21.4 C
Athens
Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑπόφαση ΔΕΕ C-157/15 - Υπόθεση Achbita: Τίθεται άμεση ή έμμεση διάκριση;

Απόφαση ΔΕΕ C-157/15 – Υπόθεση Achbita: Τίθεται άμεση ή έμμεση διάκριση;


Της Παρής Στεφανή,

Η βελγικής υπηκοότητας, κυρία Samira Achbita, εργαζόμενη σε βελγική εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, αιτήθηκε να της επιτρέπεται να ασκεί τα εργασιακά της καθήκοντα φορώντας μουσουλμανική μαντήλα. Η εν λόγω γυναίκα, η οποία εργαζόταν στον τομέα της υποδοχής, ασπαζόταν το μουσουλμανικό θρήσκευμα και επιθυμούσε να εργάζεται δίχως να χρειάζεται να αφαιρεί τη μαντήλα από το κεφάλι της. Η εταιρία προέβη στην απόλυση της εργαζομένης, καθώς εσωτερικός της κανόνας απαγόρευε να φέρουν οι εργαζόμενοι σε αυτή θρησκευτικά, πολιτικά και φιλοσοφικά σύμβολα. Η συγκεκριμένη γυναίκα αποφάσισε να κινηθεί δικαστικώς, με αποτέλεσμα και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να ηττηθεί. Παρ’ όλα αυτά, το Βελγικό δικαστήριο «Cour de Cassation» απέστειλε προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προδικαστικό ερώτημα, σχετικά με το περιεχόμενο της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου από τις 27/11/2000, ως προς τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, προκειμένου να αποφασίσει σε τελικό βαθμό.

Η πρόταση της γενικής εισαγγελέως, J. Kokott, παρουσιάζει εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον και έχει αποτελέσει αντικείμενο σχολιασμού και ανάπτυξης σχετικής επιχειρηματολογίας από πληθώρα επιστημόνων, κυρίως νομικών. Συγκεκριμένα, η εν λόγω εισαγγελέας ανέφερε πως στη συγκεκριμένη υπόθεση δε συντρέχει άμεση διάκριση λόγω θρησκείας, από τη στιγμή που η εν λόγω απαγόρευση δεν αποτελεί απόρροια σαφών προκαταλήψεων και στερεοτυπικών θέσεων έναντι ορισμένων θρησκειών, όπως εν προκειμένω τίθεται στο επίκεντρο η μουσουλμανική, αλλά ερείδεται σε γενικό κανόνα που διέπει τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Όμως, η εισαγγελέας προσέθεσε πως η απαγόρευση αυτή ενδέχεται να συνιστά έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας, και δη δικαιολογημένη, με απώτερο σκοπό την εφαρμογή της θρησκευτικής ουδετερότητας στο εν λόγω εργασιακό περιβάλλον, πολιτική η οποία είναι θεμιτή. Επεσήμανε, ταυτόχρονα, όμως, πως όριό της αποτελεί η αρχή της αναλογικότητας της σχέσης του μέσου και του σκοπού.

Με αφορμή, λοιπόν, τη συγκεκριμένη υπόθεση, θα ήταν εύλογο να αναφερθούμε στο εάν στοιχειοθετείται άμεση ή έμμεση διάκριση, καθώς οι δύο αυτές έννοιες έχουν απασχολήσει πολλάκις τη νομική επιστήμη σε διάφορα επίπεδα.

Πηγή Εικόνας: tovima.gr

Όσον αφορά ορισμένα προστατευόμενα χαρακτηριστικά των προσώπων, ανάμεσα στα οποία δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις εκάστου εξ αυτών, αυτά αποτελούν αθέμιτα κριτήρια, ως προς την ενδεχόμενη διαφορετική μεταχείριση της οποίας θα μπορούσαν τα πρόσωπα αυτά να είναι αθύρματα. Δε θα μπορούσε να θεμελιωθεί θεμιτό μέσο για την προαγωγή διάκρισης εις βάρος των προσώπων έχοντας ως γνώμονα, εν προκειμένω, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, είτε αυτό θα αποτελούσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την επίτευξη κάποιου δημόσιου σκοπού, είτε, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη υπόθεση, για την επίτευξη συγκεκριμένων επιχειρηματικών στοχοθεσιών. Στο πλαίσιο του εργασιακού περιβάλλοντος, είναι απαραίτητο τα πρόσωπα, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής τους ταυτότητας, να λαμβάνουν τον απαιτούμενο σεβασμό από τους εργοδότες τους.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, σύμφωνα με την προαναφερθείσα πρόταση της γενικής εισαγγελέως, J. Kokott, δεν υπήρξε άμεση διάκριση εις βάρος της S. Achbita, από τη στιγμή που αποτελούσε γενικό κανόνα της επιχείρησης η απαγόρευση στους εργαζομένους να φέρουν οποιοδήποτε θρησκευτικό, πολιτικό ή φιλοσοφικό σύμβολο.

Σε αυτό το σημείο, άξιο προβληματισμού θα ήταν το εξής ερώτημα: Μήπως η εν λόγω απαγόρευση αποτελεί αντικατοπτρισμό μιας ευθείας διάκρισης εις βάρος όλων όσων επιθυμούν να εκδηλώνουν το θρησκευτικό τους φρόνημα; Άλλωστε, η εκδήλωση του θρησκευτικού φρονήματος αποτελεί θεμελιώδες κύτταρο του ιστού της θρησκευτικής ελευθερίας. Επομένως, ο συγκεκριμένος κανόνας της επιχείρησης, ίσως, προβάλλει μια άμεση διάκριση ανάμεσα σε όσους επιθυμούν να εκδηλώνουν το θρησκευτικό τους φρόνημα, με όποιον τρόπο επιθυμούν εκείνοι (είτε πρόκειται, παραδείγματος χάριν, για σταυρό, όσον αφορά τους Χριστιανούς, είτε πρόκειται για μαντήλα, όσον αφορά τους Μουσουλμάνους), και ανάμεσα σε όσους δεν επιθυμούν να το εκδηλώσουν, για προσωπικούς λόγους ή, εν πάση περιπτώσει, δε διαθέτουν κάποιο συγκεκριμένο θρησκευτικό προσανατολισμό. Τα πρόσωπα έχουν κάθε δικαίωμα να επιλέγουν και να αυτοπροσδιορίζονται θεολογικώς, όπως ακριβώς εκείνα επιθυμούν, και η επιλογή για εκδήλωση της θρησκευτικής τους επιλογής πρέπει να είναι σεβαστή, από τη στιγμή που με αυτήν ακριβώς την εκδήλωση, ο θρησκευτικός προσανατολισμός των προσώπων λαμβάνει «σάρκα και οστά».

Εάν λάβουμε υπόψη μας τον συγκεκριμένο συλλογισμό, παρατηρούμε πως αυτός περιστρέφεται γύρω από το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το ζητούμενο, όμως, στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι ακριβώς αυτό. Ο προβληματισμός μας θα έπρεπε να έχει, κυρίως, ως βάση την απαγόρευση διακρίσεων λόγω θρησκείας, και όχι το δικαίωμα συγκεκριμένα στη θρησκευτική ελευθερία. Η θρησκευτική ελευθερία και η προστασία του εν λόγω δικαιώματος αποτελούν ένα άλλο ζήτημα, το οποίο, εν προκειμένω, θα ήταν προτιμότερο να μην τεθεί επί τάπητος ενδελεχέστερα.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην έννοια της άμεσης διάκρισης καθαυτήν, παρατηρούμε πως είναι, κατά κάποιον τρόπο, επισφαλής η αυστηρή διάκριση ανάμεσα στην άμεση και στην έμμεση διάκριση. Και αυτό ακριβώς προκύπτει από τον άρτι αναφερθέντα προβληματισμό. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ πως η εν λόγω διάκριση δε θα μπορούσε να ορισθεί αυστηρά ως άμεση, καθώς εμπίπτει στο πεδίο της επιχειρηματικής ελευθερίας του εργοδότη και στο δικαίωμά του να αποφεύγει το θρησκευτικό χρωματισμό της επιχείρησής του.

Πηγή Εικόνας: cylegalnews.com

Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει πως η συγκεκριμένη απαγόρευση δε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως έμμεση διάκριση. Αυτό συμβαίνει καθώς ορισμένες φορές, στη χρήση φαινομενικά ουδέτερων κριτηρίων, ελλοχεύει ένα αθέμιτο κίνητρο, εκ μέρους του εργοδότη. Συγκεκριμένα, στο εργασιακό περιβάλλον της εταιρίας G4S Secure Solutions, η απαγόρευση για την οποία γίνεται λόγος ίσχυε αρχικά ως άγραφος κανόνας της επιχείρησης. Η S. Achbita κατά την πρόσληψή της ήταν ήδη Μουσουλμάνα και φορούσε μαντήλα αποκλειστικά εκτός των ωρών εργασίας, για περίοδο μεγαλύτερη των τριών ετών, χωρίς να υπάρξει κάποια ένσταση από την πλευρά του εργοδότη ως προς την ενέργεια αυτή. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2006 γνωστοποίησε στον εργοδότη της πως είχε πρόθεση, εφεξής, να φοράει τη μουσουλμανική μαντήλα και κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας. Δύο μήνες μετά, λοιπόν, τον Ιούνιο του 2006, προστέθηκε στον κανονισμό της επιχείρησης η προαναφερθείσα απαγόρευση ως γραπτός, πλέον, κανόνας.

Το ερώτημα, επομένως, είναι το εξής: Μήπως ο εν λόγω γραπτός κανόνας που προστέθηκε με αφορμή την απόφαση της Μουσουλμάνας S. Achbita να φοράει τη μουσουλμανική μαντήλα και κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας της αποτελεί ένα λεγόμενο «φωτογραφικό κανόνα»; Εάν κάποιος άλλος εργαζόμενος στην επιχείρηση, Χριστιανός στο θρήσκευμα, επιθυμούσε να φοράει κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας του σταυρό, θα υπήρχε η ίδια άμεση αντίδραση και κινητοποίηση, εκ μέρους του εργοδότη, σχετικά με αυτό το ζήτημα;

Αυτά τα δύο θεμελιώδη ερωτήματα που προκύπτουν από το ιστορικό της υπόθεσης μας προβληματίζουν και μας κατευθύνουν να σκεφθούμε πως, κατά πάσα πιθανότητα, με την εν λόγω, γραπτή πλέον, απαγόρευση, λαμβάνει χώρα μια έμμεση διάκριση κατά των προσώπων που ασπάζονται τη μουσουλμανική θρησκεία. Τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά με παρακινούν να υιοθετήσω τη θέση πως, εν τέλει, η συγκεκριμένη ενέργεια του εργοδότη, που καθρεφτίζει έναν όρο εργασίας που ισχύει στην εν λόγω επιχείρηση, οδηγεί σε μειονεκτική θέση άτομα που ασπάζονται το μουσουλμανικό θρήσκευμα, σε σύγκριση με άλλα άτομα που δε φέρουν το προαναφερθέν σύμβολο, δηλαδή τη μουσουλμανική μαντήλα, από τη στιγμή που δεν αποτελεί σύμβολο του θρησκευτικού προσανατολισμού που έχουν αυτά υιοθετήσει.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Η Υπόθεση διαθέσιμη εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παρή Στεφανή
Παρή Στεφανή
Έχει γεννηθεί το 2000 και ζει στον Πειραιά. Από το 2018 είναι φοιτήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά και Τουρκικά. Έχει παρακολουθήσει μεγάλο αριθμό συνεδρίων και εκδηλώσεων σε σχέση με το αντικείμενο των σπουδών της. Επιπλέον φέρει συμμετοχές σε ρητορικούς αγώνες ως διαγωνιζόμενη, αλλά και ως κριτής. Αγαπάει τη λογοτεχνία, τη μουσική και τον χορό. Η αγαπημένη της φράση είναι «Φτάσε όπου δεν μπορείς!» του Νίκου Καζαντζάκη.