16.5 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΣυναίνεση ή Αυτονομία; (Ψευτό)Διλήμματα

Συναίνεση ή Αυτονομία; (Ψευτό)Διλήμματα


Της Δήμητρας Κουφωλιά,

Ακούγοντας στα αμφιθέατρα πριν κάτι μήνες την υπόθεση που απασχόλησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), παραξενεύτηκα ως προς το πώς δύο δικαιώματα ή έννομα αγαθά μπορούν να έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους. Η υπόθεση αφορούσε έναν Γάλλο, με χαρακτηριστικά νάνου, όπως αναφέρθηκε, ο οποίος είχε δώσει τη συναίνεσή του, προκειμένου να εκτοξεύεται ως βλήμα κανονιού στον τοίχο του τσίρκου με αντάλλαγμα τον μηνιαίο μισθό του. Το ΕΔΔΑ στη σχετική απόφασή του έκρινε πως η σύμβαση εργασίας μεταξύ του ιδιοκτήτη του τσίρκου και του νάνου έπρεπε να λήξει, εφόσον με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος μετατρέπεται από υποκείμενο σε αντικείμενο, κάτι που προδήλως αντιβαίνει στην αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο νάνος τότε άσκησε αγωγή, προβάλλοντας ως νομικό ισχυρισμό τη συναίνεση, που ο ίδιος είχε δώσει για το πέταγμά του στους τοίχους του τσίρκου και την επικείμενη διαβίωσή του σε άθλιες συνθήκες, εφόσον θα διακοπεί η μηνιαία πληρωμή του, η οποία μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή του επέτρεπε να συντηρείται.

Στο ελληνικό δίκαιο ο όρος «συναίνεση» σύντομα μπορεί να αποδοθεί ως μια συνειδητή συμφωνία με την προσβολή του εννόμου αγαθού. Ο θεσμός της συναινέσεως του παθόντος οφείλει την ύπαρξή του στην έλλειψη συμφέροντος της πολιτείας να προστατεύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση το έννομο αγαθό, εφόσον συμφωνεί στην προσβολή του ο φορέας του, στον οποίο η έννομη τάξη έχει δώσει την εξουσία να το διαθέτει κατά βούληση. Είναι ευρέως γνωστό πως η συναίνεση αίρει τον αντισυνταγματικό/άδικο χαρακτήρα της πράξης. Από πλευράς, όμως, συνταγματικού δικαίου τίθενται συγκεκριμένοι περιορισμοί: Το άρθρο 2 παρ.1 Σ ορίζει ρητά και κατηγορηματικά πως η κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου είναι απαραβίαστη. Πρόκειται μάλιστα για μια διάταξη που δεν υπόκειται σε αναθεώρηση ούτε μπορεί να ανασταλεί η ισχύς της κατά το άρθρο 48 παρ.1 Σ κι έτσι το απαραβίαστο της αξίας του ανθρώπου επιτάσσει την απαγόρευση σοβαρών προσβολών στην ύπαρξη και τη δράση του ανθρώπου, που μπορούν εννοιολογικά να θίξουν την υπόστασή του ως αυτόνομου υποκειμένου δικαίου. Επιπλέον, στο κείμενο του Συντάγματος η ανθρώπινη αξιοπρέπεια κατοχυρώνεται και στο άρθρο 7 παρ 2, όπου ορίζεται πως: Tα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει.

Φαίνεται, λοιπόν, πως η συναίνεση οριοθετείται καταρχήν από το ίδιο το Σύνταγμα.

Η δεύτερη πλευρά της συναίνεσης καθρεφτίζεται στο ποινικό δίκαιο, όπου μάλιστα έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις. Οι ποινικολόγοι έχουν θέσει συγκεκριμένες προϋποθέσεις, προκειμένου η συναίνεση να είναι έγκυρη: Ο συναινών πρέπει να μπορεί να αντιληφθεί τη σημασία της συναίνεσής του (ικανότητα διάκρισης και αξιολόγησης), να αποδέχεται σαφώς την προσβολή του διατιθέμενου εννόμου αγαθού και όχι απλώς να την ανέχεται, η βούλησή του πρέπει να είναι απαλλαγμένη ελαττωμάτων και να έχει εξωτερικευθεί, αυτή δε η εξωτερίκευση να έχει περιέλθει σε γνώση του δράστη πριν από την τέλεσή της. Περαιτέρω, η συναίνεση πρέπει να υφίσταται κατά την έναρξη της πράξης και να εξακολουθεί καθ’ όλη την τέλεσή της, ισχύει δε μόνον ως προς τη συγκεκριμένη πράξη και τον συγκεκριμένο αποδέκτη, στον οποίο παρέχεται. Τέλος, η εν συναινέσει τελούμενη πράξη δεν πρέπει να προσκρούει στα χρηστά ήθη. Θεωρία και νομολογία διαφωνούν ως προς το εάν η απόφαση της συναίνεσης θα πρέπει να απορρέει από τη λογικότητα της απόφασης. Η νομολογία ακολουθεί συχνά πατερναλιστικές αντιλήψεις και απαιτεί και λογικότητα της απόφασης ως πρόσθετη προϋπόθεση.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του ζητήματος που εξετάζουμε εμφανίζεται στον χώρο της ιατρικής, όπου έχουμε τη λεγόμενη συναίνεση του ασθενούς κατά τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ). Το άρθρο 12 ΚΙΔ θεσπίζει τη συναίνεση του ασθενούς, που συνίσταται στο δικαίωμά του να αποφασίσει ο ίδιος ελεύθερα, ύστερα από την ενημέρωση του ιατρού, για τις υποθέσεις που τον αφορούν, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι συγκεκριμένες, ανά περίπτωση, επεμβατικές ιατρικές πράξεις. Εν ολίγοις, αφορά το δικαίωμα του ασθενούς να αυτοκαθορίζεται σε ό,τι αφορά το σώμα του και την υγεία του. Το δικαίωμα αυτό αποτελεί εκδήλωση της βουλητικής αυτονομίας και αυτοδιάθεσης, το οποίο έχει και συνταγματική θεμελίωση, αφού αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος) και της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος). Η κρατούσα στη χώρα μας άποψη θεωρεί την οποιαδήποτε ιατρική πράξη παράνομη και υποστηρίζει ότι η παρανομία αίρεται με τη συναίνεση του ασθενούς. Επομένως, η συναίνεση είναι λόγος άρσης του καταρχήν παράνομου χαρακτήρα της ιατρικής πράξης, χωρίς την οποία, η ιατρική πράξη συνιστά παράνομη σωματική βλάβη και πρέπει να πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις.

Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν ο θιγόμενος δε συναινεί, κι παρ’ όλα αυτά ο ιατρός παρέμβει στο σώμα του, στοιχειοθετείται οπωσδήποτε άδικη πράξη; Χωρίς τη συναίνεση του θιγομένου, επιτρέπεται ιατρική παρέμβαση μόνο προς αποτροπή σοβαρού και άμεσου για τη ζωή ή υγεία κινδύνου (κατάσταση ανάγκης), που διαπιστώνεται από γιατρό. Επίσης, σωματική κάκωση προσώπου παρά τη θέλησή του μπορεί να γίνει ανεκτή υπό προϋποθέσεις, προκειμένου να αποτραπεί σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, π.χ. υποχρεωτικός εμβολιασμός ή αναγκαστική εξέταση ή θεραπεία, που αποτελεί λόγο δημοσίου συμφέροντος. Δεν αρκεί ο κίνδυνος της προσωπικής υγείας του προσώπου (π.χ. αλκοολικός), διότι η πατερναλιστική παρέμβαση του κράτους, που γνωρίζει καλύτερα από το ίδιο το άτομο τι είναι ωφέλιμο για αυτό, ακυρώνει την προσωπική αυτονομία του ατόμου.

Το ΕΔΔΑ μάλιστα έχει υπογραμμίσει ότι στον ειδικό τομέα της μεταμόσχευσης οργάνων και ιστών, το ανθρώπινο σώμα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με σεβασμό ακόμη και μετά το θάνατο. Πράγματι, διεθνείς συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης και της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική και το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο, εκπονήθηκαν για την προστασία της αξιοπρέπειας, της ταυτότητας και της ακεραιότητας «οποιουδήποτε» γεννήθηκε, ανεξάρτητα αν τώρα είναι ζωντανός ή νεκρός. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση Elberte v. Latvia, στην οποία το Δικαστήριο αποφάσισε πως οι ιστοί μπορούσαν να αφαιρεθούν μόνο όταν κάτι τέτοιο είχε ρητά επιτραπεί από τον δότη κατά τη διάρκεια της ζωής του ή από τους συγγενείς του. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Λετονία έπρεπε να καταβάλει στην κυρία Elberte 16.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 500 ευρώ για τις δαπάνες και τα έξοδα.


Πηγές

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Κουφωλιά
Δήμητρα Κουφωλιά
Βρίσκεται στο τρίτο έτος της Νομικής Σχολής Αθηνών κι από πάντα την γοήτευε ο κόσμος της συγγραφής και των κειμένων. Παράλληλα με την αφοσίωση στη νομική επιστήμη και το διάβασμα λογοτεχνικών κειμένων, λατρεύει τον χορό και θεωρεί πως συνδέεται άμεσα με την πνευματική καλλιέργεια, εφόσον αποτελεί κι αυτός έκφραση της ανθρώπινης ψυχής. Πιστεύει πως ό,τι κι αν επιλέξει κάποιος να κάνει στη ζωή, πρέπει να επιδεικνύει ζήλο, να στοχεύει ψηλά, έχοντας όμως πάντα στο νου του από πού ξεκίνησε κι τηρώντας πάντα τον «αξιακό» κώδικα.