18.2 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΝαυτική υποθήκη: Το πλοίο ως αντικείμενο ναυτικής πίστης

Ναυτική υποθήκη: Το πλοίο ως αντικείμενο ναυτικής πίστης


Της Άννας Κλειδά,

Η ναυτιλία αποτελεί εκ φύσεως έναν κλάδο υψηλής κεφαλαιακής έντασης, δεδομένου του μεγάλου όγκου των κεφαλαίων που απαιτείται για την ίδρυση και την εύρυθμη λειτουργία της ναυτιλιακής επιχείρησης. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες, κατά το παρελθόν, επέλεγαν κατά κόρον να τροφοδοτούν τη ναυτιλιακή τους δραστηριότητα με ίδια κεφάλαια, δηλαδή να επανεπενδύουν τα καθαρά τους κέρδη, ακολουθώντας μία πιο συντηρητική και εσωστρεφή μέθοδο χρηματοδότησης, συνυφασμένη με τη δομή και τον κλειστό χαρακτήρα που είχε η ναυτιλιακή επιχείρηση.

Ωστόσο, η διεξαγωγή της  ναυτιλιακής δραστηριότητας στις σύγχρονες συνθήκες και το μεγάλο κεφαλαιακό βάρος που αυτή φέρει, ωθεί τις ναυτιλιακές εταιρείες σε μία πολιτική εξωστρέφειας προς τη δανειακή χρηματοδότηση και τις σύγχρονες χρηματαγορές. Εντούτοις, η χρηματοδότηση αυτή, λόγω της κυκλικότητας και των έντονων διακυμάνσεων που παρουσιάζει ο ναυτιλιακός κλάδος, διαφέρει από τις άλλες μορφές χρηματοδοτήσεων των εμπορικών εταιρειών. Εύλογα, οι επίδοξοι χρηματοδότες, και δη τα τραπεζικά ιδρύματα, δεν θα ρίσκαραν την έκθεσή τους σε τόσο μεγάλο κεφαλαιακό κίνδυνο, αν δε λάμβαναν αντιστοίχως μία προσήκουσα παροχή εμπραγμάτων και ενοχικών ασφαλειών. Σε αυτό το σημείο, καλείται το ίδιο το πλοίο να καταστεί αντικείμενο ναυτικής πίστης, αφού ένας από τους σπουδαιότερους θεσμούς εξασφάλισης των δανειοδοτών της ναυτιλιακής δραστηριότητας, πέρα από τη συνήθη παροχή προσωπικών εγγυήσεων εκ μέρους του εφοπλιστή ή των κύριων μετόχων της εταιρείας, είναι οι ναυτικές υποθήκες (maritime mortgages) που συστήνονται επί των πλοίων. Αυτές διακρίνονται σε απλές και προτιμώμενες.

Οι ναυτικές υποθήκες αποτελούν θεσμό ανάλογο της υποθήκης του Αστικού Κώδικα, με μία σημαντική, όμως, εξαίρεση που εντοπίζεται στη φύση των αντικειμένων επί των οποίων συστήνεται η καθεμία. Η κλασσική υποθήκη αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα που συστήνεται μόνο επί ακινήτων, αντίθετα, το πλοίο είναι το μοναδικό κινητό πράγμα επί του οποίου μπορεί να συσταθεί υποθήκη. Ο δικαιολογητικός λόγος δεν είναι άλλος από τη μεγάλη χρηματική του αξία και το μέγεθος των απαιτήσεων που η ναυτική υποθήκη καλείται να καλύψει, απαιτήσεις που δεν μπορούν να καλυφθούν με επάρκεια από άλλους θεσμούς εμπράγματης ασφάλειας.

Η απλή ναυτική υποθήκη ρυθμίζεται από τον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Για τη σύστασή της αφενός απαιτείται ως τίτλος η ιδιωτική βούληση του κυρίου του πλοίου, η οποία επιτρέπει στο δανειστή την εγγραφή υποθήκης σε ορισμένο πλοίο. Κατά το νόμο αρκεί η μονομερής του δήλωση, όμως μια τέτοια βούληση δεν αποκλείεται να εκφραστεί και με σύμβαση, όπως συνήθως συμβαίνει στην πράξη. Αφετέρου, όμοια με την κλασσική υποθήκη, προκειμένου να συσταθεί έγκυρα, απαιτεί την ύπαρξη δημοσιότητας, η οποία εδώ ικανοποιείται με την εγγραφή του τίτλου στο οικείο ναυτικό υποθηκολόγιο του λιμένα όπου έχει νηολογηθεί το πλοίο. Άπαξ και συσταθεί εγκύρως, η υποθήκη παρέχει στο δανειστή κατά πρώτον τη δυνατότητα να εκπλειστηριάσει το πλοίο και να ικανοποιηθεί προνομιακά, δηλαδή κατά προτεραιότητα, από την αξία που αυτό θα λάβει στον δημόσιο πλειστηριασμό (εκπλειστηρίασμα). Αυτή η δυνατότητα εξυπηρετείται καλύτερα λόγω του δικαιώματος παρακολούθησης που χαρακτηρίζει τις υποθήκες, σύμφωνα με το οποίο υποθήκη που έχει εγγραφεί επί του πλοίου εξακολουθεί να το βαραίνει, ακόμη κι αν αυτό μεταβιβαστεί σε τρίτον. Επομένως, ο δανειστής διατηρεί την αξίωσή του να ικανοποιηθεί από την αξία του πλοίου και στην περίπτωση που αυτό «αλλάξει χέρια». Τέλος, η ναυτική υποθήκη παρέχει δικαίωμα στον ενυπόθηκο δανειστή να απαιτήσει την άμεση εξόφληση του χρέους, αν το πλοίο απωλέσθηκε ή υπέστη βλάβες που μειώνουν ουσιωδώς την αξία του, αλλά και να ασφαλίσει το συμφέρον του κατά των θαλάσσιων κινδύνων (μέχρι ποσού ίσου με το ποσό του δανείου προσαυξημένο κατά 30%), με δαπάνες του πλοιοκτήτη, αν ο τελευταίος δεν προβεί σε αυτή την ενέργεια, που κατά κανόνα αποτελεί δική του υποχρέωση και με βάση την υποθηκική σύμβαση.

Βελτιωμένο τύπο ναυτικής υποθήκης αποτελεί η προτιμώμενη υποθήκη (preferred mortgage). Αποτελεί θεσμό αγγλοσαξονικής προέλευσης, που εισήχθη στο ελληνικό ναυτικό δίκαιο με το ΠΔ 3899/1958, με σκοπό να καταστήσει πιο δελεαστική τη χρηματοδότηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας, παρέχοντας στους ενυπόθηκους δανειστές διευρυμένα δικαιώματα. Βασικό χαρακτηριστικό της προτιμώμενης υποθήκης, συν τοις άλλοις, όπως αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι η δυνατότητα που προσφέρεται στο δανειστή να αναλάβει τη διαχείριση και την εκμετάλλευση του πλοίου για δικό του λογαριασμό, προς εξασφάλιση της απαίτησής του. Επίσης, βάσει της προτιμώμενης υποθήκης, ο δανειστής δύναται να ασκήσει και άλλα δικαιώματα που του παραχωρήθηκαν με περαιτέρω συμφωνίες με τον οφειλέτη, βασικότερο από τα οποία είναι το δικαίωμα ιδιωτικής εκποίησης, δηλαδή εκποίησης του πλοίου χωρίς να είναι απαραίτητη η τήρηση των διαδικασιών του δημόσιου πλειστηριασμού.

Αυτή η πρακτική, πέραν της ευελιξίας που παρέχει στους δανειστές, μπορεί να θεωρηθεί υπό κάποιες πτυχές της επωφελέστερη και για τους κυρίους των πλοίων, οι οποίοι αποφεύγουν την αρνητική δημοσιότητα που συχνά δημιουργείται γύρω από το όνομα τους σε περίπτωση αναγκαστικού δημόσιου πλειστηριασμού, χάρη στη διακριτικότητα που παρουσιάζει η διαδικασία της ιδιωτικής εκποίησης. Η σύσταση της προτιμώμενης υποθήκης μπορεί να περιλαμβάνει και απαγόρευση περαιτέρω εκποιήσεως ή εγγραφής νέων υποθηκών, επομένως ο δανειστής προστατεύεται όχι μόνο κατά του οφειλέτη, αλλά a fortiori και κατά τρίτων δανειστών, αφού θωρακίζεται διά της προτιμωμένης υποθήκης πληρέστερα απέναντι σε ποικίλους κινδύνους, που δεν μπορούν να αποκλειστούν, όπως είναι κατ’ εξοχήν οι κίνδυνοι κατάσχεσης ή πτώχευσης. Ως προς τα διαδικαστικά ζητήματα, η προτιμώμενη υποθήκη, λόγω και των σπουδαιότερων εξασφαλίσεων που παρέχει, συστήνεται επί πλοίων μεγαλύτερης χωρητικότητας (άνω των 500 κόρων) και ως τίτλος για την σύσταση της δεν αρκεί η μονομερής δήλωση, αλλά απαιτείται οπωσδήποτε σύμβαση. Προτιμώμενη υποθήκη παραχωρείται συνήθως σε περιπτώσεις χρηματοδότησης προς αγορά νέων πλοίων, οπότε και η ναυτική υποθήκη συστήνεται επ’ αυτών.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι σε κάθε περίπτωση χρηματοδότησης, και δη όταν αυτή εξασφαλίζεται με ναυτική υποθήκη, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν ως αστάθμητος παράγοντας η μεταβλητότητα στις χρηματοροές και τις αξίες των πλοίων. Πιο συγκεκριμένα, όταν οι ναύλοι είναι υψηλοί, αυξάνεται η ρευστότητα των ναυτιλιακών εταιρειών συμπαρασύροντας τις αξίες των πλοίων, ενώ, όταν οι ναύλοι είναι χαμηλοί, όπως συμβαίνει και τώρα λόγω της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, επέρχεται μείωση της ρευστότητας και συνακόλουθα της αξίας των πλοίων. Αυτοί οι ναυτιλιακοί κύκλοι (shipping cycles), δοκιμότερο θα ήταν να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη ελαστικότητα στις συμβάσεις δανειοδότησης, ώστε η μείωση της ρευστότητας και η κατακρήμνιση της αξίας των πλοίων να μην καταλήγει ούτε σε ανεπαρκή ικανοποίηση των δανειοδοτών από το μειωμένο πλειστηρίασμα  και πολύ περισσότερο ούτε σε απώλεια των πλοίων από τις ναυτιλιακές εταιρείες, που αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν στις δανειακές τους υποχρεώσεις σε περιόδους μειωμένης ρευστότητας, βρίσκονται ενώπιον του κινδύνου εκποίησης των πλοίων τους σε δημόσιους πλειστηριασμούς σε τιμές πολύ χαμηλότερες του πραγματικού τους κόστους.


Πηγές

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άννα Κλειδά
Άννα Κλειδά
Είναι 21 ετών και κατάγεται από τη Χίο. Είναι τελειόφοιτη της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ενδιαφέρον της για το Ιδιωτικό Δίκαιο και τα έντονα ερεθίσματα της νησιωτικής ζωής συνενώνονται στην αγάπη της για το Ναυτικό Δίκαιο. Εξωακαδημαϊκά ασχολείται με διάφορα συνέδρια, σεμινάρια και προσομοιώσεις θεσμών. Πιστεύει πως η αρθρογραφία είναι ένας πολύ όμορφος τρόπος αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων.