12 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορία«Πάλι με χρόνια με καιρούς…»: Οι προφητείες για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης

«Πάλι με χρόνια με καιρούς…»: Οι προφητείες για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης


Της Θεοδώρας Κρέπη,

Η 29η Μαΐου 1453 έμελλε να μείνει στη συνείδηση του Ελληνισμού, ως μία από τις μελανότερες της ιστορίας του. Την ημέρα εκείνη συντελέστηκε η μεγαλύτερη συμφορά, η απόλυτη καταστροφή, που σήμανε το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής αυτοκρατορίας: η λαμπρή της πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, είχε πέσει στα χέρια των αλλόθρησκων Οθωμανών, που την πολιορκούσαν για πάνω από έναν μήνα.

Το πλήγμα για τους Βυζαντινούς ήταν βαρύ. Με τραγούδια και μοιρολόγια, ο λαός θρηνεί την απώλεια της Βασιλεύουσας, που, όπως μοιρολατρικά πολλοί την ερμήνευσαν, ήταν κατά βάθος θέλημα Θεού. Όμως οι περισσότεροι πίστευαν πως η Πόλη δεν επρόκειτο να μείνει για πολύ σκλαβωμένη. Δεν άργησαν να κυκλοφορήσουν προφητείες σχετικά με την ανακατάληψή της, που έκαναν την ελπίδα να φωλιάζει στις καρδιές των Ελλήνων. Παραδόσεις, θρύλοι, διηγήσεις, ιστορίες, τραγούδια κρατούσαν ζωντανό το πνεύμα του Ελληνισμού και την ελπίδα ότι κάποια μέρα, στο εγγύς ή στο πιο μακρινό μέλλον, η Κωνσταντινούπολη και όλες οι άλλες περιοχές που είχαν «τουρκέψει» θα ανακαταλαμβάνονταν από τους Έλληνες. Τίποτα δεν είχε χαθεί οριστικά. Εξάλλου, όπως συνηθιζόταν να λέγεται από τον λαό, «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι».

Μέσα σε αυτό το κλίμα, κινείται ο μύθος του καλόγερου, που την ώρα που κατελήφθη η Πόλη, τηγάνιζε ψάρια. Όταν η είδηση έφτασε στα αυτιά του, γεμάτος δυσπιστία δήλωσε πως θα το πίστευε μόνο αν τα μισοτηγανισμένα ψάρια του ζωντάνευαν. Και ως εκ θαύματος, τα ψάρια του πήδηξαν από το τηγάνι και έπεσαν σε ένα σημείο με νερό, λίγο παραπέρα. Και λέγεται πως ακόμα εκεί είναι και κολυμπούν μισοτηγανισμένα. Και περιμένουν να βρεθεί η Πόλη σε ελληνικά χέρια, για να έρθει ένας άλλος καλόγερος και να τελειώσει το τηγάνισμα.

Ο Μωάμεθ και ο στρατός του εισέρχονται θριαμβευτές στην Κωνσταντινούπολη. Πίνακας του Jean-Joseph Benjamin-Constant (1876). Musée des Augustins, Τουλούζη. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Εν τω μεταξύ, ενώ οι Οθωμανοί είχαν μπει στην Πόλη και οι μάχες στους δρόμους της μαίνονταν, στην Αγία Σοφία λάμβανε χώρα η Θεία Λειτουργία. Οι Τούρκοι δεν άργησαν να εισέλθουν στον ναό και κατευθύνθηκαν απειλητικά προς τον ιερέα. Εκείνος τότε, κρατώντας το Άγιο Δισκοπότηρο, πέρασε μέσα από μία πόρτα, η οποία έκλεισε πίσω του. Όταν οι Οθωμανοί προσπάθησαν να τον ακολουθήσουν, βρήκαν μπροστά τους μόνο τοίχο. Τι κι αν κάλεσαν τους καλύτερους μάστορες της αυτοκρατορίας τους, τι κι αν επιστράτευσαν κάθε εργαλείο που είχαν στη διάθεσή τους, δεν κατάφεραν να τον γκρεμίσουν. Και, όπως μας λέει ο θρύλος, έτσι θα παραμείνει, ώσπου οι χριστιανοί να ξαναπάρουν την Πόλη και να ξαναβγεί ο ιερέας για να ολοκληρώσει τη Λειτουργία.

Πασίγνωστη είναι και η παράδοση με τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά. Όταν οι Οθωμανοί μπήκαν από την Κερκόπορτα, οι Βυζαντινοί έτρεξαν να τους αντιμετωπίσουν. Μαζί τους και ο αυτοκράτορας, ο οποίος έπεσε στη μάχη. Ή μήπως όχι; Γιατί, σύμφωνα με την ιστορία μας, την ώρα της μάχης, το άλογο του αυτοκράτορα, ξεψυχώντας, τον πέταξε κάτω. Ένας Οθωμανός εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του, όταν όμως τον πλησίασε με το σπαθί του για να τον αποτελειώσει, άγγελος Κυρίου επενέβη και ο αυτοκράτορας χάθηκε από μπροστά του. Και, όπως φημολογείται, βρίσκεται μαρμαρωμένος, θαμμένος σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, κοντά στη Χρυσόπορτα, περιμένοντας να έρθει η ώρα να σηκωθεί ξανά και να διώξει από την Πόλη τους Τούρκους. Οι Τούρκοι, σύμφωνα με την παράδοση, γνωρίζουν αυτόν τον θρύλο, δεν ξέρουν όμως πού ακριβώς είναι θαμμένος ο βασιλιάς. Γι’ αυτό, για προληπτικούς λόγους, έχουν κλείσει, καθώς λέγεται, τη Χρυσόπορτα, από την οποία φημολογείται ότι θα μπει. Όταν όμως έρθει το πλήρωμα του χρόνου, ο άγγελος θα επανεμφανιστεί, θα «ξεμαρμαρώσει» τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, θα του δώσει το σπαθί του και θα τον στείλει ξανά στην επιφάνεια για να πολεμήσει τους εχθρούς, τους οποίους θα νικήσει και θα καταδιώξει μέχρι μια περιοχή που ο θρύλος ονομάζει «Κόκκινη Μηλιά».

Άγαλμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, αποκαλούμενου και «Μαρμαρωμένου Βασιλιά», στη Μητρόπολη Αθηνών. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Πίσω στην Αγία Σοφία, όταν έγινε η άλωση, παρά την αναταραχή, οι Χριστιανοί προσπάθησαν να σώσουν ό,τι μπορούσαν από τα ιερά αντικείμενα του ναού. Έβαλαν λοιπόν την Αγία Τράπεζα σε ένα πλοίο με προορισμό τη Δύση. Το πλοίο όμως άνοιξε ενώ βρισκόταν ακόμα στη θάλασσα του Μαρμαρά και το πολύτιμο φορτίο του βρέθηκε στον βυθό της θάλασσας. Έκτοτε, τα νερά σε αυτό το σημείο είναι πάντα ήρεμα, όση τρικυμία κι αν επικρατεί τριγύρω, ενώ αναδίδεται μια ευχάριστη οσμή. Και όταν η Πόλη γίνει πάλι ελληνική, η Αγία Τράπεζα θα ανασυρθεί και θα επανατοποθετηθεί στην αρχική της θέση, στην Αγία Σοφία.

Τα χρόνια μετά την άλωση πέρασαν και ο οθωμανοκρατούμενος Ελληνισμός εξακολουθούσε να βρίσκει παρηγοριά σε τέτοιες παραδόσεις, που μάλιστα εμπλουτίστηκαν με νέες αφηγήσεις. Μια τέτοια προέρχεται ακριβώς από τα χρόνια αυτά. Το έτος 1522, το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα, κάποιοι δερβίσηδες είδαν την Αγία Σοφία φωταγωγημένη και άκουσαν ψαλμωδίες να βγαίνουν από το εσωτερικό του ναού, ενώ ακουγόταν καθαρά το «Χριστός Ανέστη». Περίπου δυόμισι αιώνες αργότερα, ένας λαμπερός σταυρός έκανε την εμφάνισή του στον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Οι Τούρκοι προσπάθησαν με κάθε μέσο να τον εξαφανίσουν, χωρίς όμως επιτυχία. Αυτό ερμηνεύτηκε ως σημάδι ότι σύντομα ο ναός και η Πόλη θα περνούσαν ξανά στα χέρια των Ελλήνων.

Η Αγία Σοφία το 1718. Χαρακτικό του Adriaan Reland. Πηγή εικόνας: mymodernmet.com

Ποιος όμως θα απελευθέρωνε τη σκλαβωμένη Κωνσταντινούπολη; Οι Έλληνες θα χρειάζονταν κάποια βοήθεια. Υπήρχε πάντα φυσικά ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, έτοιμος να πολεμήσει όταν χρειαζόταν. Ένας άλλος μύθος ήθελε ως αρωγό των Ελλήνων τον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος μάλιστα, στην περίφημη ιστορία της αδελφής του, της Γοργόνας, που ρωτά τους ναυτικούς αν ζει ο αδελφός της, λειτουργεί ως προσωποποίηση του Ελληνισμού, που φυσικά «ζει και βασιλεύει».

Ταυτόχρονα, δεν ήταν λίγοι αυτοί που εναπέθεταν τις ελπίδες τους σε εξωτερικές δυνάμεις, και κυρίως στη Ρωσία. Σύμφωνα με μια δοξασία, η λύτρωση του Ελληνισμού θα ερχόταν από το «ξανθό γένος» (“rusij rod”). Κατά μία ευνοϊκή συγκυρία, η φράση έμοιαζε πολύ με αυτή που προσδιόριζε το «ρωσικό γένος» (“ruskij rod”), γεννώντας την ελπίδα ότι οι πανίσχυροι και ομόδοξοι Ρώσοι θα επενέβαιναν στο πλευρό των Ελλήνων. Εξάλλου, στο πλαίσιο της ρωσικής προπαγάνδας, η Μόσχα πήρε την προσωνυμία «Τρίτη Ρώμη» (καθώς η «Δεύτερη» ήταν η Κωνσταντινούπολη) και οι ίδιοι οι τσάροι (τίτλος που προκύπτει από την παραφθορά του ρωμαϊκού όρου «καίσαρ») προέβαλλαν τους εαυτούς τους, ως θεματοφύλακες της Ορθοδοξίας και διαδόχους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην ιδέα αυτή πιθανόν να έπαιξε ρόλο και ο γάμος της Βυζαντινής πριγκίπισσας Ζωής-Σοφίας Παλαιολογίνας, ανιψιάς του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, με τον τσάρο Ιβάν Γ’ το 1472.

Όλοι αυτοί οι θρύλοι διαδόθηκαν αρχικά από τους κατατρεγμένους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και εξαπλώθηκαν, όπου υπήρχε ο Ελληνισμός. Γνώρισαν παραλλαγές και μεταπλάσεις, ανανεώθηκαν και αργότερα προστέθηκαν και νέες στις ήδη υπάρχουσες αφηγήσεις. Μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα, από τους δασκάλους των κρυφών σχολειών, από μοναχούς, από σοφούς ανθρώπους, με στόχο να αγγίξουν κάθε Έλληνα. Το πιο σημαντικό είναι πως επιτέλεσαν με επιτυχία τη βασική τους αποστολή, να κρατήσουν το ηθικό του Ελληνισμού ακμαίο, να κάνουν τους Έλληνες να πιστέψουν ότι μια μέρα η σκλαβιά θα έπαιρνε τέλος και όλα όσα είχαν χαθεί, θα επέστρεφαν στα χέρια τους. Οι προφητείες αυτές (όπως και πολλές άλλες) έπαιξαν τον ρόλο τους στην επιβίωση του Ελληνισμού μέσα σε τέσσερις σχεδόν αιώνες οθωμανοκρατίας και έβαλαν το λιθαράκι τους στο ιδεολογικό υπόβαθρο που οδήγησε στην Επανάσταση του 1821, η οποία χάρισε σε ένα τμήμα μόνο των Ελλήνων το δικό τους κράτος. Αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα, η «Μεγάλη Ιδέα» τροφοδοτήθηκε από αυτές τις αντιλήψεις περί ανακατάληψης των αλύτρωτων ακόμα πατρίδων και αποτέλεσε τον κύριο προσανατολισμό της Ελλάδας στα πρώτα βήματά της.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό έργο (2000), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 10: Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (1453-1669): Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
  • Καργάκος, Σ. Ι. (2014), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Αθήνα: ειδική έκδοση για τη Real News, σ. 57-64
  • Πολίτης, Ν. Γ. (1994), Παραδόσεις. Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού, τ. 1, Αθήνα: Εκδ. Γράμματα, σ. 21-25
  • Talbot, A. M.(1991), “Sophia Palaiologina”, The Oxford Dictionary of Byzantium, Vol. III, New York/Oxford: Oxford University Press, σ. 1928.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοδώρα Κρέπη
Θεοδώρα Κρέπη
Γεννήθηκε το 2000 και ζει στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στην Καλαμάτα. Την ενδιαφέρουν η βυζαντινή και η σύγχρονη ιστορία. Επίσης, της αρέσουν τα ταξίδια, το διάβασμα και η μαγειρική.