18.2 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΠράσινη οικονομία και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Πράσινη οικονομία και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας


Του Δημήτρη Τριανταφύλλου,

Χωρίς αμφιβολία, σήμερα, οι περισσότερες βιομηχανικές χώρες εξαρτώνται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο για τις περισσότερες ενεργειακές ανάγκες τους. Σε παγκόσμια κλίμακα, οι δύο αυτοί πόροι μαζί προσφέρουν το 62% της συνολικά καταναλισκόμενης ενέργειας και οι δύο αυτές μορφές είναι εξαντλήσιμες και μη ανακυκλώσιμες πηγές ενέργειας.

Συγκεκριμένα, τα αποθέματα του αργού πετρελαίου βρίσκονταν στο ζενίθ τους κατά τη δεκαετία του 1970, ενώ για το φυσικό αέριο αυτό συνέβη στη δεκαετία του 1980 όσον αφορά τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά έκτοτε η αντλούμενη ποσότητα υπερβαίνει τις προσθήκες στα αποθέματα. Η αλήθεια είναι ότι ακόμη κι αν δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε με ακρίβεια πότε θα εξαντληθούν τα καύσιμα από τα οποία εξαρτιόμαστε, σήμερα, τόσο πολύ, πρέπει να σκεφτούμε τη διαδικασία της μετάβασης προς τις καινούργιες ενεργειακές πηγές.

Σύμφωνα με τα μοντέλα εξαντλήσιμων πόρων, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα χρησιμοποιούνται μέχρι τη στιγμή που το οριακό κόστος της περαιτέρω χρήσης τους θα υπερβαίνει το οριακό κόστος των υποκατάστατων πόρων, είτε πρόκειται για πιο άφθονους εξαντλήσιμους πόρους, όπως ο άνθρακας, είτε πρόκειται για ανανεώσιμους πόρους, όπως η ηλιακή ενέργεια. Σε τελική ανάλυση, οι ενεργειακές μας ανάγκες θα πρέπει να καλυφθούν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είτε επειδή έχουν εξαντληθεί οι εξαντλήσιμες πηγές ενέργειας, είτε επειδή το περιβαλλοντικό κόστος από τη χρήση των εξαντλήσιμων πόρων έχει γίνει τόσο υψηλό που οι ανανεώσιμες πηγές θα είναι φθηνότερες.

Πηγή εικόνας: philenews.com

Την απάντηση στο πρόβλημα των εξαντλήσιμων ενεργειακών πόρων έρχεται να δώσει η πράσινη οικονομία. Δηλαδή, η οικονομία που στοχεύει στη μείωση των περιβαλλοντικών κινδύνων και των οικονομικών ελλείψεων και έχει ως στόχο την αειφόρο ανάπτυξη, χωρίς να υποβαθμίζει το περιβάλλον. Πρακτικά, η πράσινη οικονομία είναι εκείνη όπου η αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης οδηγείται από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που μειώνουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και της ρύπανσης, τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και της αποδοτικότητας των πόρων και την πρόληψη της απώλειας της βιοποικιλότητας και των υπηρεσιών οικοσυστήματος. Οι επενδύσεις αυτές θα πρέπει να υποστηρίζονται από στοχευμένες δημόσιες δαπάνες, πολιτικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στους κανονισμούς. Αυτή η αναπτυξιακή πορεία θα πρέπει να διατηρήσει, να ενισχύσει και όπου είναι απαραίτητο να αποκαταστήσει το φυσικό κεφάλαιο ως ένα κρίσιμο οικονομικό περιουσιακό στοιχείο.

Η χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έχει πολλά δυνητικά πλεονεκτήματα, όπως τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού και τον περιορισμό της εξάρτησης από τις αγορές ορυκτών καυσίμων ειδικότερα, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μπορεί, επίσης, να τονώσει την εργασιακή απασχόληση, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε νέες πράσινες τεχνολογίες. Ένα άλλο πλεονέκτημα τους είναι το γεγονός ότι μπορούν να συμβάλλουν στην οικονομική ανεξαρτησία και αρκετών χωρών, καθώς μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού σε ενέργεια μειώνοντας σημαντικά τις  απαιτήσεις σε πετρέλαιο. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες μορφές στην ΕΕ ξεπερνάει το 17%, ενώ στόχος της αποτελεί να αποκτήσουν μερίδιο άνω του 32% μέχρι το 2030.

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εμφανίζονται με πολύ διαφορετικές μορφές. Είναι απίθανο μία οποιαδήποτε πηγή να παρέχει ολοκληρωμένη λύση. Κάθε πηγή έχει διαφορετικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Αυτό σημαίνει οτι τελικά θα χρειαστεί να υιοθετήσουμε ένα μείγμα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ο βαθμός στον οποίον θα διεισδύσουν στην αγορά θα εξαρτηθεί από το σχετικό κόστος τους και την αποδοχή εκ μέρους του καταναλωτή. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας περιλαμβάνουν την αιολική ενέργεια, την ηλιακή ενέργεια, την υδροηλεκτρική ενέργεια, την παλιρροϊκή ενέργεια, την γεωθερμική ενέργεια και τα βιοκαύσιμα.

Ποιες είναι οι βασικές μορφές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας;

Αιολική ενέργεια

Η αιολική ενέργεια αρχίζει να διεισδύει στην αγορά με έναν, μάλλον, αλματώδη ρυθμό. Τα νέα σχέδια στροβίλων που μετατρέπουν την αιολική ενέργεια σε ηλεκτρική μείωσαν το κόστος τους και παράλληλα αυξάνουν την αξιοπιστία της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από τον άνεμο, σε σημείο που, σήμερα, μπορεί να ανταγωνιστεί τις συμβατικές πηγές που υπάρχουν σε ευνοημένες περιοχές όταν το περιβαλλοντικό κόστος δεν εξωτερικεύεται.

Τα φωτοβολταϊκά συστήματα

Η τεχνολογική αλλαγή μπορεί να μειώσει το σχετικό κόστος των ανανεώσιμων πόρων. Το καλύτερο παράδειγμα που δείχνει πώς μπορεί η έρευνα να μειώσει το κόστος είναι η εμπειρία μας από τα φωτοβολταϊκά συστήματα. Τα φωτοβολταϊκά συστήματα αναλαμβάνουν την άμεση μετατροπή της ηλιακής ενέργειας σε ηλεκτρική. Αναμένοντας μία τεράστια δυνητική αγορά, ο ιδιωτικός κλάδος έχει δείξει έντονο ενδιαφέρον για τα φωτοβολταϊκά και έχει διαθέσει πολλά χρήματα για έρευνα προκειμένου να βελτιωθεί η εμπορική βιωσιμότητα τους. Στις αναπτυσσόμενες χώρες παρατηρείται διάδοση της μεθόδου ηλεκτροδότησης αγροτικών περιοχών με τη χρήση φωτοβολταϊκών. Τα φωτοβολταϊκά συστήματα δίνουν τη δυνατότητα σε θέσεις, χωρίς να τροφοδοτούν με ηλεκτρική ενέργεια τις απομακρυσμένες περιοχές, ενώ παράλληλα αποφεύγεται το πολύ υψηλό κόστος κεφαλαίου, που συνεπάγεται η επέκταση των υφιστάμενων παραδοσιακών δικτύων προς αυτές τις περιοχές.

Πηγή εικόνας: pixabay

Υδροηλεκτρική ενέργεια

Η υδροηλεκτρική ενέργεια, ουσιαστικά, είναι η ενέργεια του νερού που αποθηκεύεται σε μικρά ή μεγάλα φράγματα και στη συνέχεια απελευθερώνεται πάνω σε ένα στρόβιλο που περιστρέφεται και παράγει ηλεκτρική ενέργεια. Όπως συμβαίνει και με πολλές άλλες ανανεώσιμες πηγές, η ενέργεια που χρησιμοποιείται ως εισροή παρέχεται δωρεάν, αλλά το κόστος κατασκευής της μονάδας εκμετάλλευσης είναι υψηλό.

Καύσιμα από βιομάζα

Τα βιοκαύσιμα, τα οποία δημιουργούνται από φυτικές ύλες, προσελκύουν σήμερα μεγάλο μέρος της προσοχής για την διαμόρφωση ενεργειακής πολιτικής επειδή, ενδεχομένως, μπορούν να μειώσουν ταυτόχρονα την παραγόμενη ποσότητα αερίων θερμοκηπίου και τις εισαγωγές πετρελαίου. Μεταξύ άλλων, ορισμένα πλεονεκτήματα από την χρήση καυσίμων από βιομάζα είναι η μείωση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων που οδηγεί στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, η υλοποίηση νέων επενδύσεων στην ύπαιθρο σε περιοχές με πολύ χαμηλούς δείκτες απασχόλησης, η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων και της εγχώριας βιομηχανίας, η προσφορά φθηνής θερμότητας σε οικιακούς καταναλωτές και βιομηχανίες, ενώ  παράλληλα συμβάλλει στη δημιουργία πολλών χιλιάδων θέσεων παραγωγικής απασχόλησης στον αγροτικό πληθυσμό. Η βιομάζα συνδέεται με τη δημιουργία των περισσότερων θέσεων εργασίας από κάθε άλλη ΑΠΕ, με ποσοστό που αντιστοιχεί στο 40% επί του συνόλου των θέσεων εργασίες στις ΑΠΕ.

Συνεπώς, το μενού των ενεργειακών επιλογών, καθώς η οικονομία στρέφεται προς ανανεώσιμες πηγές, προσφέρει ένα μεγάλο αριθμό επιλογών. Είναι κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο ποιο θα είναι στο τέλος το τελικό μείγμα, αλλά είναι πολύ σαφές ότι η κυβερνητική πολιτική είναι ένα απαραίτητο συστατικό σε κάθε ομαλή μετάβαση προς ένα βιώσιμο ενεργειακό μέλλον.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Τριανταφύλλου
Δημήτρης Τριανταφύλλου
Γεννήθηκε το 2000 στην Αθήνα. Είναι φοιτητής στο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στα οικονομικά των επιχειρήσεων και τα χρηματοοικονομικά. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για θέματα επιχειρηματικότητας και καινοτομίας, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό.