21.5 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΡαντάρ Αναπτυσσόμενων ΧωρώνΒενεζουέλα: Μια χώρα έξω από κάθε κατηγοριοποίηση

Βενεζουέλα: Μια χώρα έξω από κάθε κατηγοριοποίηση


Της Σοφίας Χρηστακίδου,

Τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει πολλές φορές λόγος από τα μέσα ενημέρωσης του δυτικού κόσμου για τη Βενεζουέλα. Τα πολιτικά γεγονότα έχουν δικαιολογημένα προσελκύσει τα βλέμματα. Η συγκεκριμένη χώρα έσπασε το «φράγμα» των αναπτυσσόμενων χωρών το 2008 με βάση το κατά Κεφαλήν ΑΕΠ, και πέρασε στην επόμενη κατηγορία. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τις Χώρες Μεσαίου Εισοδήματος, με βάση τον ορισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι οποίες θεωρείται ότι ανήκουν στη σφαίρα των ανεπτυγμένων χωρών. Στο παρόν δεν θα σταθούμε τόσο στα πολιτικά γεγονότα και την ενδεχόμενη καταπάτηση των δικαιωμάτων των πολιτών που μπορεί να υφίσταται, όσο στην έξαρση του πληθωρισμού, η οποία αλλοιώνει το Ονομαστικό ΑΕΠ, και στην έλλειψη βασικών στοιχείων που χαρακτηρίζει τις στατιστικές υπηρεσίες της χώρας. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα η Παγκόσμια Τράπεζα, σε πρόσφατη δημοσίευσή της τον Ιούλιο, να θεωρεί πλέον πως η Βενεζουέλα δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ούτε ως ανεπτυγμένη ούτε ως αναπτυσσόμενη χώρα, καθότι δεν υπάρχουν τα απαραίτητα δεδομένα για να απαντηθεί κάτι τέτοιο. Τα ερωτήματα στα οποία θα απαντήσουμε λοιπόν, είναι το πώς δημιουργήθηκε ο πληθωρισμός στη χώρα, ποιες είναι οι αιτίες που τον προκαλούν, ποιες είναι οι πτυχές της οικονομίας και της κοινωνίας τις οποίες αυτός επηρεάζει, καθώς και ο ρόλος της διαφθοράς στη συνέχιση αυτής της κατάστασης και στην απόκρυψη ζωτικών οικονομικών στοιχείων από την παγκόσμια κοινότητα.

Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο ρόλος της Κυβέρνησης, η Δημοσιονομική και η Νομισματική Πολιτική:

Στις περισσότερες χώρες του κόσμου, ανεπτυγμένες και μη, οι πτυχές της ζωής καθορίζονται από το κράτος. Έτσι λοιπόν και στην Οικονομία, η κυβέρνηση είναι σε θέση να καθορίσει την πορεία της Αγοράς Εργασίας, την Προσφορά του Χρήματος, τις Ιδιοκτησιακές Σχέσεις, την επίλυση των Οικονομικών Διαφορών μέσω του νομοθετικού πλαισίου που θέτει, την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας κλπ. Όλα αυτά συνιστούν την Οικονομική Πολιτική του κράτους. Η Οικονομική Πολιτική με τη σειρά της χωρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες: τη Δημοσιονομική Πολιτική και τη Νομισματική Πολιτική.

Φωτογραφία του Jason Leung στην ιστοσελίδα Unsplash

Η Δημοσιονομική Πολιτική

Η πρώτη ασκείται μέσα από δύο βασικά εργαλεία: τη φορολογία και τις κρατικές δαπάνες. Ο φορέας που ασκεί τη Δημοσιονομική Πολιτική είναι η κυβέρνηση. Στις ανεπτυγμένες χώρες οι κυβερνήσεις εκλέγονται δημοκρατικά, ενώ στις αναπτυσσόμενες οι διαδικασίες εκλογής των κυβερνώντων δεν είναι πάντοτε διαφανείς, ενώ σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουν χώρα πραξικοπήματα και κατάληψη της εξουσίας με τη βία. Και στις δύο περιπτώσεις κύριο μέλημα της κυβέρνησης είναι η εξυπηρέτηση των στόχων της και το κύριο μέσο για να τους πετύχει είναι η Δημοσιονομική της Πολιτική.

Στα ανεπτυγμένα κράτη οι στόχοι της κυβέρνησης αφορούν κυρίως την αύξηση της ευημερίας των πολιτών. Η ευημερία έχει ποικίλους τρόπους για να μετρηθεί και φαίνεται από διάφορους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες: το ποσοστό αλφαβητισμού, την υγειονομική κάλυψη, τα ποσοστά ανεργίας, τα ποσοστά φτώχειας, τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης και άλλα. Πολλές φορές όμως, ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες, η δημοκρατική διαδικασία αποτυγχάνει.

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να βρίσκεται σε έξαρση το φαινόμενο του λαϊκισμού. Το γεγονός αυτό μπορεί να έχει ολέθριες επιπτώσεις για την Οικονομία μία χώρας (και όχι μόνο). Σε αυτή την περίπτωση, η άσκηση της Δημοσιονομικής Πολιτικής δεν πραγματοποιείται με γνώμονα το πραγματικό συμφέρον του πολίτη, αλλά έχει ως στόχο την υιοθέτηση αρεστών πολιτικών στο σύνολο, προκειμένου να επανεκλεγεί η κυβέρνηση. Βέβαια, κάτι τέτοιο μακροπρόθεσμα βλάπτει μία πολιτική παράταξη, γιατί τελικά τα συσσωρευμένα λάθη γίνονται εμφανή. Βραχυπρόθεσμα, όμως, εξασφαλίζει την ψήφο της πλειοψηφίας. Ένα παράδειγμα λαϊκίστικης άσκησης της Δημοσιονομικής Πολιτικής είναι η ανακοίνωση μείωσης της φορολογίας. Πολλές φορές, όμως, δεν διευκρινίζεται ποιους αφορά αυτή η μείωση, αν πραγματικά θα ενισχύσει τους οικονομικά αδύναμους ή αν θα μειώσει απλά το μερίδιο που πληρώνουν οι πλουσιότεροι πολίτες ή ακόμη αν η μείωση αυτή των φόρων θα συνοδευτεί από ανάλογη μείωση των Κρατικών Δαπανών ή όχι. Αν οι Κρατικές Δαπάνες μειωθούν εξίσου, τότε το αποτέλεσμα είναι ουδέτερο για την ευημερία των πολιτών ή πολλές φορές και βλαπτικό. Το αντίδοτο του λαϊκισμού είναι η επιμόρφωση των πολιτών κυρίως γύρω από τον τρόπο που δουλεύει η Δημοσιονομική Πολιτική.

Φωτογραφία του Marco Oriolesi στην ιστοσελίδα Unsplash

Στα κράτη όπου δεν υπάρχουν δημοκρατικά καθεστώτα, η επίτευξη των στόχων της κυβέρνησης γίνεται και πάλι με τον ίδιο τρόπο. Αυτό που διαφέρει στην περίπτωση αυτή είναι οι ίδιοι οι στόχοι. Οι μη δημοκρατικοί κυβερνώντες πασχίζουν να μείνουν στην εξουσία με κάθε δυνατό τρόπο. Για το λόγο αυτό, οι Κρατικές Δαπάνες κατευθύνονται σχεδόν εξολοκλήρου στην εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού. Η φορολογία, που αποτελεί και το κύριο κρατικό έσοδο, αυξάνεται πολλές φορές σε εξωφρενικά επίπεδα και δεν αφήνει χώρο στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας.

Οι κλάδοι της οικονομίας που ενισχύονται είναι εκείνοι που βοηθούν την κυβέρνηση να διατηρήσει την ισχύ της και όχι εκείνοι που θα επιφέρουν την ανάπτυξη. Για το λόγο αυτό βλέπουμε, στις αναπτυσσόμενες χώρες, τα Κρατικά Έσοδα να δαπανώνται στον στρατό, τα Μέσα Ενημέρωσης, προκειμένου να υπάρξει χειραγώγηση του Τύπου, στη διασπορά ψευδών ειδήσεων, την άσκηση προπαγάνδας κ.α.

Ο Κρατικός Προϋπολογισμός

Η Δημοσιονομική Πολιτική, λοιπόν, ανεξάρτητα από τους στόχους που εξυπηρετεί, ασκείται μέσω του Κρατικού Προϋπολογισμού. Ο τελευταίος περιλαμβάνει όλα τα Έσοδα και τα Έξοδα της Κυβέρνησης και μπορεί να είναι Πλεονασματικός, Ισοσκελισμένος ή Ελλειμματικός. Σε γενικές γραμμές, αντίθετα με αυτό που προτάσσει η κοινή λογική, οι πλούσιες και ανεπτυγμένες χώρες έχουν Ελλειμματικό Κρατικό Προϋπολογισμό. Το Δημόσιο Έλλειμμα χρηματοδοτείται στην πλειοψηφία του μέσω του Δημόσιου Δανεισμού. Ο λόγος που πραγματοποιείται κάτι τέτοιο είναι γιατί μέσω του δανεισμού αυτού μπορεί να αυξηθεί δραματικά η ευημερία των πολιτών. Συνήθως, τα ποσά που δανείζεται ένα ανεπτυγμένο κράτος, τα επενδύει σε διάφορους τομείς, όπως π.χ. οι υποδομές της χώρας, η απόκτηση επαγγελματικών δεξιοτήτων για τους πολίτες, η Έρευνα και η Τεχνολογία κ.α. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το μελλοντικό εισόδημα της χώρας να αυξάνεται, η ευημερία των πολιτών να αυξάνεται ακόμη περισσότερο και τα δημόσια δάνεια να είναι ελεγχόμενα και να εξυπηρετούνται κανονικά. Ως αποτέλεσμα αυτού, το Δημόσιο Έλλειμμα είναι επίσης μικρό και ελεγχόμενο. Είναι τόσο όσο χρειάζεται προκειμένου να υπάρξει ανάπτυξη. Μία ανάλογη πρακτική ακολουθείται και από τις μεγάλες και επιτυχημένες επιχειρήσεις. Ο Ισοσκελισμένος και Πλεονασματικός Προϋπολογισμός πραγματοποιούνται όταν μία οικονομία δέχεται πληθωριστικές πιέσεις.

Φωτογραφία της Elena Mozhvilo στην ιστοσελίδα Unsplash

Στις αναπτυσσόμενες χώρες, ο Κρατικός Προϋπολογισμός είναι επίσης ελλειμματικός. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση τα Δημόσια Ελλείμματα είναι μεγάλα, μη ελεγχόμενα και οδηγούν σε άκρατο δανεισμό. Ο λόγος είναι ότι τα λεφτά, τα οποία δανείζεται η κυβέρνηση, δεν κατευθύνονται σε επενδύσεις με σκοπό να αυξηθεί μελλοντικά το ΑΕΠ της χώρας και οι πολίτες να απολαμβάνουν μεγαλύτερη ευημερία. Κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση των σκοπών που περιγράψαμε νωρίτερα. Επομένως, μετά από κάποια χρόνια τα Δημοσιονομικά βγαίνουν εκτός ελέγχου, κάτι το οποίο έχει ολέθριες επιπτώσεις όσον αφορά το επίπεδο διαβίωσης.

Η χρηματοδότηση των Ελλειμμάτων, όπως είπαμε, γίνεται με δανεισμό. Υπάρχουν δύο κύρια είδη Δημόσιου Δανεισμού: ο Εξωτερικός Δανεισμός και ο Εσωτερικός Δανεισμός. Η πρώτη κατηγορία αφορά τoν δανεισμό των απαιτούμενων κεφαλαίων από ιδιώτες επενδυτές. Ο δεύτερος τρόπος αφορά τη Νομισματική Πολιτική.

Η Νομισματική Πολιτική

Η Νομισματική Πολιτική έχει δύο κύρια εργαλεία: τον έλεγχο της ποσότητας του Χρήματος που κυκλοφορεί σε μία οικονομία και τη διακύμανση των επιτοκίων. Στα ανεπτυγμένα κράτη ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, η οποία είναι ανεξάρτητη από την πολιτική εξουσία. Οι στόχοι της τελευταίας επικεντρώνονται σε τέσσερις βασικούς τομείς. Πρώτον, στη νομισματική σταθερότητα. Δηλαδή, η Κεντρική Τράπεζα φροντίζει ο πληθωρισμός και το γενικό επίπεδο τιμών να είναι σταθερά χωρίς αυξομειώσεις. Και αυτό γιατί οι μεγάλες διακυμάνσεις του πληθωρισμού δημιουργούν ασυνέχειες στην οικονομία και μειώνουν την εμπιστοσύνη των οικονομικών δρώντων. Δεύτερος στόχος είναι η κατεύθυνση της Νομισματικής Πολιτικής προς την οικονομική ανάπτυξη. Δηλαδή, το επιστημονικό προσωπικό της Κεντρικής Τράπεζας φροντίζει να υπάρχει επαρκής ρευστότητα στην οικονομία, μέσω των κατάλληλων επιτοκίων και της κατάλληλης ποσότητας χρήματος, προκειμένου να πραγματοποιούνται οι απαραίτητες επενδύσεις για να διατηρείται ο επιθυμητός Ρυθμός Ανάπτυξης του ΑΕΠ. Τρίτον, είναι η επίτευξη του επιπέδου πλήρους απασχόλησης και τέταρτον η διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά και σταθερά επίπεδα.

Η άσκηση της Νομισματικής Πολιτικής διαφέρει ριζικά στην περίπτωση των αναπτυσσόμενων χωρών. Όπως και στη Δημοσιονομική Πολιτική έτσι κι εδώ εξυπηρετούνται οι στόχοι αυτών που βρίσκονται στην εξουσία. Επομένως, δεν επιδιώκεται κανένας από τους παραπάνω στόχους της Κεντρικής Τράπεζας. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, η Νομισματική Πολιτική δεν είναι ανεξάρτητη από την πολιτική εξουσία αλλά προσκείμενη σε αυτή. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει πολλές φορές και σε αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες δεν τελούν υπό δικτατορικό καθεστώς, αλλά χαρακτηρίζονται από μεγάλο βαθμό διαφθοράς. Τέτοια περίπτωση για παράδειγμα είναι η Κεντρική Τράπεζα του Σουρινάμ, η οποία με βάση το καταστατικό της δέχεται εντολές από τον Υπουργό Οικονομικών.

Φωτογραφία του Alex Motoc στην ιστοσελίδαUnsplash

Το κυριότερο εργαλείο που χρησιμοποιούν οι διεφθαρμένες κυβερνήσεις, όσον αφορά τη Νομισματική Πολιτική, είναι η έκδοση νέου χρήματος. Η έκδοση χρήματος αποτελεί ουσιαστικά τον δεύτερο τρόπο χρηματοδότησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, δηλαδή τον Εσωτερικό Δανεισμό. Αυτός ο τύπος δανεισμού εξυπηρετεί εξαιρετικά τους κυβερνώντες, καθότι πολλές φορές περνά απαρατήρητος από τους πολίτες. Γίνεται αντιληπτός μονάχα όταν η κατάσταση ξεφύγει και ο πληθωρισμός βρίσκεται σε ανεξέλεγκτα επίπεδα. Επίσης, η κυβέρνηση δεν υποχρεούται σε αποπληρωμή τόκων. Αυτοί που πληρώνουν ουσιαστικά το συγκεκριμένο δάνειο είναι οι πολίτες μέσω τον πληθωριστικών πιέσεων και της μείωσης της αγοραστικής τους δύναμης.

Η περίπτωση της Βενεζουέλας

Η Βενεζουέλα αποτελεί μία τυπική περίπτωση αναπτυσσόμενης χώρας, όπου η κυβέρνηση για τους δικούς της σκοπούς δημιουργεί ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό και τα χρηματοδοτεί μέσω της αλόγιστης κοπής χρήματος.

Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι ιδιαίτερα τεταμένη τα τελευταία χρόνια, ενώ υπάρχουν συνεχείς διακοπές ρεύματος και ελλείψεις σε βασικά αγαθά, όπως είναι τα τρόφιμα και τα φάρμακα. Ενδεικτικά, 5.6 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές προσπάθειες προκειμένου να εκτοπιστεί η κυβέρνηση από την εξουσία, αλλά οι στρατιωτικές δυνάμεις παραμένουν πιστές στον Πρόεδρο Μαδούρο. Αυτό συμβαίνει γιατί ο τελευταίος φροντίζει να κάνει συνεχείς αυξήσεις στους μισθούς των ενόπλων δυνάμεων, κάτι που εναντιώνεται στο συμφέρον των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων. Βέβαια, η κατάσταση αυτή επικρατεί εδώ και αρκετά χρόνια, πριν ακόμα ανέλθει στην εξουσία ο Νικολάς Μαδούρο.

Ο Κρατικός Προϋπολογισμός της Βενεζουέλας ήταν ανέκαθεν ελλειμματικός, όπως βλέπουμε και στο παρακάτω διάγραμμα. Όμως, τα Δημόσια Ελλείμματα κυμαίνονταν από 2% μέχρι 5% του ΑΕΠ, ένα εύλογο ποσοστό, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει θετικά όσον αφορά την αύξηση της ευημερίας με τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω. Ωστόσο, βλέπουμε ότι από το 2012 και μετά τα ελλείμματα άρχισαν να βγαίνουν εκτός ελέγχου. Μάλιστα, από το 2017 και έπειτα ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ, το οποίο αποτελεί ένα εξωφρενικό ποσοστό.

Τα Δημοσιονομικά Ελλείμματα της Βενεζουέλας. Πηγή: tradingeconomics.net | Υπουργείο Οικονομικών της Βενεζουέλας.

Το Δημόσιο Χρέος, από την άλλη, δεν ακολούθησε την ίδια πορεία με τα Δημόσια Ελλείμματα. Αυτό συνέβη γιατί, όπως είπαμε, η κυβέρνηση πραγματοποιεί Εσωτερικό Δανεισμό με κοπή νέου χρήματος και όχι Εξωτερικό Δανεισμό. Βέβαια, βλέπουμε ότι το 2018 το Δημόσιο Χρέος ανέβηκε – και αυτό ξαφνικά – από 26% του ΑΕΠ στο εξωφρενικό ποσοστό του 180%. Πιθανότατα αυτό έγινε γιατί δεν υπάρχει πολύς χώρος στην οικονομία της Βενεζουέλας για επιπλέον κοπή χρήματος.

Το Δημόσιο Χρέος της Βενεζουέλας. Πηγή: tradingeconomics.net | Υπουργείο Οικονομικών της Βενεζουέλας.

Στο παρακάτω διάγραμμα διακρίνουμε το κυρίως μέγεθος που μας αφορά, τον πληθωρισμό της Βενεζουέλας. Παρατηρούμε ότι το εν λόγω μέγεθος βρισκόταν σε ανεξέλεγκτα επίπεδα εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό οφείλεται κυρίως στις αυταρχικές πρακτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων, πέρα από αυτές που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση του Μαδούρο. Αυτές αφορούν στον έλεγχο των τιμών, των εισαγωγών και των εξαγωγών, της παραγωγής και γενικότερα όλων των πτυχών που αφορούν την οικονομία. Όταν η Οικονομική Πολιτική (Δημοσιονομική και Νομισματική) ασκούνται για την εξυπηρέτηση των ίδιων σκοπών της κυβέρνησης και όχι για την επίτευξη της ανάπτυξης, τότε δημιουργούνται ασυνέχειες στην οικονομία, καταστρέφεται ο παραγωγικός μηχανισμός και έχουμε φαινόμενα όπως ο υπερπληθωρισμός στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Ο Πληθωρισμός της Βενεζουέλας. Όπως βλέπουμε δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία και η πραγματική κατάσταση είναι ενδεχομένως πολύ χειρότερη. Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα

Η διεθνής κατακραυγή για τις κυβερνητικές πρακτικές οδήγησε στην απόκρυψη βασικών δεδομένων που αφορούν την οικονομία της Βενεζουέλας. Αυτό χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο την κατάσταση και αυτό συνέβη για τον εξής λόγο: ο κυριότερος παράγοντας που μπορεί να βγάλει μία οικονομία από την κατάσταση της βαθιάς ύφεσης είναι οι επενδύσεις σε καίριους τομείς, στους οποίους μπορεί μία χώρα να δημιουργήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Φωτογραφία του Markus Winkler στην ιστοσελίδα Unsplash

Η πραγματοποίηση επενδύσεων με τη σειρά της εμπεριέχει πάντοτε ένα συγκεκριμένο βαθμό ρίσκου. Ο υποψήφιος επενδυτής θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσει το ρίσκο αυτό, να αποφασίσει τί αντισταθμιστικά μέτρα θα λάβει σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί το χειρότερο επενδυτικό σενάριο, το οποίο έχει ο ίδιος συλλάβει, και έπειτα να αποφασίσει εάν όντως θα πραγματοποιήσει την επένδυση ή όχι. Η εκτίμηση του ρίσκου και των διαφόρων επενδυτικών σεναρίων βασίζεται πρώτα από όλα στα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη μίας χώρας. Όταν, λοιπόν, τα μεγέθη αυτά δεν εκτιμώνται σε αξιόπιστο τρόπο, οι επενδυτές δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν το ρίσκο που αναλαμβάνουν και με τον τρόπο αυτό σταματούν να πραγματοποιούνται νέες επενδύσεις. Αν μάλιστα η κατάσταση αυτή συνεχιστεί για καιρό, έχουμε και εκροή επενδύσεων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί.

Συμπερασματικά, λοιπόν, βλέπουμε ότι οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν δημιουργήσει μία ασφυκτική κατάσταση στη Βενεζουέλα, κατά την οποία δεν μπορεί να υπάρξει επιπλέον δανεισμός για την κάλυψη των άμεσων αναγκών της κυβέρνησης χωρίς ολέθριες συνέπειες. Εάν το καθεστώς επιθυμεί να παραμείνει στην εξουσία (κάτι που απευχόμαστε όλοι) θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να προσπαθήσει να προσελκύσει ξένους επενδυτές, προκειμένου να απαλύνει την οικονομική ύφεση της χώρας. Βέβαια, ακόμα και ο όρος ύφεση χρησιμοποιείται καταχρηστικά εδώ, γιατί πλέον ο πληθωρισμός και η απόκρυψη δεδομένων έχουν αλλοιώσει τόσο πολύ τα οικονομικά δεδομένα που δεν ξέρουμε ποιο είναι το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας. Τα πράγματα προβλέπονται μάλλον δυσοίωνα τόσο για τους κυβερνώντες, όσο και για τους πολίτες – δυστυχώς.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • New World Bank country classifications by income level: 2021-2022, Nada Hamadeh, Catherine Van Rompaey, Eric Metreau, World Bank Blogs, Retrieved from here
  • Venezuela crisis: How the political situation escalated, BBC News, Retrieved from here
  • Venezuela hyperinflation hits 10 million percent. ‘Shock therapy’ may be only chance to undo the economic damage, Valentina Sanchez, CNBC News, Retrieved from here
  • Εισαγωγή στην Τραπεζική Οικονομική και τις Κεφαλαιαγορές, Συριόπουλος Κωνσταντίνος, Στέφανος Παπαδάμου, Εκδόσεις Utopia, 2014
  • Οικονομική Πολιτική (Επίτομο), Ιωάννης Βάβουρας, Εκδόσεις Παπαζήσης, 2015

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Χρηστακίδου
Σοφία Χρηστακίδου
Προέρχεται από το τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΔΠΘ. Ασχολείται ενεργά με την επιχειρηματικότητα και την τεχνολογία. Έχει συμμετάσχει σε πολλές πρωτοβουλίες που υποστηρίζουν νεοφυείς επιχειρήσεις στα πρώτα τους βήματα, ενώ έχει εργαστεί στον τομέα της Συμβουλευτικής. Από την 1η Οκτωβρίου 2020 είναι αρχισυντάκτρια του project «Ραντάρ Αναπτυσσόμενων Χωρών».