16.1 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΒιβλιοΔιαβάσαμε και προτείνουμε: «Οι Έκλυτοι», της Βενετίας Καρακάσογλου

Διαβάσαμε και προτείνουμε: «Οι Έκλυτοι», της Βενετίας Καρακάσογλου


Του Δημήτρη Βασιλειάδη,

Η ζωή του κάθε ανθρώπου περιβάλλεται από αμαρτίες και πάθη. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός τους ποικίλλει από άτομο σε άτομο, το μόνο που μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα είναι ότι δεν υπάρχει άνθρωπος αναμάρτητος. Με την πάροδο των αιώνων, κάθε θρησκεία έδωσε βάση στις πράξεις οι οποίες χαρακτηρίζονται ως αμαρτίες, προκειμένου να υποδείξει στους πιστούς τον δρόμο της αρετής. Οι θρησκευόμενες κοινωνίες, στην προσπάθειά τους να ακολουθήσουν τις προσταγές των θρησκευτικών τους αρχόντων, δαιμονοποίησαν τις «αμαρτωλές» πράξεις. Μέσα σε αυτό το θρησκοκρατούμενο περιβάλλον δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες «θανάσιμες αμαρτίες».

Σε αυτό το σημείο έρχεται το βιβλίο Οι Έκλυτοι, ένα ψυχολογικό δράμα, το οποίο κυκλοφορεί από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή. Η συγγραφέας Βενετία Καρακάσογλου, συγγράφοντας το πρώτο της βιβλίο, επιχειρεί να αναδείξει τέσσερις εκ των επτά συνολικά «θανάσιμων αμαρτιών». Για να το πετύχει αυτό, προχωρά στην παράθεση τεσσάρων ξεχωριστών ιστοριών. Κάθε μία από αυτές τις ιστορίες απευθύνεται σε μία συγκεκριμένη αμαρτία, με το βιβλίο να εμπεριέχει την αλαζονεία, τον φθόνο, την απληστία και τη λαιμαργία.

Η πρώτη ιστορία αφορά την αλαζονεία. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την ιστορία ενός υπερόπτη ανθρώπου. Η συγγραφέας μάς διηγείται την ιστορία του πρωταγωνιστή, ονόματι Νικόλαος Μπαϊρακτάρης, φροντίζοντας να επισημαίνει σε πλήθος σημείων τα χαρακτηριστικά που του προσφέρουν μία θέση στη συγκεκριμένη ιστορία. Ο κεντρικός χαρακτήρας της διήγησης θεωρεί τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν ως κατώτερους του ιδίου, κάτι που φροντίζει να το κάνει αντιληπτό σε όλους από πολύ μικρή ηλικία.

Η συγγραφέας του βιβλίου, Βενετία Καρακάσογλου. Πηγή Εικόνας: pigi.gr

Τα χρόνια περνάνε και ο ίδιος αποφασίζει να απομακρυνθεί από το χωριό του θεσσαλικού κάμπου στο οποίο διέμενε. Έτσι, αποφασίζει να ενταχθεί στη χωροφυλακή, στην οποία ευελπιστεί να αναρριχηθεί στα ανώτατα αξιώματα. Στην προσπάθειά του να πετύχει τον στόχο του, δε διστάζει να «πατήσει επί πτωμάτων», κάνοντας δύσκολη τη ζωή των συναδέλφων του.

Φτάνουμε στο σημείο όπου ο πρωταγωνιστής μας έχει πετύχει να ανελιχθεί αρκετά ψηλά στην κλίμακα των αξιωμάτων. Ωστόσο, αυτό δεν του αρκεί. Μόλις έρχεται η συνταξιοδότηση, επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του. Νέος του στόχος, πλέον, είναι η πολιτική σταδιοδρομία. Τους ανθρώπους που άλλοτε τους υποτιμούσε και με τους οποίους δεν ήθελε να διατηρεί επαφές, πλέον, προσπαθεί να τους προσεγγίσει και να ακούσει τους προβληματισμούς τους. Όμως, αποδεικνύεται ότι αυτές οι ενέργειες γίνονται καθαρά για ψηφοθηρικούς λόγους. Ο Νικόλαος Μπαϊρακτάρης καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του, οι οποίοι τον εξέλεξαν δήμαρχο. Από εκεί κι έπειτα, όμως, παύει να ασχολείται με τα προβλήματα και τις ανησυχίες του, βγάζοντας στην επιφάνεια τον παλιό του εαυτό. Ο ίδιος σπαταλά χρηματικά ποσά που προορίζονταν για τους δημότες του, χωρίς να ενδιαφέρεται για την ευημερία τους. Η υπομονή των τελευταίων, όμως, εξαντλείται. Όντας εξαγριωμένοι με τον δήμαρχο που ψήφισαν, αποφασίζουν να δράσουν αποφασιστικά εναντίον του, προχωρώντας, μάλιστα, στην απαγωγή του.

Έπειτα από ένα χρονικό διάστημα, ο άλλοτε αλαζόνας δήμαρχος είναι παραδομένος στις διαθέσεις των συμπολιτών του. Οι τελευταίοι συγκεντρώνουν αποδείξεις εναντίον του σχετικά με την κατάχρηση δημοσίου χρήματος, ωστόσο, δεν αρκούνται σε αυτό. Μέσω ενός καλοστημένου σχεδίου, καταφέρνουν να εξευτελίσουν τον μισητό, πλέον, πολιτικό. Όταν, τελικά, αυτός οδηγείται στο δικαστήριο για τις παράνομες οικονομικές δραστηριότητές του, η φυλάκιση είναι γεγονός.

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Πηγή Εικόνας: pigi.gr

Το πέρασμα στη δεύτερη ιστορία συνοδεύεται και από την αλλαγή του προσώπου διήγησης. Συγκεκριμένα, η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, προκειμένου ο αναγνώστης να «έρθει» πιο κοντά με τον πρωταγωνιστή. Σε αυτήν την ιστορία συναντάμε τον φθόνο. Ο πρωταγωνιστής μάς διηγείται την ιστορία της ζωής του, ενώ ο ίδιος βρίσκεται μετά θάνατον. Η αφήγηση ξεκινάει από τα φτωχικά και δύσκολα παιδικά χρόνια του πρωταγωνιστή. Ο ίδιος ως έφηβος θα φύγει από το σπίτι και την οικογένειά του, προκειμένου να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή. Καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη, όπου κερδίζει την εύνοια μιας ευκατάστατης ηλικιωμένης κυρίας. Η εξασφάλιση της εύνοιας αυτής του εξασφαλίζει μια προσωρινή φιλοξενία, η οποία, όμως, εξελίσσεται σε μακροχρόνια, παρά τη δυσαρέσκεια του συζύγου της ηλικιωμένης κυρίας.

Μέσω διάφορων μηχανορραφιών, ο πρωταγωνιστής μας κατορθώνει να γίνει κύριος της μεγάλης περιουσίας του ηλικιωμένου ζεύγους, μόλις αυτό φύγει από τη ζωή. Τότε ξεκινάει μια ζωή με καταχρήσεις, «βουτηγμένη» στο ποτό και τον αγοραίο έρωτα. Έπειτα, ακολουθεί η αναζήτηση ενός φίλου, ενός ανθρώπου που θα τον βγάλει από την πρότερη μοναξιά του. Όμως, ο θάνατος ενός προσώπου με το οποίο είχε αναπτύξει φιλικούς δεσμούς θα τον οδηγήσει σε μεγαλύτερη εσωστρέφεια. Τα προβλήματα υγείας δεν αργούν να εμφανιστούν και ο πρωταγωνιστής καταλήγει σε γηροκομείο, καθώς αδυνατεί να φροντίσει τον εαυτό του.

Η τρίτη ιστορία αφορά την απληστία και είναι περισσότερο ευφάνταστη από τις προηγούμενες. Ειδικότερα, πρόκειται για μια βασιλική οικογένεια. Η βασίλισσα επιθυμεί διακαώς να αποκτήσει μια κόρη, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είχε καταστεί δυνατό, με το σύνολο των παιδιών της να είναι αγόρια. Τότε η ίδια καταφεύγει σε έναν μάγο, ώστε αυτός να τη βοηθήσει να πετύχει το πολυπόθητο όνειρό της. Ο τελευταίος πράγματι τη βοηθάει. Ωστόσο, η πριγκίπισσα μετατρέπεται σε ένα αιμοδιψές «τέρας», σκοτώνοντας κάθε ζωντανό οργανισμό στο βασίλειο, προκειμένου να τραφεί. Τη λύση έρχεται να δώσει ο μικρότερος αδερφός της και η νεράιδα σύζυγός του. Η τελευταία κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία την πριγκίπισσα, επαναφέροντας στη ζωή όλα τα θύματά της.

Η τέταρτη και τελευταία ιστορία επικεντρώνεται στη λαιμαργία. Μεταφερόμαστε στην Αφρική, όπου συναντάμε τον Κβάκου Ανάνσε, ένα άτομο το οποίο ενδιαφέρεται μόνο για τις διατροφικές του ανάγκες, αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους. Τότε, η όμορφη Γίνκα γίνεται γυναίκα του, ώστε να εξασφαλίσει και η ίδια με αυτόν τον τρόπο τροφή. Όταν παρατηρεί ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, δολοφονεί τον άνδρα της με έναν αρκετά πρωτότυπο τρόπο.

Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται το βιβλίο. Αναμφίβολα, πρόκειται για έναν αρκετά διαφορετικό τρόπο κατανόησης αυτών των τεσσάρων «θανάσιμων» αμαρτιών. Οι ενδιαφέρουσες ιστορίες που παρατίθενται οδηγούν τον αναγνώστη σε μια ευχάριστη κατανόηση του κεντρικού νοήματος του βιβλίου, κάτι το οποίο, συνήθως, δεν επιτυγχάνεται με τη «στεγνή» μελέτη.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Βασιλειάδης
Δημήτρης Βασιλειάδης
Γεννήθηκε το 2001 στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στο τέταρτο έτος των σπουδών του στη σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει σε συνέδρια και σεμινάρια που αφορούν το αντικείμενο σπουδών του. Ενδιαφέρεται για τη μελέτη της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και την εξωτερική πολιτική των κρατών σε αυτά τα χρόνια.