18.2 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΜεταβολή αμάχητου τεκμηρίου ασφαλούς πρώτης χώρας υποδοχής στο Δουβλίνο ΙΙΙ

Μεταβολή αμάχητου τεκμηρίου ασφαλούς πρώτης χώρας υποδοχής στο Δουβλίνο ΙΙΙ


Της Στέλλας Τσιαντά,

Το Σύστημα του Δουβλίνου, αλλά και οι μεταγενέστεροι Κανονισμοί Δουβλίνο ΙΙ (343/2003) και Δουβλίνο ΙΙΙ (604/2013) είχαν στόχο –εκτός του καθορισμού του υπεύθυνου κράτους για την εξέταση της αίτησης παροχής ασύλου, που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας– να αντιμετωπίσουν διάφορα προβλήματα και ανάγκες που είχαν προηγηθεί των κειμένων αυτών. Βασική προτεραιότητα του Συστήματος του Δουβλίνου, ήταν οι χώρες, που είχαν δεχθεί τις μεγαλύτερες ροές προσφύγων και μεταναστών, να υποστούν μικρότερες πιέσεις, και επιπροσθέτως, την αντιμετώπιση του asylum shopping, το γεγονός δηλαδή ότι οι αιτούντες άσυλο επέλεγαν τη χώρα στην οποία θα υπέβαλαν αίτηση, αναζητώντας το κράτος με το σύστημα με τη μέγιστη πιθανότητα να αποδεχτεί την αίτησή τους, και των refugees in orbit  (πρόσφυγες σε τροχιά), το φαινόμενο, δηλαδή, κατά το οποίο οι πρόσφυγες υπέβαλαν ταυτόχρονα ή διαδοχικά αιτήσεις παροχής ασύλου σε περισσότερα κράτη-μέλη, προκειμένου να αυξήσουν τις πιθανότητες να γίνει δεκτή η αίτησή τους αλλά και για να παρατείνουν τη διαμονή τους εντός της Ένωσης.

Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προαναφερμένων προβλημάτων, το 2003, η Σύμβαση του Δουβλίνου αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 343/2003 τον Φεβρουάριο του 2003, γνωστός ως Δουβλίνο ΙΙ. Η βασική ιδέα στην οποία δομείται ο Κανονισμός είναι ότι τα κράτη μέλη σεβόμενα την αρχή της μη επαναπροώθησης, θεωρούνται ως ασφαλείς χώρες. Έτσι, λοιπόν, γίνεται αντιληπτό ότι το σύστημα του Δουβλίνου ΙΙ βασίζεται στην πρόβλεψη ενός «αμάχητου» τεκμηρίου, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη της Ε.Ε. αποτελούν ασφαλείς χώρες για τους πολίτες τρίτων χωρών, και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών ότι θα σέβονται και θα προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται κατά βάση στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ και του ΧΘΔΕΕ, ανεξαρτήτως των πιέσεων που δέχεται κάθε κράτος μέλος.

Παρόλες τις προσπάθειες, η νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ απέδειξε ότι οι προβληματικές και οι παθογένειες ήταν συνεχείς. Ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ (604/2013) ήρθε να τροποποιήσει και να αντικαταστήσει, με πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον έως τότε κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ που επεβίωσε μία δεκαετία. Βασική γενική προβληματική του Κανονισμού του Δουβλίνου, που κατάφερε να μεταβάλει με την ενσωμάτωση της νομολογίας του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ, ήταν ο νέος κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ που αποτελεί την έννοια του αμάχητου τεκμηρίου της ασφαλούς πρώτης χώρας υποδοχής. Για τα συμβαλλόμενα κράτη-μέλη του Κανονισμού, ήταν απόλυτη η πεποίθηση ότι κάθε κράτος σέβεται και έχει την δυνατότητα να ανταπεξέλθει στις ανάγκες και τα θεμελιώδη δικαιώματα των αιτούντων άσυλο και προστασίας, και αντίστοιχα την αδυναμία αυτών των αιτούντων προς μεταφοράς τους σε ένα άλλο κράτος μέλος. Το γεγονός αυτό απέπνεε έντονη προβληματική, ψυχρότητα και αμέλεια από τα Δυτικά και Βόρεια κράτη-μέλη, όχι μόνο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα των αιτούντων διεθνής προστασίας αλλά και προς τα κράτη της Μεσογείου, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία που δέχθηκαν μεγάλες πιέσεις ως τα πρώτα κράτη λόγω του εύρους των προσφυγικών ροών.

Πηγή Εικόνας: Pinterest

Υποθέσεις «ακρογωνιαίοι λίθοι», που μετέβαλαν το αμάχητο αυτό κριτήριο, αποτελούν κατά κύριο λόγο η υπόθεση Ν.S/Secretary of State for the Home Department και M.E. και άλλοι/Refugee Applications Commissioner, Minister of Justice, Equality and Law Reform του ΔΕΕ και MSS/Βελγίου και Ελλάδας του ΕΔΔΑ. Με τον νέο κανονισμό προβλέπεται, πως, όταν είναι αδύνατη η μεταφορά του αιτούντος άσυλο στο κράτος-μέλος που πρωτίστως έχει προσδιοριστεί ως υπεύθυνο για την επεξεργασία της αίτησής του, εξαιτίας της ύπαρξης βάσιμων λόγων που οδηγούν στο συμπέρασμα πως συντρέχουν συστημικές ελλείψεις στη διαδικασία παροχής ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής στο εν λόγω κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά το άρ. 4 του ΧΘΔΕΕ και 3 της ΕΣΔΑ, τότε το χειροτονημένο κράτος μέλος οφείλει να εξετάσει τα υπόλοιπα ιεραρχικά κριτήρια του Κανονισμού, προκειμένου να διαπιστώσει αν άλλο κράτος-μέλος μπορεί να προσδιοριστεί ως υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης. Αν δεν μπορεί να προσδιοριστεί, με τα κριτήρια αυτά, το υπεύθυνο κράτος μέλος τότε το χειροτονημένο κράτος καθίσταται το ίδιο υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης. Συνεπώς, εξαιτίας και εν μέσω αυτών των αποφάσεων, το αμάχητο τεκμήριο με τον νέο Κανονισμό καθίσταται μαχητό και αναγνωρίζεται η αυτοτελής ευθύνη στα συμβαλλόμενα στον Κανονισμό του Δουβλίνου κράτη, μέσω της διαπίστωσης παραβιάσεων της ΕΣΔΑ, να διαπιστώνει αν η μεταφορά του εκάστοτε αιτούντος στο υπεύθυνο κράτος ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τα θεμελιώδη δικαιώματά του, ενώ επαναπροσδιορίστηκε και η απορρέουσα από το άρθρο 4 παρ. 3α της ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.

Η προστασία που παρέχεται με τη μεταβολή του αμάχητου τεκμηρίου δεν είναι απόλυτη και πλήρης. Αυτό διαφαίνεται από τη δυνατότητα κράτησης του αιτούντος άσυλο ως εξαίρεση και μόνο σε περίπτωση «σημαντικού κινδύνου διαφυγής», εφόσον γίνεται εξατομικευμένη αξιολόγηση της υπόθεσης, τηρείται η αρχή της αναλογικότητας και είναι αδύνατο να εφαρμοσθούν κατά τρόπο αποτελεσματικό λιγότερο επαχθή εναλλακτικά μέτρα, με κράτηση όσο το δυνατόν συντομότερη, που δεν διαρκεί περισσότερο από τον χρόνο που εύλογα απαιτείται για την πλήρωση των αναγκαίων διοικητικών διαδικασιών, με τη δέουσα επιμέλεια μέχρι την εκτέλεση της μεταφοράς. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η «αρχή της μη επαναπροώθησης» που έχει κεντρικό ρόλο στις αποφάσεις των Δικαστηρίων, συνδεόμενη στενά με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το οποίο απαγορεύει την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση οποιουδήποτε ανθρώπου και, επομένως, και των αιτούντων άσυλο. Όσον αφορά τη μη επαναπροώθηση, γίνεται αντιληπτή η αναγκαιότητα ελέγχου κάθε εξατομικευμένης περίπτωσης διότι, όπως προβλέπεται στο διεθνές δίκαιο, απαγορεύεται τόσο η άμεση όσο και η έμμεση επαναπροώθηση. Στην πρώτη περίπτωση υφίσταται βάσιμος φόβος ότι ο αιτών θα υποστεί βάναυση, εξευτελιστική μεταχείριση ή δίωξη στο κράτος που προωθείται, ενώ στη δεύτερη ο φόβος βασίζεται στο ότι το κράτος όπου ο αιτών άσυλο θα προωθηθεί, θα τον επαναπροωθήσει σε κράτος όπου κινδυνεύει από απάνθρωπη μεταχείριση ή δίωξη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • ΠΑΠΑΣΙΩΠΗ-ΠΑΣΑ, Ζ.. Δίκαιο Αλλοδαπών. Εκδόσεις Σάκκουλα
  • Ευσταθίου, Γ.. Ο Κανονισμός του Δουβλίνου: Θέματα εφαρμογής, αποτίμηση και προοπτικές. , Αθήνα, 2007
  • Ε.ΚΑΛΑΒΡΟΣ, Γ. Γ.. Το Δίκαιο της ΕΕ. ,Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2013

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στεργιανή Τσιάντα
Στεργιανή Τσιάντα
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1999 και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλά την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με τη γυμναστική και την ανάγνωση λογοτεχνίας και ποίησης. Αγαπημένο της απόφθεγμα είναι του συγγραφέα Ντοστογιέφσκι «Να είσαι ο ήλιος και όλοι θα σε βλέπουν».