άρθρο 6) όσο κι αυτά που έχουν αποσταλεί από ένα κράτος να αναλάβουν δραστηριότητα για λογαριασμό ενός άλλου (επί παραδείγματι, στρατιωτική δύναμη που αποστέλλεται από ένα κράτος να συνδράμει ένα άλλο). Για να υπάρξει καταλογισμός, αρχικά, στα πρόσωπα, αυτά πρέπει να έχουν τελέσει την παρανομία υπό την επίσημη ιδιότητά τους (άρθρο 7). Βέβαια, σε κράτος δεν δύνανται να αποδοθούν ενέργειες που αφορούν τα όργανα Διεθνών Οργανισμών.

Συμπερασματικά, η παραβίαση διεθνούς υποχρέωσης (αντικειμενικό στοιχείο) και ο καταλογισμός της σε ένα κράτος (υποκειμενικό στοιχείο) συνιστούν το περιεχόμενο της αδικοπραξίας, το οποίο για να είναι νομικά ολοκληρωμένο πρέπει να περιλαμβάνει και το περιβαλλοντικό στοιχείο.

Το περιβαλλοντικό στοιχείο αφορά όλες εκείνες τις περιστάσεις κατά τις οποίες τελείται η πράξη ή παράλειψη που δημιουργεί ευθύνη. Οι περιστάσεις αυτές κρίνονται ως θεμελιώδους σημασίας, καθώς προσδιορίζουν τη συμπεριφορά των οργάνων του κράτους και δεν μπορούν να είναι γενικές ή αφηρημένες. Θίγουν είτε το αντικειμενικό είτε το υποκειμενικό στοιχείο και η ύπαρξή τους οδηγεί σε άρση του παράνομου χαρακτήρα της πράξης. Ο αριθμός των περιστάσεων είναι συγκεκριμένος και περιλαμβάνεται στο Πέμπτο Κεφαλαίο της ΕΔΔ, άρθρα 20-25.

Σχετικά με τις περιστάσεις που αφορούν το αντικειμενικό στοιχείο, αυτές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, αυτές που προκύπτουν από ενέργεια άλλου κράτους που αναγκάζει το εκάστοτε κράτος να υιοθετήσει την επίμαχη συμπεριφορά (συναίνεση του άρ.20, νόμιμη άμυνα του άρ.21 και αντίμετρα του άρ.22) και σε αυτές που δημιουργούνται από εξωγενείς παράγοντες, δεν αφορούν σε συμπεριφορά άλλου κράτους κι αναγκάζουν το κράτος να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά εκτάκτως, λόγω του ότι διαθέτουν επιτακτικό χαρακτήρα (ανωτέρα βία του άρ.23, κατάσταση κινδύνου του άρ.24, κατάσταση ανάγκης του άρ.25). Οι ανωτέρω περιστάσεις δεν αποβάλλουν από το κράτος τον μανδύα της διεθνούς ευθύνης, αλλά αίρουν τον παράνομο χαρακτήρα της πράξης ή παράλειψης.

Στη συνέχεια, υπάρχουν περιστάσεις που δεν αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης αλλά τον καταλογισμό της. Η πράξη δηλαδή έχει τελεστεί, είναι παράνομη, αλλά, ένεκα συγκεκριμένων περιστάσεων, δεν δύναται να αποδοθεί στο κράτος. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, για να υπάρξει καταλογισμός σε ένα κράτος για πράξεις ή παραλείψεις του οργάνου του, πρέπει το πρώτο να συνδέεται άμεσα και στενά με το τελευταίο. Άρα, δεν μπορεί να καταλογιστεί σε κράτος ενέργεια προσώπου ή ομάδας που δεν δραστηριοποιείται για λογαριασμό του. Βέβαια, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε την ύπαρξη τεκμηρίου αρμοδιότητας του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις που τελούνται από τα όργανά του κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, αλλά και για όσες ενέργειες διαδραματίζονται εντός της εδαφικής του επικράτειας. Βέβαια, το ΕΔΔΑ επισημαίνει πως πρόκειται για μαχητό τεκμήριο κι άρα χωρεί ανατροπή του, εφόσον υπάρχουν ουσιαστικά επιχειρήματα ή διαπίστωση εξαιρετικών περιστάσεων.

Καταληκτικά, αντικειμενικό, υποκειμενικό και περιβαλλοντικό στοιχείο συνθέτουν το περιεχόμενο του όρου «διεθνής αδικοπραξία», συνιστούν το πρώτο βήμα για την εξέταση της διεθνούς ευθύνης του κράτους και αναλύονται εκτενέστερα μέσω της εξέτασης των έννομων συνεπειών και των αποτελεσμάτων της διεθνούς αδικοπραξίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Μαρία Κατσιγιάννη – Παπακωνσταντίνου, «Η διεθνής αδικοπραξία ως πηγή της διεθνούς κρατικής ευθύνης και οι συνέπειες από την τέλεσή της», Εκδ. Σάκκουλα, 2002

  • Κώστας Θ. Χατζηκωνσταντίνου, Χαράλαμπος Ελ. Αποστολίδης, Μιλτιάδης Χ. Σαρηγιαννίδης, «Θεμελιώδεις έννοιες στο διεθνές δίκαιο», Εκδ. Σάκκουλα, Β’ έκδοση, 2013


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Χαραλαμπίδου
Μαρία Χαραλαμπίδου
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Eίναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Στον ελεύθερό της χρόνο, της αρέσει να προσεγγίζει ζητήματα που άπτονται του διεθνούς δικαίου και των εξελίξεων του διεθνούς γεωπολιτικού γίγνεσθαι. Γνωρίζει 4 ξένες γλώσσες, δύο εκ των οποίων άπταιστα. Λατρεύει το σκάκι, την ποίηση και τα ταξίδια.