14 C
Athens
Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΡαντάρ Αναπτυσσόμενων ΧωρώνΧρέος και Αναπτυσσόμενες Χώρες: Η περίπτωση της Αργεντινής – Μέρος Α’

Χρέος και Αναπτυσσόμενες Χώρες: Η περίπτωση της Αργεντινής – Μέρος Α’


Της Σοφίας Χρηστακίδου,

Η Αργεντινή αποτελούσε για πολλά χρόνια μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Από τα τέλη του 19ου μέχρι και τα μέσα σχεδόν του 20ού αιώνα, χαρακτηριζόταν από μεγάλους Ρυθμούς Ανάπτυξης και ένα υψηλό κατά Κεφαλήν Α.Ε.Π. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το Διεθνές Εμπόριο, το οποίο έφερε αμύθητα έσοδα στη χώρα. Την εποχή εκείνη, οι θέσεις εργασίας ήταν κυρίως εντάσεως εργασίας και αφορούσαν περισσότερο τον αγροτικό τομέα στις περισσότερες περιοχές του κόσμου. Η Αργεντινή, λοιπόν, ήταν πλούσια σε τέτοια προϊόντα, τα οποία εξήγαγε σε ολόκληρη την υφήλιο. Από τη δεκαετία του 1940 και έπειτα όμως, έλαβαν χώρα διάφορες πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες, εκτός από τη —μάλλον— άστοχη δημοσιονομική μεταχείριση και την αποδιοργάνωση των δημόσιων οικονομικών, απέτρεψαν τη χώρα από το να κάνει στροφή στο παραγωγικό της μοντέλο. Έτσι, τα παγκόσμια δεδομένα άλλαξαν, οι οικονομίες ανά τον κόσμο άρχισαν σιγά σιγά να βιομηχανοποιούνται και πέρασαν από τα στάδια εντάσεως κεφαλαίου και κατόπιν έντασης γνώσης. Η Αργεντινή, λοιπόν, βρίσκεται πάντα ένα βήμα πίσω όσον αφορά το παραγωγικό της μοντέλο και όχι μόνο δεν είναι πλέον μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, αλλά έχει περάσει πλέον στην κατηγορία των αναπτυσσόμενων χωρών, καθότι το Α.Ε.Π. της δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες όλων των πολιτών της. Η πανδημία του κορωνοϊού ήρθε για να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα, φέρνοντας αντιμέτωπη τη χώρα για ακόμα μία φορά με το χρέος της και θέτοντας πολλούς από τους πολίτες της στα όρια της φτώχειας.

Η αρχή του κακού

Ενώ στην Ευρώπη μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανάμεσα στις ήδη διαλυμένες χώρες και οικονομίες ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αργεντινή μεσουρανούσε αποτελώντας μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της εποχής, με ένα από τα ισχυρότερα νομίσματα στον κόσμο και αποτελώντας πόλο έλξης για επενδυτές και εργαζόμενους. Το σκηνικό αυτό άρχισε να αλλάζει μετά το 1946 με την εκλογή του Juan Domingo Peron. Στο παρόν, δεν θα κρίνουμε τις πολιτικές απόψεις του εν λόγω ηγέτη, ούτε θα αποφανθούμε αν οι αποφάσεις που πάρθηκαν ήταν ωφέλιμες για τον λαό της Αργεντινής ή όχι. Αυτό αποτελεί από μόνο του ένα ξεχωριστό θέμα για το οποίο οι απόψεις διίστανται. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές αυτές ήταν η αιτία όλων των «κακών» που ακολούθησαν, ενώ μία άλλη μερίδα υποστηρίζει ότι ο Peron έδωσε προοπτική στους φτωχότερους ανθρώπους. Όπως και να έχει, δεν μπορεί να πει κανείς ότι τα πράγματα είναι «άσπρα ή μαύρα». Εκείνο που μπορούμε, όμως, να πούμε με σιγουριά, διότι είναι φανερό από τα δεδομένα που υπάρχουν, είναι ότι οι πολιτικές του Peron επιβάρυναν δραματικά τον δημόσιο προϋπολογισμό με συνέπεια να αυξηθεί το χρέος σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα. Ο Peron επενέβη επίσης στο «βαρύ» όπλο της χώρας, το Διεθνές Εμπόριο, με αποτέλεσμα, εκτός από την αύξηση των Εξόδων, να επέλθει και μείωση των Εσόδων της χώρας. Σε όλα αυτά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας και τον πόλεμο στα Νησιά Φώκλαντ. Βέβαια, από εκεί και έπειτα ακολούθησαν πολλοί πολιτικοί, οι οποίοι έκαναν εξίσου κακή διαχείριση, πράγμα το οποίο επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την οικονομία της χώρας, με αποτέλεσμα η τελευταία να κηρύξει χρεοκοπία πολλές φορές.

Το Χρέος της Αργεντινής ως προς το Α.Ε.Π. Βλέπουμε ότι γενικά ο συγκεκριμένος λόγος όχι μόνο δεν είναι μεγάλος, αλλά είναι σημαντικά μικρότερος σε σχέση με την πλειοψηφία των χωρών του κόσμου (ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες). Εκείνο που αποτελεί σημαντικό πρόβλημα είναι τα ξαφνικά ξεσπάσματα του Χρέους, όπως αυτό του 2001-2002 και η μη εξυπηρέτησή του (δηλαδή η αδυναμία αποπληρωμής των τόκων από την κυβέρνηση). Τα δύο αυτά προβλήματα οφείλονται στις γενικότερες παθογένεις της οικονομίας της χώρας, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν στην κακή διαχείριση των δημοσιονομικών μεγεθών και στο παρωχημένο παραγωγικό της μοντέλο. Πηγή εικόνας εδώ.

Οι περαιτέρω εξελίξεις

Η οικονομία της Αργεντινής παρουσίαζε πολύ άσχημες επιδόσεις κατά τη δεκαετία του 1980 και βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όταν η πρώτη κρίση χρέους βρισκόταν «στα σκαριά». Η ανάπτυξη της πραγματικής παραγωγής παρέμεινε στάσιμη (για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο επάνω) και οι χρηματοπιστωτικές αγορές κατέρρευσαν -κυρίως λόγω των πολιτικών αποφάσεων που πάρθηκαν την εποχή εκείνη-, οι τιμές αυξήθηκαν, καθώς το νόμισμα υποτιμούνταν συνεχώς, και οι επενδυτές εγκατέλειψαν τη χώρα αναζητώντας προορισμούς με μικρότερο κίνδυνο και μεγαλύτερες αποδόσεις.

Οι περισσότερες δημόσιες επιχειρήσεις παρουσίαζαν μεγάλα ελλείμματα και το Εξωτερικό Χρέος συνέχιζε να αυξάνεται (σύμφωνα με τα δεδομένα του ΔΝΤ, τα οποία δεν είναι εμφανή στο παραπάνω διάγραμμα). Η κεντρική κυβέρνηση δυσκολευόταν με τις εισπράξεις φόρων και, απελπισμένη για έσοδα, στράφηκε στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας για χρηματοδότηση μέσω της φορολόγησης των καταθέσεων και της δημιουργίας χρήματος (εσωτερικός δανεισμός). Ο πληθωρισμός, ο οποίος είχε αυξηθεί σταδιακά τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες, εκτινάχθηκε στα ύψη φτάνοντας τα μέσα ετήσια ποσοστά 2.600% το 1989 και το 1990. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, το τραπεζικό σύστημα ουσιαστικά εξαφανίστηκε. Αν και έγιναν προσπάθειες να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός, ο προϋπολογισμός της κεντρικής κυβέρνησης εξακολουθούσε να είναι ελλειμματικός και έτσι η τελευταία παρέμεινε εξαρτημένη από την πληθωριστική χρηματοδότηση. Ο υπερπληθωρισμός του 1989 και του 1990 έδωσε, τελικά, την ώθηση για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ξεκίνησαν με το Σχέδιο Μετατρεψιμότητας του 1991.

Η δεκαετία του 1990

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1990, την εξουσία είχε κερδίσει ο νεοφιλελεύθερος περονιστής Carlos Menem. Ο Menem σταμάτησε την κατρακύλα του αργεντίνικου πέσο προσδένοντάς το στο δολάριο. Γενικότερα, η υποτίμηση του νομίσματος αποτελεί ένα είδος εσωτερικού δανεισμού, ο οποίος μάλιστα περνά απαρατήρητος πολλές φορές από τους πολίτες. Τα αποτελέσματά του φαίνονται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, καθότι μειώνεται η αγοραστική δύναμή τους. Για τον λόγο αυτόν, μάλιστα, οι ψηφοφόροι αποδίδουν λανθασμένα τις ευθύνες στους πολιτικούς που έπονται και όχι σε εκείνους που προχώρησαν σε υποτίμηση. Η πρακτική αυτή, λοιπόν, αποτελούσε πάγια τακτική για τους κυβερνώντες της Αργεντινής για πολλά χρόνια.

Ο πληθωρισμός στην Αργεντινή. Βλέπουμε ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1990 βρίσκεται σε απολύτως φυσιολογικά επίπεδα, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 περνά σε αρνητικά επίπεδα — έχουμε δηλαδή αποπληθωρισμό. Αυτό είναι σημάδι ύφεσης για μία οικονομία, καθότι υπάρχει απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων και των εμπορευμάτων και γενικότερα δημιουργεί σημαντικές αλλοιώσεις στην κατανάλωση (ο πληθωρισμός δηλαδή είναι κάτι ανάλογο με την πίεση στους ανθρώπους, δεν θα πρέπει να είναι ούτε υψηλός ούτε πολύ χαμηλός). Από εκεί και έπειτα, παρατηρούμε έκρηξή του. Πηγή εικόνας εδώ.

Γενικότερα, όπως βλέπουμε και στο παραπάνω διάγραμμα, η πρακτική αυτή δεν έχει εγκαταλειφθεί και η χώρα έχει υψηλά ποσοστά πληθωρισμού. Αυτό, λοιπόν, αποτελεί έμμεσα μία μορφή εσωτερικού χρέους το οποίο καλούνται να πληρώσουν οι πολίτες. Και το πληρώνουν αναγκαστικά μέσω της μείωσης της αγοραστικής τους δύναμης. Όσον αφορά, όμως, τη χρονική περίοδο που μελετούμε, βλέπουμε ότι ο πληθωρισμός μειώθηκε σημαντικά μέχρι και τα μέσα του 2000. Ο Menem μείωσε αρχικά τις Κρατικές Δαπάνες και προχώρησε σε πλήθος ιδιωτικοποιήσεων, πουλώντας μάλιστα πολλές φορές τις κρατικές επιχειρήσεις σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το κράτος της Αργεντινής να βγαίνει ζημιωμένο στις περιπτώσεις αυτές, ενώ η μείωση των Κρατικών Δαπανών ενδεχομένως να είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των πολιτών. Προσωρινά βέβαια, το εισόδημα των Αργεντινών αυξήθηκε σημαντικά, επιτρέποντάς τους να αυξήσουν σημαντικά τα επίπεδα Κατανάλωσής τους.

Όμως, η πρόσδεση του πέσο στο δολάριο, ενώ λειτούργησε θετικά στην αρχή, γιατί βοήθησε στο να δαμαστεί η αλόγιστη υποτίμηση του νομίσματος, οδήγησε σε δεύτερη φάση την οικονομία σε διαφορετική πορεία. Επίσης, υπήρξε αύξηση των κρατικών εξόδων κατά 50%. Η αύξηση αυτή γινόταν όλο και πιο ολέθρια από χρονιά σε χρονιά, με αποτέλεσμα ο κρατικός προϋπολογισμός να μην μπορεί πλέον να καλύψει τις ανάγκες της χώρας. Οι κυβερνώντες στο σημείο αυτό προτίμησαν να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές, προκειμένου να μην προχωρήσουν για άλλη μία φορά σε εσωτερικό δανεισμό, δηλαδή σε υποτίμηση του νομίσματος και άνοδο του πληθωρισμού. Τελικά, η χώρα κήρυξε χρεοκοπία στα τέλη του 2001, και μάλιστα μερικά χρόνια μετά ο πληθωρισμός της εκτοξεύτηκε και αυτός στα ύψη. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι οι κυβερνώντες όχι μόνο δεν μπόρεσαν να πληρώσουν, ή καλύτερα να διαχειριστούν, το χρέος τους προς τις αγορές, αλλά δεν μπόρεσαν να καλύψουν και τις βασικές ανάγκες της χώρας. Επομένως, λόγω του ότι κήρυξαν χρεοκοπία, δεν μπορούσαν πλέον να δανειστούν περαιτέρω, οπότε και προχώρησαν στη γνώριμη πρακτική του εσωτερικού δανεισμού.

Στο επόμενο μέρος θα εξετάσουμε την πορεία του Χρέους της χώρας, το οποίο, αν και δεν είναι γενικά μεγάλο, λόγω των παθογενειών του ευρύτερου οικονομικού τομέα, έχει πολλά ξαφνικά «ξεσπάσματα» που είναι μη διαχειρίσιμα. Επίσης, θα εξετάσουμε ποια είναι η προοπτική του Χρέους υπό το πρίσμα της πανδημίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Argentina’s unprecedented economic boom-to-bust history, Deutsche Welle, Retrieved from here
  • Argentina’s Structural Reforms of the 1990s, Pedro Pou, Finance Development Magazine, IMF, March 2000, Volume 37, Number 1, Retrieved from here
  • One Country, Nine Defaults: Argentina Is Caught in a Vicious Cycle, Ben Bartenstein, Sydney Maki, Marisa Gertz, bloomberg.org, Retrieved from here

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Χρηστακίδου
Σοφία Χρηστακίδου
Προέρχεται από το τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΔΠΘ. Ασχολείται ενεργά με την επιχειρηματικότητα και την τεχνολογία. Έχει συμμετάσχει σε πολλές πρωτοβουλίες που υποστηρίζουν νεοφυείς επιχειρήσεις στα πρώτα τους βήματα, ενώ έχει εργαστεί στον τομέα της Συμβουλευτικής. Από την 1η Οκτωβρίου 2020 είναι αρχισυντάκτρια του project «Ραντάρ Αναπτυσσόμενων Χωρών».