23.5 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο ένδικο βοήθημα της αίτησης ακυρώσεως

Το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακυρώσεως


Της Ιωάννας Μπινιάρη,

Μία από τις δικαστικές αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί η εκδίκαση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σκόπιμο είναι εδώ να επισημανθεί ότι τα ένδικα βοηθήματα ασκούνται κατά διοικητικής πράξης, ενώ τα ένδικα μέσα κατά δικαστικής απόφασης. Το σημαντικότερο ένδικο βοήθημα, που κατοχυρώνεται μάλιστα ρητά στο άρθρο 95 παρ. 1 εδ. 1 του Συντάγματος συνιστά η αίτηση ακυρώσεως, την οποία ο κοινός νόμος δεν μπορεί να καταργήσει, περιορίσει ή νοθεύσει. Νομοθετικός αποκλεισμός της άσκησης της αίτησης ακυρώσεως κατά ορισμένων διοικητικών πράξεων θα ήταν προδήλως αντισυνταγματικός.

Αν, λοιπόν, δίναμε έναν συγκεκριμένο ορισμό της αίτησης ακυρώσεως, θα λέγαμε ότι πρόκειται για το ένδικο βοήθημα που ασκείται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων άλλου βαθμού και με το οποίο επιδιώκεται η παροχή δικαστικής προστασίας με την εξαφάνιση διοικητικής πράξης για λόγους αναγόμενους στην νομιμότητά της. Με την αίτηση ακυρώσεως, λοιπόν, επιδιώκεται η ολική ή μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως –και όχι η τροποποίησή της-, ενώ ο έλεγχος που συντελείται είναι έλεγχος νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.

Οι γενικές προϋποθέσεις για τη νόμιμη άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως είναι η συνδρομή της ικανότητας διαδίκου, την οποία έχουν όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και ενώσεις προσώπων κάθε είδους ανεξάρτητα από ιθαγένεια, και η ικανότητα για δικαστική παράσταση, την οποία έχουν όλα τα φυσικά πρόσωπα που έχουν και δικαιοπρακτική ικανότητα. Οι ειδικές προϋποθέσεις για τη νόμιμη άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως διακρίνονται στις υποκειμενικές που αναφέρονται στον αιτούντα και είναι το έννομο συμφέρον, η τήρηση προθεσμίας, η άσκηση τυχόν προβλεπόμενης ενδικοφανούς προσφυγής, και σε αντικειμενικές που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη πράξη και στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, οι οποίες είναι η φύση της προσβαλλόμενης πράξης και η έλλειψη παράλληλης προσφυγής.

Σε γενικές γραμμές, αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει φυσικό ή νομικό πρόσωπο τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων τα έννομα συμφέροντα προσβάλλονται από αυτήν. Το έννομο συμφέρον συντρέχει όταν η προσβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει ηθική και υλική βλάβη στον αιτούντα και ο αιτών υφίσταται τη βλάβη αυτή με ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες δικαίου ως νόμιμη, δηλ. υπάρχει μία ειδική έννομη σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη. Το έννομο συμφέρον μπορεί να είναι υλικό, δηλ. να αποτιμάται σε χρήμα η βλάβη που προκλήθηκε από την προσβαλλόμενη πράξη, ή ηθικό, δηλ. η βλάβη να μην συνίσταται σε περιουσιακή ζημία αλλά να αφορά καταστάσεις που έχουν ηθική αξία για τον αιτούντα. Για να κρίνουμε το έννομο συμφέρον, πολύ σημαντικό παράγοντα συνιστά η ύπαρξη του σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία: α) κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, β) κατά την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως και γ) κατά την τελευταία συζήτησή της, αλλιώς αυτό εκλείπει και κατά συνέπεια δεν είναι παραδεκτή η άσκηση της αίτησης ακυρώσεως. Πάντως, αντικειμενικός λόγος απώλειας του εννόμου συμφέροντος υπάρχει όταν η προσβαλλόμενη πράξη σταμάτησε να ισχύει για οποιονδήποτε λόγο πριν από την πρώτη συζήτηση και επίσης όταν εξαιτίας αντικειμενικών συνθηκών η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν θα ωφελήσει τον αιτούντα. Τέλος, σχετικά με το έννομο συμφέρον θα λέγαμε συνοπτικά ότι είναι απαραίτητο να είναι προσωπικό, δηλ. να υφίσταται έννομη σχέση του αιτούντος με προς την νομική ή πραγματική κατάσταση, άμεσο, δηλ. τη βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη να την υφίσταται ο ίδιος ο αιτών, και ενεστώς, δηλ. να μην είναι αόριστο, μελλοντικό ή απλώς προσδοκώμενο.

Όσον αφορά την προθεσμία για την αίτηση ακυρώσεως, αυτή είναι 60 ημέρες κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989, ενώ αν ο αιτών διαμένει στο εξωτερικό κατά την έναρξη της προθεσμίας αυτή προσαυξάνεται και γίνεται 90 ημερών. Άρα, κατάθεση αίτησης ακυρώσεως μετά την πάροδο της προθεσμίας καθιστά την αίτηση εκπρόθεσμη και απαράδεκτη. Η προθεσμία υπολογίζεται με βάση τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ και αρχίζει από την επομένη μέρα από εκείνη κατά την οποία συνέβη το γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξή της και λήγει την 60η ή 90η ημέρα από την έναρξή της, ενώ αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών και όταν μεσολαβήσει γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία.

Άλλη αναγκαία προϋπόθεση για το παραδεκτό της αίτησης ακυρώσεως είναι η υποβολή ενδικοφανούς προσφυγής κατά ορισμένης διοικητικής πράξης, όταν αυτή προβλέπεται φυσικά, και εφόσον στο σώμα της πράξης αναγράφεται η πρόβλεψη, η προθεσμία και η διαδικασία άσκησης αυτής της προσφυγής. Γι’ αυτό, πρέπει να καταστεί σαφές ότι στις περιπτώσεις που προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, η αίτηση ακυρώσεως προσβάλλει τη διοικητική πράξη που εκδόθηκε επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή τη σιωπηρή απόρριψή της.

Τέλος, μία πράξη για να είναι δεκτική προσβολής με αίτηση ακυρώσεως, πρέπει να είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, προερχόμενη από όργανα του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι π.χ. βεβαιωτικές πράξεις ή ερμηνευτικές εγκύκλιοι δεν προσβάλλονται, αφού στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα. Σύμφωνα μάλιστα με τη διάταξη του άρθρου 45 του ΠΔ 18/1989, η αίτηση ακυρώσεως χωρεί μόνο κατά των διοικητικών πράξεων που δεν υπόκεινται σε άλλο ένδικο βοήθημα δια της δικαστικής οδού, δηλ. απαραίτητη προϋπόθεση άσκησης του ενδίκου βοηθήματος είναι να μην προβλέπεται η άσκηση άλλης παράλληλης προσφυγής.

Συνοψίζοντας, μέσα από αυτή τη σύντομη εισαγωγή στο ένδικο βοήθημα της αίτησης ακυρώσεως και τις προϋποθέσεις άσκησής της αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή αποτελεί το βασικό εργαλείο του διοικουμένου που επιθυμεί να προσφύγει στη διοικητική δικαιοσύνη όταν διαταράσσεται μία έννομη κατάσταση μεταξύ αυτού και του Δημοσίου, αρκεί φυσικά να γεννάται διοικητική ακυρωτική διαφορά η οποία δεν απαιτεί την εξέταση και εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και ελέγχει απλώς την νομιμότητα μιας πράξης ή παράλειψης της διοικητικής πράξης.


Πηγές

  • Π. Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2014,
  • Π. Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Μπινιάρη
Ιωάννα Μπινιάρη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997 και κατάγεται από την Επίδαυρο, όπου και μεγάλωσε. Είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών και εργάζεται ως ασκούμενη δικηγόρος. Το πάθος της, από μικρή ηλικία, είναι η εκμάθηση ξένων γλωσσών και τα ταξίδια. Στον ελεύθερό της χρόνο απολαμβάνει την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, την παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών και κινηματογραφικών ταινιών αλλά και την ενασχόληση με τη γυμναστική. Διετέλεσε Αρχισυντάκτρια Κοινωνικών Θεμάτων του OffLine Post από τον Μάρτιο του 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2022.