16.8 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΤα αίτια της αποπομπής του Κωνσταντίνου Ζωγράφου: Η ατυχής ελληνοτουρκική συμφωνία

Τα αίτια της αποπομπής του Κωνσταντίνου Ζωγράφου: Η ατυχής ελληνοτουρκική συμφωνία


Της Μαριαλένας Κασαπάκη,

Ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος ήταν Έλληνας πολιτικός και διπλωμάτης, με δυναμική παρουσία τόσο κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 όσο και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Αφού σπούδασε Ιατρική στην Ιταλία, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1822 και αρχικά, σταδιοδρόμησε ως γιατρός στον τόπο καταγωγής του, τα Καλάβρυτα. Συνδέθηκε φιλικά με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και η πρώτη του ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα της χώρας έγινε με την παράταξη των Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντου. Έλαβε μέρος στην Γ’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (6 – 16 Απριλίου 1826) και στην Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (19 Μαρτίου – 5 Μαΐου 1827), ενώ διετέλεσε Υπουργός Στρατιωτικών της κυβέρνησης του Σπυρίδωνα Τρικούπη και Γενικός Γραμματέας της κυβέρνησης Ζαΐμη.

Τον Μάιο του 1833, ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος διορίστηκε νομάρχης της Αρκαδίας και τον Αύγουστο του ίδιου έτους, διορίστηκε πληρεξούσιος παρά τη Πύλη, δηλαδή πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη. Τον Μάρτιο του επόμενου έτους, αναχώρησε από το Ναύπλιο για την Πόλη, όπου τον υποδέχτηκε ο Σιμάν Μπέης ως εκπρόσωπος του σουλτάνου. Ο Ζωγράφος ήταν ο πρώτος πρέσβης που εστάλη στην Κωνσταντινούπολη από την Αντιβασιλεία, το 1834, κατά την περίοδο της ελληνικής μοναρχίας. Ωστόσο, το κλίμα υπήρξε ιδιαίτερα αρνητικό, καθώς ο Έλληνας πρέσβης δεν έγινε αποδεκτός από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’. Επιπρόσθετα, η Πύλη αναγνώρισε στις αρχές του Ιουλίου του 1834 μόνο το εμπορικό γραφείο και όχι την πρεσβεία ή τον πρεσβευτή, πράξη που υποβάθμιζε τη διπλωματική παρουσία της Ελλάδας στην Πόλη. Καθώς το οθωμανικό κράτος καθυστερούσε σκόπιμα να αποδεχτεί τα διαπιστευτήρια του Ζωγράφου, η ελληνική πρεσβεία ξεκίνησε να λειτουργεί άτυπα.

Προσωπογραφία του Ανδρέα “Σωτηράκη” Λόντου (1786-1845). Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Στο μεταξύ, ο Ζωγράφος είχε υποβάλλει στην ελληνική κυβέρνηση τα σχέδιά του, προκειμένου να αναβαθμιστούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και να συναφθεί συνθήκη ειρήνης και φιλίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Ωστόσο, η αδιάλλακτη στάση του Μαχμούτ Β’ δεν επέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο. Τον Δεκέμβριο του 1837, ο Έλληνας πρέσβης ανεκλήθη στην Ελλάδα και διορίστηκε Υπουργός Εξωτερικών. Δυο χρόνια μετά, αφού πέθανε ο Μαχμούτ Β’, ο Ζωγράφος μετέβη εκ νέου στην Κωνσταντινούπολη, ως επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών πλέον, για να μεταφέρει τη συγχαρητήρια επιστολή του Όθωνα στον νέο σουλτάνο, Aμπντούλ Mετζήτ Α’. O νεαρός σουλτάνος, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση του οθωμανικού κράτους σε ηλικία μόλις 15 ετών, τον δέχτηκε στις 7 Δεκεμβρίου στα ανάκτορα, όπου του απένειμε ανώτερο οθωμανικό παράσημο.

Αμέσως ξεκίνησαν ανάμεσα στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών και τον Τούρκο ομόλογό του, Ρεσίντ Πασά, πολιτικές διαπραγματεύσεις, καρπός των οποίων ήταν η «Συνθήκη Φιλίας, Εμπορίου και Συμμαχίας». Οι δύο πλευρές συνομολόγησαν ad referendum και η συμφωνία υπογράφτηκε στις 3/15 Μαρτίου του 1840. Με αυτό τον τρόπο ρυθμίζονταν οικονομικές και εμπορικές εκκρεμότητες πολλών ετών μεταξύ των δύο χωρών και στην ουσία αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία του νεοελληνικού κράτους από την Πύλη. Επιπλέον, δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος για την πρόοδο των ελληνικών εμπορικών συμφερόντων στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζήτ (1823-1861). Η πατρότητα του πορτρέτου αμφισβητείται ανάμεσα στο Γάλλο ζωγράφο Jean Portet και στα αδέλφια Manas. Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Ωστόσο, η Συνθήκη αυτή ξεσήκωσε κλίμα έντονων αντιδράσεων στην Ελλάδα. Όταν ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος επέστρεψε στην Αθήνα, οι πολιτικοί αντίπαλοί του εναντιώθηκαν τόσο στον ίδιο όσο και στη συμφωνία, καθώς θεωρούσαν ότι θα ήταν εξαιρετικά επιζήμια για τα συμφέροντα της χώρας. Οι οπαδοί του Αγγλικού και του Γαλλικού κόμματος, όπως και οι εφημερίδες της ίδιας πολιτικής τοποθέτησης (συγκεκριμένα η φιλελεύθερη εφημερίδα «Αθηνά» και ο «Φίλος του Λαού» αντίστοιχα), βρήκαν την ευκαιρία να ασκήσουν σφοδρή κριτική στον ρωσόφιλο Υπουργό Εξωτερικών. Ο Ζωγράφος κατηγορήθηκε ως φιλότουρκος και η Συνθήκη απορρίφθηκε από το υπουργικό συμβούλιο στις 11 Μαΐου ως εθνικά επιζήμια. Επιπλέον, το Συμβούλιο της Επικρατείας αρνήθηκε να την επικυρώσει για τον ίδιο λόγο. Την περίοδο εκείνη αναζωπυρώθηκαν αλυτρωτικά και αντιοθωμανικά αισθήματα, κηρύχθηκε το ανάθεμα σε βάρος του Ζωγράφου και το σπίτι του έγινε στόχος του εξεγερθέντα όχλου, ο οποίος το λιθοβόλησε.

Το κλίμα θηριώδους δυσαρέσκειας και οι έντονες πιέσεις οδήγησαν τον Κωνσταντίνο Ζωγράφο σε παραίτηση στις 16 Μαΐου. Μολαταύτα, το γεγονός αυτό δεν έβαλε τέλος στην πολιτική του σταδιοδρομία. Πέρασε στην αντιπολίτευση και διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, μαζί με τους Ανδρέα Μεταξά και Ανδρέα Λόντο. Εκτός αυτού, το 1850 διορίστηκε από την κυβέρνηση του Αντώνη Κριεζή πρέσβης της Ελλάδας στην Πετρούπολη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1855, 15 χρόνια μετά από αυτό το ταραχώδες γεγονός, υπογράφηκε νέα συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Πύλης, η οποία είχε αρκετά κοινά σημεία με τη συνθήκη που είχε διαπραγματευθεί ο Ζωγράφος με τον Ρεσίντ Πασά. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική του Κωνσταντίνου Ζωγράφου αναβάθμισε διπλωματικά τις σχέσεις των δύο χωρών και οδήγησε στον διορισμό του Kωστάκη Mουσούρου ως πρεσβευτή της Πύλης στην Αθήνα το 1840, σε μια εποχή που οι μόνιμες διπλωματικές αντιπροσωπείες της Πύλης ήταν κάτι παραπάνω από σπάνιες.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό έργο (1980) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδ. Αθηνών
  • Μακρυδημήτρης, Α.  (2000) Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας (1829-2000),
    Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτης.
  • Παπαγεωργίου, Σ.  (2004) Από το Γένος στο Έθνος: Η θεμελίωση του ελληνικού
    κράτους (1821-1862), Αθήνα: Εκδ. Παπαζήσης.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Ελένη Κασαπάκη
Μαρία Ελένη Κασαπάκη
Γεννήθηκε το 1997. Απoφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας Α.Π.Θ. Ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια στη Θεσσαλονίκη. Έχει ενεργή συμμετοχή σε εθελοντικά προγράμματα, επιμορφώσεις και συνέδρια. Αγαπάει τη λογοτεχνία, την ιστορία της τέχνης και καθετί που συνδέεται με τον πολιτισμό και αντικατοπτρίζει το ανθρώπινο βίωμα. Την απασχολούν ιδιαίτερα τόσο ζητήματα διακειμενικότητας και πρόσληψης όσο και ο τρόπος που η τεχνολογία επαναπροσδιορίζει τον κλάδο των ανθρωπιστικών επιστημών.