23.1 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΒακάι-Χαϊριγιέ: Η καταστροφή των Γενίτσαρων από τον Μαχμούτ Β΄

Βακάι-Χαϊριγιέ: Η καταστροφή των Γενίτσαρων από τον Μαχμούτ Β΄


Της Ελευθερίας Κουράση,

Η φράση «Βακάι-Χαϊριγιέ» που στην τουρκική γλώσσα σημαίνει αίσιο γεγονός, σηματοδοτεί την διάλυση του στρατού των Γενίτσαρων με διαταγή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, τον Ιούνιο του 1826. Πράγματι, το γεγονός αυτό αποτυπώνεται ως ευτυχές στις σελίδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στο σημείο αυτό, ας θυμηθούμε ποιοι ήταν οι Γενίτσαροι. Γενίτσαροι (γενί τσαρί) στα τουρκικά σημαίνει νέος στρατιώτης και ήταν επίλεκτα σώματα του Οθωμανικού στρατού. Η σύσταση των σωμάτων αυτών ξεκίνησε το 1327 μ.Χ. από τον Σουλτάνο Ορχάν. Συγκροτήθηκαν από νεαρά αγόρια ηλικίας 6-15 ετών, χριστιανικού θρησκεύματος, τα οποία τα απήγαγαν και στη συνέχεια τα εξισλάμιζαν και τα εκγύμναζαν στρατιωτικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Γενίτσαροι ήταν ορκισμένοι εχθροί του ελληνισμού και του χριστιανισμού παρά την ελληνική και χριστιανική καταγωγή τους. Ξεχνούσαν οικογένεια και πατρίδα και μετατρέπονταν, μέσα από σκληρή εκπαίδευση και θρησκευτική κατήχηση στο Ισλάμ στους πιο ικανούς, αποδοτικούς και φανατικούς υπερασπιστές του εκάστοτε Σουλτάνου. Οι οικογένειες που έχαναν για πάντα τα παιδιά τους βυθίζονταν στην λύπη, μια αβάσταχτη λύπη που αποτυπώθηκε και στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου:

«Ανάθεμά σε, βασιλιά, και τρις ανάθεμά σε,

Με το κακό οπόκαμες, και το κακό που κάνεις.

Στέλνεις, δένεις τους γέροντας, τους πρώτους, τους παπάδες,

Να μάσεις παιδομάζωμα, να κάμεις γενιτσάρους.

Κλαίν’ οι γοναίοι τα παιδιά, κ’ οι αδελφές τ’ αδέλφια,

Κλαίγω κ’ εγώ και καίγομαι και όσο θα ζω θα κλαίγω.

Πέρσι πήραν τον γιόκα μου, φέτο τον αδελφό μου».

Οι Γενίτσαροι συνέβαλαν τα μέγιστα στην εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος του στρατού. Επίσης, συνεχώς τους παραχωρούνταν όλο και περισσότερα προνόμια, με αποτέλεσμα να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη ισχύ. Τους δόθηκε το δικαίωμα να παντρεύονται και να αποκτούν παιδιά, άρχισαν να ασχολούνται με το εμπόριο και σταδιακά πήραν στα χέρια τους τον έλεγχο του στρατού, αλλά και της γραφειοκρατίας της Πόλης. Πλέον, είχαν καταφέρει από επίλεκτα στρατιωτικά σώματα να αποτελούν μια αστική τάξη με ιδιαίτερη δύναμη και επιρροή. Η ισχύς τους και τα αξιώματά τους ωστόσο, επέφεραν την αμφισβήτηση στο πρόσωπο του Σουλτάνου, καθώς έπαψαν να είναι αφοσιωμένοι σε αυτόν.

Ο Οθωμανός Σουλτάνος Σελίμ Γ΄ (1789-1807). Πηγή εικόνας: greekencyclopedia.com

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, το σώμα των Γενίτσαρων είχε επέλθει σε παρακμή λόγω προβλημάτων στη διοίκησή του. Συνέπεια αυτού ήταν ότι έχασαν την στρατιωτική τους αποτελεσματικότητα, σημείωναν αλλεπάλληλες ήττες και η Οθωμανική αυτοκρατορία έχασε αρκετά εδάφη. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την ανυπακοή τους στον Σουλτάνο, οδήγησαν τον Σουλτάνο Σελίμ Γ’ (1789-1807) σε ρηξικέλευθες αποφάσεις. Αποφάσισε λοιπόν, να δημιουργήσει νέα σώματα τακτικού στρατού κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, επιθυμώντας με αυτόν τον τρόπο να περιορίσει σημαντικά την εξουσία των Γενίτσαρων. Ωστόσο, οι επίδοξες αυτές μεταρρυθμίσεις, που ονομάστηκαν Τανζιμάτ, δεν ευοδώθηκαν, αφού οι Γενίτσαροι με κίνημα που ξεκίνησαν κατόπιν προτροπής μελών της Αυλής και κάποιων θρησκευτικών ηγετών ανέτρεψαν και εκθρόνισαν τον Σελίμ Γ΄(1807).

Όταν ανέτρεπαν τον Σελίμ Γ΄ οι Γενίτσαροι δεν γνώριζαν ότι ο πρίγκηπας Μαχμούτ Β΄, που ζούσε στο παλάτι και κατάφερε να γλιτώσει τον θάνατο, ορκιζόταν εκδίκηση. Ακολούθησε η ενθρόνισή του στο ως Σουλτάνου το 1808 και επί 15 χρόνια σχεδίαζε την εκδίκησή του. Ο Μαχμούτ Β΄ ασπαζόταν τις ιδέες του Σελίμ Γ΄ και προσπαθούσε κι αυτός να δημιουργήσει τακτικά σώματα στρατού κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ταυτόχρονα όμως, μοίραζε αξιώματα στους Γενίτσαρους για να τους έχει με το μέρος του.

Τάγμα γενίτσαρων. Πηγή εικόνας: mixanitouxronou.gr

Φτάνοντας στο 1826, αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε ο τουρκικός λαός είχε πλέον σε εκτίμηση του Γενίτσαρους, καθώς είχαν δολοφονήσει τέσσερις Σουλτάνους και ανατρέψει άλλους τόσους, ενώ η παρακμή του σώματος ήταν κάτι παραπάνω από προφανής. Μάλιστα, όπως αποδείχθηκε και από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, οι Γενίτσαροι κατατροπώθηκαν από μη εκπαιδευμένους άνδρες, χωρίς ιδιαίτερο οπλισμό, οι οποίοι όμως είχαν ψυχή λιονταριού και πολέμησαν με αυταπάρνηση.

Τον Ιούνιο του 1826 έμελλε να γραφτεί το τέλος των Γενίτσαρων. Ο Σουλτάνος διέταξε να ενσωματωθούν ομάδες των Γενίτσαρων στα σώματα του τακτικού στρατού, προβάλλοντας ως δικαιολογία την αύξηση της ισχύς και της απόδοσης των στρατευμάτων αυτών. Οι Γενίτσαροι καταλαβαίνοντας ότι με αυτή την κίνηση θα έχαναν και απολαβές και εξουσία αντέδρασαν και συγκεντρώθηκαν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Οι προσπάθειες των απεσταλμένων του Σουλτάνου να συνδιαλλαγούν μαζί τους βάφτηκαν με αίμα, αφού οι Γενίτσαροι τους δολοφόνησαν.

Στη συνέχεια, προκάλεσαν επανάσταση εναντίον του Μαχμούτ Β΄ περικυκλώνοντας τα ανάκτορα και αποκαλώντας τον  Σουλτάνο άπιστο. Κινήθηκαν απειλητικά εναντίον του, δεν γνώριζαν όμως ότι ο Μαχμούτ το είχε προβλέψει αυτό. Η Πόλη ήταν περικυκλωμένη από τους τακτικούς στρατιώτες (εσκεντζί) και πυροβολικό. Ξεκίνησε η μεγάλη σφαγή των Γενίτσαρων, ενώ όσοι επέζησαν κατέφυγαν στον Ιππόδρομο και στο στρατόπεδό τους. Ούτε από εκεί όμως κατάφεραν να σωθούν, αφού οι τακτικοί έβαλαν παντού φωτιές και συνέχισαν τις σφαγές. Δολοφονήθηκαν περίπου 4.000 Γενίτσαροι μέσα σε μία ημέρα. Τις επόμενες ημέρες συνεχίστηκαν οι διωγμοί και οι εκτελέσεις τους σε όλο το Οθωμανικό κράτος, με τους δολοφονηθέντες να φτάνουν τους 6.000. Ο Σουλτάνος ανακοίνωσε την διάλυση του σώματος των Γενίτσαρων και δήμευσε τις περιουσίες τους. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν είτε κατέφυγαν στα Βαλκάνια, είτε υποτάχθηκαν στον Μαχμούτ Β΄.

Με αυτόν τον αιματηρό τρόπο γράφτηκε το τέλος του σώματος των Γενίτσαρων πέντε αιώνες μετά την ίδρυσή του. Για το Οθωμανικό κράτος ήταν μια κοινωνική, και όχι μόνο στρατιωτική, ανατροπή .


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ν. Μοσχόπουλος (1960), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους εν αντιπαραβολή και προς τους Έλληνας ιστορικούς. Αθήνα: Εκδ. Εύτυπον
  • Δ. Κόκκινος (1965), Ἑλληνική Ἐπανάστασις, τομ. Α΄. Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα
  • Γ. Κορδάτος (1959), Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Αθήνα: Εκδ. 20ος Αιώνας
  • Á. Gábor (2014), Firearms and military adaptation: the Ottomans and the european military revolution (1450–1800). Journal of World History 25: 113.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελευθερία Κουράση
Ελευθερία Κουράση
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2001 και σπουδάζει Νομικά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στον ελεύθερο της χρόνο, παρακολουθεί σεμινάρια νομικού περιεχομένου, διαβάζει ελληνική και ξένη λογοτεχνία, ασχολείται με τα κατοικίδια της, αθλείται και όσο μπορώ ταξιδεύει. Μιλά την αγγλική και γαλλική γλώσσα.