17.7 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Η ύστατη μάχη στη Μονή Σέκου


Της Ιωάννας Μήτση,

Έχοντας ήδη αναφερθεί εκτενώς στη δράση και τα κατορθώματα της Φιλικής Εταιρείας, αδιαμφισβήτητα δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την τελευταία μάχη που δόθηκε ανάμεσα στις δυνάμεις των Φιλικών και στα στρατεύματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο ευρύτερο πλαίσιο της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1821, στη Μονή Σέκου, στη Μολδαβία, στην περιοχή της σημερινής Νεάμτς.

Στα μέσα του καλοκαιριού, η κατάσταση στη Μολδοβλαχία ήταν αρκετά τεταμένη, έχοντας ως εξής: «Επαναστάται πλέον, καί ουχί επανάστασις, υπήρχον μετά τάς μάχας τού Δραγασανίου καί Σκουλενίου», όπως αναφέρει ο Ιωάννης Φιλήμων. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ανυποχώρητος να αφήσει τον Αγώνα, προκειμένου να επέλθει η λύτρωση των Ελλήνων, μεταβαίνει σε συνάντηση με τον Φιλικό Ιωάννη Φαρμάκη. Διαθέτοντας και οι δύο μαζί μια δύναμη περίπου 800 ανδρών προχώρησαν σε διαρκείς επιθέσεις κατά του εχθρού. Ωστόσο, οι προσπάθειές τους απέβησαν άκαρπες, με αποτέλεσμα τα τουρκικά στρατεύματα να συνθλίψουν τους ντόπιους πληθυσμούς ως αντίποινα, παρόλο που είχαν πλέον ενστερνιστεί την αντίληψη, πως οποιαδήποτε η αντίσταση θα ήταν κενόδοξη. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς τους πληθυσμούς αυτομόλησαν.

Οι δύο Φιλικοί αποφασίζουν να αλλάξουν τοποθεσία κατευθυνόμενοι πλέον, μέσω της Μολδαβίας, προς τη Βεσσαραβία. Άλλωστε, δεν μπορούσαν να μεταβούν προς την Αυστρία, καθώς ο Ολύμπιος δεν ήταν ευπρόσδεκτος εκεί, αφού είχε λάβει μέρος στα επαναστατικά πράγματα των Σέρβων. Η βεβαρυμμένη κατάσταση της υγείας του Ολύμπιου, κατά τη μετακίνησή τους προς τη Βεσσαραβία, είναι εμφανής. Μαζί με τον Δημήτριο και τον Γιάννη Σίμπα, καθώς και τον Σέρβο οπλαρχηγό Μπλάντεν δημιούργησαν μια δύναμη 600 περίπου ανδρών. Το ακμαίο ηθικό του και η επιμονή του προς υπεράσπιση της συνέχισης του Αγώνα αποτυπώνεται στην προκήρυξη, που εξέδωσε εκείνη την εποχή:

Άγαλμα του Ιωάννη Φαρμάκη στον περίβολο του Θωμαΐδειου Διδακτηρίου στο Δήμο Εορδαίας. Έργο της γλύπτριας Αλίκης Χατζή (1981). Πηγή/digitalglyptotheque.gr

«Ανδρείοι Έλληνες! Όλοι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομοδόξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας!

Ψηλά το κεφάλι αδέλφια! Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας. Εσώσαμεν εν τούτοις την τιμήν μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γυιούς της Ελλάδας! Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας. Οι Μοσχοβίτες μεγιστάνες θέλουν πρώτα να ξέρουν ότι έπεσε νεκρό το άνθος της Ελλάδος, προτού να έρθει η βοήθεια τους, για να έχουν να κατακτήσουν μόνο αμόρφωτες μάζες, και μετά την εξόντωση των μορφωμένων, να μην παραλάβουν κανένα πνευματικό παλμό, που τον φοβούνται στην αναγέννηση μας σαν μελλοντικό επαναστατικό υλικό.

Εμπρός αδέλφια! Ας πεθάνωμε κοιτάζοντας άφοβα τον θάνατο στα μάτια.

Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδας! Θάνατος στους βαρβάρους.

Γεωργάκης Ολύμπιος»

Στα τέλη του Αυγούστου, συνεχίζοντας το ταξίδι τους, αν και είχαν αντιμετωπίσει με μεγάλη επιτυχία μικρές δυνάμεις ενόπλων Τούρκων, αυτό δεν ήταν αρκετό, προκειμένου ο αγώνας τους να οδηγήσει στην ελευθερία. Οι πιο ισχυρές και πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις δεν είχαν, όμως, ακόμη αποκρουσθεί. Στο συμβούλιο μεταξύ των Φιλικών, που ακολούθησε, κυριάρχησε η άποψη του Γεωργάκη Ολύμπιου, ο οποίος πρότεινε τη προσωρινή οχύρωσή τους στη μονή Σέκου, μέχρι να επιτύχουν το πέρασμά τους στη Βεσσαραβία. Η ρουμανική Μονή, απέχοντας 24 ώρες από το Ιάσιο, βρισκόταν σε μια οχυρή τοποθεσία μέσα σε μία στενή κοιλάδα, τριγυρισμένη από κατάφυτα ψηλά βουνά, έχοντας μια μόνο είσοδο από ένα στενό φαράγγι, το οποίο είχε απόσταση μισής ώρας από τη Μονή. Ο Φαρμάκης ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη και την προστασία αυτής της εισόδου μαζί με τους περισσότερους άνδρες, ενώ ο Ολύμπιος βρισκόταν μέσα στη Μονή.

Άγαλμα του Γεωργάκη Ολύμπιου στην Κατερίνη. Έργο του γλύπτη Ευθύμιου Καλεβρά. Πηγή/digitalglyptotheque.gr

Εναντίον τους κινήθηκαν 6.000 άνδρες, πεζικό και ιππικό, υπό τις διαταγές του Σελήχ Πασά. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1821, απόσπασμα 300 περίπου ιππέων μετέβη στην περιοχή προς αναγνώριση εδάφους, αλλά έπεσε σε ενέδρα 50 ανδρών του Φαρμάκη, με συνέπεια τον θάνατο 200 στρατιωτών, καθώς και την αιχμαλωσία 3 ανδρών. Οι άνδρες αυτοί υποχρεώθηκαν να επισημάνουν οποιαδήποτε πληροφορία γνώριζαν. Έτσι, οι δυνάμεις του Ολύμπιου μαθαίνουν ότι η κύρια δύναμη των Τούρκων κατευθυνόταν εναντίον τους, σε απόσταση έξι ωρών. Οι Έλληνες είχαν βρεθεί σε αδιέξοδο, καθώς αδυνατούσαν να ξεφύγουν, αφού όλη η γύρω περιοχή ελέγχονταν από τον εχθρό. Ο Ολύμπιος, έχοντας αντιληφθεί το στρατηγικό σφάλμα, που είχε διαπράξει, και νιώθοντας ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι στους άνδρες του, αποφασίζει να παραμείνουν και να υπερασπισθούν τη Μονή «μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος», όπως διηγείται ο Ρώσος αξιωματούχος Ivan Petrovich Liprandi.

Στις 6 Σεπτεμβρίου, λοιπόν, 600 Τούρκοι επιτίθενται στους αμυνόμενους, χωρίς να υπάρξει κάποιο καθοριστικό αποτέλεσμα. Στις 8 Σεπτεμβρίου, βέβαια, αρχίζει η κύρια επίθεση, με τους Τούρκους να χρησιμοποιούν ορεινά μονοπάτια, για να υπερφαλαγγίσουν τις δυνάμεις του Φαρμάκη, που βρίσκονταν στην είσοδο της κοιλάδας. Ο Ολύμπιος τοποθετεί τους άνδρες του στις επάλξεις της εισόδου και με εύστοχες βολές προσπαθούν να απομακρύνουν τον εχθρό. Ταυτόχρονα, ο Φαρμάκης, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο εξόντωσης, που αντιμετώπιζε η ομάδα του, υποχωρεί πολεμώντας και καταφέρνει, υπό την κάλυψη της νύχτας, να ενωθεί με τις δυνάμεις του Ολύμπιου. Ωστόσο, ο οπλαρχηγοί Μπλάντεν και Κολαούζ αποχώρησαν το ίδιο βράδυ, πιθανότατα κατευθυνόμενοι προς την Αυστρία. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι ευνοϊκή. Η στρατιωτική δύναμη ήταν ελάχιστη, με τους οπλισμένους άνδρες να ανέρχονται, εξαιτίας των απωλειών, γύρω στους 350. Το σχέδιο, που καταστρώθηκε, ήταν το εξής: ο Φαρμάκης είχε επανδρώσει τις επάλξεις της Μονής, με το ύψος αυτών να προσφέρει οπτικό πεδίο κατάλληλο για τις βολές των όπλων. Όσο για τον Ολύμπιο ανέβηκε, με 11 περίπου συντρόφους του, στο καμπαναριό της Μονής, μεταφέροντας τα απαιτούμενα πυρομαχικά.

Η ανατίναξη της Μονή Σέκου από τον Γεωργάκη Ολύμπιο. Μικρό διόραμα της Βασιλικής Φατή. Μέρος της Έκθεσης «Το ’21 αλλιώς: Η Ελληνική Επανάσταση με φιγούρες και διοράματα PLAYMOBIL» του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Πηγή/newsville.de

Στις 9 Σεπτεμβρίου, η κύρια επίθεση είχε ήδη ξεκινήσει. Πιθανόν από τα βύσματα ενός κανονιού, με το οποίο βομβάρδιζαν τη Μονή, ξεσπά πυρκαγιά, η οποία, στη συνέχεια, παίρνει μεγάλη έκταση. Όταν αυτή έφτασε επικίνδυνα κοντά στη Μονή, ο Ολύμπιος συνειδητοποίησε τον κίνδυνο, που διέτρεχαν. Τότε παρότρυνε τους στρατιώτες του να εγκαταλείψουν τον χώρο. Εκείνοι αρνήθηκαν να αποχωρήσουν, αποφασισμένοι να σταθούν στο πλάι του αρχηγού τους ως τον θάνατο. Ο Ολύμπιος, τότε, προτιμώντας έναν γρήγορο θάνατο για αυτόν και τους συντρόφους του, πυροδοτεί ένα βαρέλι πυρίτιδας, γεγονός που οδηγεί στην ανατίναξη του καμπαναριού και στον θάνατο 11 Ελλήνων και όσων Τούρκων είχαν πλησιάσει. Με αυτόν τον τρόπο, ο Γεωργάκης Ολύμπιος «παρεδόθη εις την αθανασίαν της ιστορίας, όπως ήρμοζε εις γενναίους ηγήτορας», όπως αναφέρει ο Ιωάννης Βασδραβέλλης.

Έπειτα, ο Φαρμάκης, ο οποίος βρισκόταν οχυρωμένος στη Μονή, έδωσε εντολή να συνεχίσουν να μάχονται μέχρι τέλους. Για τις επόμενες 14 ημέρες, οι επιθέσεις των Τούρκων, πραγματοποιούμενες κατά κύματα, προσέκρουαν στην ισχυρή δύναμη πυρός των αγωνιστών. Μετά το γκρέμισμα της εισόδου της Μονής από κανονιοβολισμούς, αυτή φράζεται από τους αγωνιστές με νεκρά άλογα Τούρκων. Ακόμη και μια επίθεση 100 σκληροτράχηλων Γενιτσάρων κατέληξε σε πανωλεθρία με 72 νεκρούς.

Μετά από τα γεγονότα αυτά, οι Τούρκοι ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τους αμυνόμενους, με τον Αυστριακό Wolf να αναλαμβάνει τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Μετά από αλλεπάλληλες υποχωρήσεις του Φαρμάκη, ο οποίος έβλεπε τους περισσότερους άντρες του τραυματισμένους και τα πυρομαχικά να έχουν ελαττωθεί επικίνδυνα, σκέφτεται σοβαρά να καταλήξει στην παράδοση. Στην απόφασή του αυτή συμβάλει και το ψέμα των Τούρκων και του Αυστριακού, οι οποίοι τον διαβεβαιώνουν πως ο Σουλτάνος έχει στείλει φιρμάνι, με το οποίο παραχωρεί αμνηστία σε όλους. Παρά τις αντιδράσεις αρκετών παλικαριών του, που πρότειναν την άρνηση παράδοσης και την πραγματοποίηση εξόδου τη νύχτα, ο αρχηγός αποφάσισε να δεχτεί.

Η Μονή Σέκου, στον νομό Νεάμτς στη Ρουμανία, τη σύγχρονη εποχή. Πηγή/diakonima.gr

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, τα όπλα των Ελλήνων παραδίδονται στους Οθωμανούς. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Ιωάννης Φαρμάκης, ο οποίος εξήλθε ένοπλος, με 18 ακόμη αξιωματικούς από τους 235 άνδρες, που είχαν απομείνει εντός της Μονής, προκειμένου να επισκεφθούν τον Τούρκο Πασά. Τότε, όμως, εκδηλώθηκε ο δόλος του Σελήχ, με τους άντρες του να αφοπλίζουν και να αιχμαλωτίζουν τον Φαρμάκη με τους αξιωματικούς, ενώ ένα άλλο απόσπασμα εισήλθε στη Μονή, σκοτώνοντας τους άοπλους Έλληνες. Οι μαχητές αυτοί, ως ύστατη αντίσταση, αμύνθηκαν με τα γυμνά τους χέρια, καταφέρνοντας να στραγγαλίσουν 40 από τους σφαγείς τους. Όσο για τους αξιωματικούς, μεταφέρθηκαν στη Σιλιστρία, όπου, κατόπιν βασανιστηρίων αποκεφαλίστηκαν, με τον Φαρμάκη να έχει την ίδια τύχη στην Κωνσταντινούπολη.

Η μάχη της Μονής Σέκου αποτέλεσε τον επίλογο της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Το απαράμιλλο θάρρος των δύο αρχηγών και των παλικαριών τους εξίσωσαν το αριθμητικό μειονέκτημα, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αντιπαλέψουν τις ισχυρές αντίπαλες δυνάμεις. Με τη θυσία του ο Γεωργάκης Ολύμπιος εκπλήρωσε τον επαναστατικό όρκο «Ελευθερία ή Θάνατος», ενώ ο Ιωάννης Φαρμάκης μαρτύρησε για τα ίδια ιδανικά. Οι δύο ήρωες, εισερχόμενοι στο Πάνθεο των ηρώων, έγραψαν με άλικο μελάνι τον επίλογο της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία, την ίδια μέρα που στο Μοριά οι Έλληνες καταλάμβαναν την Τριπολιτσά, παίρνοντας εκδίκηση για τους νεκρούς αδελφούς τους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ι. Φιλήμων (1859), Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επανάστασεως, Τόμος Β’. Εκδ: Γ. Καρυοφύλλη
  • Ι. Κ. Βασδραβέλλης (1967), Οι Μακεδόνες κατά την Επανάστασιν του 1821, Εκδόσεις Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
  • Συλλογικό Έργο (2000), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμος ΙΒ’. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Μήτση
Ιωάννα Μήτση
Γεννήθηκε το 2001 στην Αθήνα. Είναι δευτεροετής φοιτήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη σύγχρονη και νεότερη ιστορία. Απολαμβάνει την παρακολούθηση ταινιών, κυρίως ντοκιμαντέρ και τον αθλητισμό. Μιλάει την αγγλική, τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα.