16.8 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΙστοριογραφικές προσεγγίσεις: Η Αγγλική Σχολή Διεθνών Σχέσεων

Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις: Η Αγγλική Σχολή Διεθνών Σχέσεων


Του Αθανάσιου Ρούτση,

Οι περισσότερες θεωρίες που εξετάζουν την παγκόσμια πολιτική αρένα επικεντρώνονται, είτε σε ένα είτε σε μικρό αριθμό ζητημάτων ή μονάδων ανάλυσης, για να υποστηρίξουν τη φύση ή τον χαρακτήρα της παγκόσμιας σφαίρας. Η Αγγλική Σχολή έχει τη δική της προσέγγιση για τη μελέτη των διεθνών σχέσεων, μια προσέγγιση κάπως πιο ιδιαίτερη και ξεχωριστή, σε σχέση με τις υπόλοιπες που υπάρχουν, επί παραδείγματι του κλασσικού ρεαλισμού, του κονστρουκτιβισμού, του νεορεαλισμού, αν και περιέχει στοιχεία από τις περισσότερες εξ αυτών. Η κυρίαρχη έννοια, με την οποία ασχολείται η Αγγλική Σχολή, είναι η «διεθνής κοινωνία», μέσα στην οποία τα κράτη είναι οι κύριοι δρώντες και, συλλογικά, παράγουν τους κανόνες και αποδέχονται τις πρακτικές με τις οποίες διαχειρίζονται τις μεταξύ τους σχέσεις.

Ο χαρακτήρας της Αγγλικής Σχολής προέρχεται από μια ομάδα ακαδημαϊκών, οι οποίοι ξεκίνησαν να συναντιούνται και να μοιράζονται ιδέες το 1958, υπό την αιγίδα της Βρετανικής Επιτροπής για τη Θεωρία της Διεθνούς Πολιτικής. Βασικά ιδρυτικά στελέχη ήταν οι Hedley Bull, Adam Watson, Martin Wight, Herbert Butterfield, Alan James και Charles Manning. Ο όρος Αγγλική Σχολή διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1981, σε ένα άρθρο του Roy E. Jones, με τίτλο The English School of International Relations: A Case of Closure, και έγινε αποδεκτός από όλους.

Η θεωρία της Αγγλικής Σχολής βασίζεται στην καθιέρωση διακρίσεων, μεταξύ τριών βασικών εννοιών, οι οποίες συνυπάρχουν και λειτουργούν ταυτόχρονα. Αυτές είναι το διεθνές σύστημα, η διεθνής κοινωνία και η παγκόσμια κοινωνία. Ο Bull, στο έργο του Η Άναρχη Κοινωνία, Μια Μελέτη Της Τάξης Στην Παγκόσμια Κοινωνία, προχώρησε στον ορισμό των εννοιών αυτών.

Πηγή εικόνας: e-ir.info

Έτσι, το διεθνές σύστημα ορίστηκε ως σχηματιζόμενο, «όταν δύο ή περισσότερα κράτη έχουν επαρκή επαφή μεταξύ τους και επαρκή αντίκτυπο το ένα στις αποφάσεις του άλλου, ώστε να συμπεριφέρονται ως μέρη ενός συνόλου». Μια διεθνής κοινωνία υπάρχει, όταν μια ομάδα κρατών «αντιλαμβάνονται ότι δεσμεύονται από ένα κοινό σύνολο κανόνων στις σχέσεις μεταξύ τους και συμμετέχουν στη λειτουργία των κοινών θεσμών». Τέλος, η παγκόσμια κοινωνία είναι πιο θεμελιώδης από τη διεθνή κοινωνία, επειδή «οι τελικές μονάδες της μεγάλης κοινωνίας όλης της ανθρωπότητας δεν είναι κράτη, αλλά μεμονωμένα ανθρώπινα όντα». Έτσι, η παγκόσμια κοινωνία υπερβαίνει το κρατικό σύστημα, και λαμβάνει τα άτομα, τους μη κρατικούς φορείς και τελικά τον παγκόσμιο πληθυσμό, ως το επίκεντρο των παγκόσμιων κοινωνικών ταυτοτήτων και διευθετήσεων.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της Αγγλικής Σχολής, οι «θεσμοί» αναφέρονται σε μακροπρόθεσμες πρακτικές μεταξύ κρατών, όπως διπλωματία, νομοθεσία και πόλεμος, παρά σε διεθνείς γραφειοκρατικές δομές –οργανισμούς– που μπορεί να δημιουργηθούν για να διευκολύνουν την κρατική αλληλεπίδραση. Σύμφωνα με την προσέγγιση της Αγγλικής Σχολής, μεταξύ των μελών ενός συστήματος κρατών υπάρχει, σε κάποιο επίπεδο, πολιτισμική ενότητα. Οι κοινωνίες κρατών θεμελιώνονται στη βάση μιας κοινής κουλτούρας.

Η τυπολογία των συστημάτων κρατών ξεκινά από τη διαπίστωση ότι θα πρέπει να προσδιοριστεί ακριβώς το περιεχόμενο των εννοιών του κράτους και του συστήματος. Ως κυρίαρχα κράτη, ορίζονται οι ανεξάρτητες πολιτικές οντότητες που δεν αναγνωρίζουν κάποια υπέρτερη δύναμη. Για να υπάρξει ένα σύστημα κρατών, πρέπει τα κράτη να αναγνωρίσουν το ένα στο άλλο τη στοιχειώδη αξίωση της ισχύος. Ο Wight ήταν αυτός που προχώρησε πέρα από αυτό, και διέκρινε τα διεθνή συστήματα κρατών από τα επικυρίαρχα συστήματα κρατών.

Πηγή εικόνας: e-ir.info

Ένα τέτοιο παράδειγμα επικυρίαρχου συστήματος αποτέλεσε η εμφάνιση του διπολικού κόσμου του Ψυχρού Πολέμου (1947–1991), όταν δύο υπερδυνάμεις χώρισαν τον κόσμο στις αντίστοιχες σφαίρες επιρροής τους, πράγμα που οδήγησε στη διαίρεση της παγκόσμιας διεθνούς κοινωνίας σε δύο νέες διεθνείς κοινωνίες, μιας που συνδέεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και μιας με τη Σοβιετική Ένωση. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, σήμαινε και το τέλος του διαχωρισμού της παγκόσμιας κοινωνίας.

Η πιο ουσιαστική απόδειξη ύπαρξης μιας διεθνούς κοινωνίας είναι η ύπαρξη διεθνούς δικαίου. Το διεθνές δίκαιο είναι αυτό που ορίζει τα δικαιώματα και τα καθήκοντα ενός κράτους, με τέτοιο τρόπο ώστε να οριοθετεί τις αντίστοιχες σφαίρες, μέσα στις οποίες κάθε κράτος είναι εξουσιοδοτημένο να ασκεί την εξουσία του. Το διεθνές δίκαιο είναι, με λίγα λόγια, το σύνολο των κανόνων, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που καθιερώθηκαν από τα ίδια τα κράτη, με συνθήκες μεταξύ τους. Είναι κάτι το οποίο τα ίδια τα κράτη δημιουργήσαν, γι’ αυτό και το ακολουθούν. Η διεθνής κοινωνία, ωστόσο, είναι μια κοινωνία κρατών, στην οποία τα κράτη δε σχετίζονται μεταξύ τους μόνο με κανόνες συμφέροντος, αλλά και με κανόνες ηθικής που πηγάζουν από το διεθνές δίκαιο.

Ο πόλεμος ανάμεσα σε δύο κράτη είναι κάτι που το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει σαν μέσο άσκησης πολιτικής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η προσφυγή σε αυτόν αποτελεί πανάκεια για την επίλυση των διαφορών. Πολλές φορές τα συμφέροντα κάποιων κρατών ενδέχεται να συμπίπτουν με τα συμφέροντα κάποιων άλλων. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι εύκολο να συναφθούν πολιτικές συμμαχίες. Αυτό συμβαίνει πάντα λαμβάνοντας υπόψιν τα συμφέροντα και τρίτων κρατών. Η ιδανική συμμαχία εκφράζεται μέσω της ισότητας συμφερόντων και δεσμεύσεων, μεταξύ των συμβαλλόμενων μελών. Οι συμμαχίες λειτουργούν μέσω του θεσμού της διπλωματίας, ενός θεσμού που κατέχει περίοπτη θέση στην προσέγγιση της Σχολής, και αποτελεί τον κυρίαρχο θεσμό στις διεθνείς σχέσεις.

Ο Hedley Bull (1932-1985). Πηγή εικόνας: piotita.gr

Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, δεν υπήρχε ένα καθολικό διεθνές σύστημα ή κοινωνία. Αντίθετα, υπήρχαν αρκετές περιφερειακές διεθνείς κοινωνίες, η καθεμία με τους δικούς της διακριτούς κανόνες και θεσμούς. Αυτό, με τη σειρά του, υπονοούσε ότι οι σχέσεις μεταξύ πολιτικών οντοτήτων, οι οποίες ήταν μέλη διαφορετικών περιφερειακών διεθνών κοινωνιών, δεν μπορούσαν να διεξάγονται στην ίδια ηθική και νομική βάση, με τις σχέσεις εντός της ίδιας κοινωνίας. Αυτό συνέβαινε επειδή οι κανόνες κάθε μεμονωμένης περιφερειακής κοινωνίας ήταν πολιτισμικά ιδιαίτεροι και αποκλειστικοί. Δεν υπήρχε κάποιο, ενιαίο, συμφωνημένο σύνολο κανόνων και θεσμών που να λειτουργούν πέρα από τα σύνορα οποιωνδήποτε, δύο ή περισσότερων, περιφερειακών διεθνών κοινωνιών, για να μπορεί να γίνει λόγος για μια ευρεία διεθνή κοινωνία. Επιπλέον, οι επαφές μεταξύ περιφερειακών διεθνών κοινωνιών ήταν πολύ πιο περιορισμένες από τις επαφές στο εσωτερικό τους. Έτσι, η ανάδυση μιας πραγματικά καθολικής διεθνούς κοινωνίας δεν θα ήταν δυνατή, εκτός εάν μία από τις περιφερειακές διεθνείς κοινωνίες μπορούσε να επεκταθεί στον βαθμό που θα της επέτρεπε να συγχωνεύσει όλες τις άλλες, σε μια ενιαία καθολική κοινωνία, οργανωμένη γύρω από ένα κοινό σώμα κανόνων και αξιών.

Η διάκριση μεταξύ ενός διεθνούς συστήματος και μιας διεθνούς κοινωνίας βοηθά στη διάκριση του μοτίβου και του χαρακτήρα των σχέσεων, μεταξύ ορισμένων κρατών και ομάδων κρατών. Επί παραδείγματι, ιστορικά υπήρχε μια ουσιαστική διαφορά, όσων αφορά το είδος των σχέσεων, μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, σε αντίθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών αντανακλούσαν την ύπαρξη μιας ευρωπαϊκής διεθνούς κοινωνίας, ενώ οι σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αντανακλούσαν την ύπαρξη ενός διεθνούς συστήματος. Ομοίως, η αλληλεπίδραση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντανακλά την ύπαρξη μιας διεθνούς κοινωνίας, ενώ η αλληλεπίδραση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία (μη μέλος) περιγράφει την αλληλεπίδραση σε ένα ευρύτερο διεθνές σύστημα.

Οι θεωρητικοί της Αγγλικής Σχολής αποδέχονται τη ρεαλιστική ερμηνεία των Machiavelli και Hobbes, η οποία δίνει έμφαση στην αντίληψη της συγκρουσιακής διάθεσης των κρατών. Υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι η απουσία κοινής διακυβέρνησης και, κάποιου είδους, κυριαρχίας δε συνεπάγεται απαραίτητα και τον αποκλεισμό ύπαρξης κοινών κανόνων και πρακτικών. Γι’ αυτό και στρέφονται στο ερμηνευτικό πλαίσιο του Grotius, το οποίο δίνει έμφαση στο κανονιστικό πλαίσιο μιας κοινωνίας και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών της, αλλά και του Kant, που υποστηρίζει την ενότητα όλης της ανθρωπότητας. Αυτό που ουσιαστικά προσπαθεί να κάνει η Αγγλική Σχολή είναι να προσφέρει μια μέση οδό.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Bull, Hedley (2012), The Anarchical Society: A Study of Order in World Politics, 4η έκδοση, Columbia University Press
  • Wight, Martin (1992), International Theory: The Three Traditions, Teaneck: Holmes & Meier Pub
  • Watson, Adam (1992), The Evolution of International Society: A Comparative Historical Analysis, London: Routledge, Taylor and Francis Group

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αθανάσιος Ρούτσης
Αθανάσιος Ρούτσης
Γεννήθηκε το 1997 και μεγάλωσε στην πόλη της Δράμας. Έχει διατελέσει σπουδαστής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης οπότε και αποφοίτησε το 2020. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και τις επαναστάσεις που συνέβησαν ανά τον κόσμο. Χόμπυ του είναι το διάβασμα και το μπάσκετ