20.8 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά...» - 27 χρόνια από τον θάνατο...

«Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά…» – 27 χρόνια από τον θάνατο της Κατερίνας Γώγου


Της Διαλεχθής Άνθη,

Η εύθυμη μαθήτρια από «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» συναντά τη μάχιμη ποιήτρια των «Τριών κλικ Αριστερά» με τις βαθύτερες εσωτερικές αναζητήσεις και το αμφιλεγόμενο τέλος της.

Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας. Οι φίλοι μου.

27 χρόνια από τον θάνατο της Κατερίνας Γώγου, η οποία έδωσε τέλος στη ζωή της στις 3 Οκτωβρίου 1993, το OffLine Post προβαίνει σε ένα αφιέρωμα στην αξέχαστη ηθοποιό και ποιήτρια. Γνωστή για τους δεύτερους πρωταγωνιστικούς ρόλους της στο θέατρο και στον κινηματογράφο πλάι σε μεγάλα ονόματα του χώρου της δεκαετίας του 50’, του 60’ και του 70’, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Η Κατερίνα, βέβαια, ήταν μια βαθιά προσωπικότητα με ενδόμυχες αναζητήσεις όσον αφορά το δίκαιο, τις συμβάσεις και την ίδια την ζωή.

Πηγή εικόνας: fractalart.gr
Η ζωή της και τα πρώτα επαγγελματικά βήματα

Έζησε και δραστηριοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, αφού γεννήθηκε στην καρδιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου λίγο πριν την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, την 1η Ιουνίου 1940. Μεγάλωσε στην Αθήνα και βίωσε την κατοχή και τις αναταραχές της δεκαετίας του 40’, περνώντας δύσκολα παιδικά χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, σε ηλικία μόλις 5 ετών πήρε μέρος στην πρώτη της θεατρική παράσταση. Στο πέρασμα των ετών και της ενηλικίωσής της συμμετείχε σε πολλούς παιδικούς θιάσους, ενώ παράλληλα έκανε το ντεμπούτο της και στον κινηματογράφο. Η πρώτη ταινία στην οποία έλαβε μέρος είχε τίτλο «Ο άλλος» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου, ενώ συμμετείχε ο Γιώργος Παππάς.

Συμπαραστάτης στην απόφασή της να ακολουθήσει επαγγελματικά την αγάπη της για την υποκριτική υπήρξε ο πατέρας της, με τον οποίο έζησε ως την εφηβεία της. Φοίτησε, έτσι, σε μία από τις καλύτερες δραματικές σχολές της εποχής της, του Τάκη Μουζενίδη. Έπειτα, ολοκλήρωσε και τις σπουδές της στη σχολή χορού του Πρατσίκα Ζουρούδη και Βαρούτη, συνεχίζοντας ταυτόχρονα να λαμβάνει μέρος σε ένα μεγάλο εύρος παραστάσεων, που περιλάμβανε από επιθεώρηση ως Αρχαία Τραγωδία.

Η πορεία στον κινηματογράφο

Ευρύτερα γνωστή στο κοινό έγινε μέσα από συμμετοχές της σε ταινίες της δεκαετίας του 60’, κατά βάση κωμωδίες, όπου ενσάρκωνε κυρίως δεύτερους ρόλους. Μερικές από αυτές είναι «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Νόμος 4000» (1962), «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964), «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965), «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965), «Ο τρελός τα ‘χει 400». Μέσα από τους ρόλους στις ταινίες της δεκαετίας του 60’ είχε μείνει στο μυαλό του κόσμου ως μια εύθυμη, ατίθαση, ανάλαφρη κοπέλα, μιας και κοινό στοιχείο των ρόλων της είναι η προβολή της νεανικής αθωότητας. Όσοι την ήξεραν, θαύμαζαν το γεγονός ότι ερμήνευε με τόση επιτυχία χαρακτήρες που αντικρούονταν τόσο στην προσωπικότητα της.

Η κινηματογραφική της πορεία ανακόπηκε, με περιορισμένες πλέον συμμετοχές σε ταινίες, όταν η ίδια αποφάσισε να ταχθεί στο πλευρό των πολιτικών της πεποιθήσεων σε μία τεταμένη περίοδο για τα ελληνικά δρώμενα, αυτή της Στρατιωτικής Δικτατορίας (1967-1974). Η ενασχόλησή της, συγκεκριμένα, με εξωκοινοβουλευτικές ομάδες της Αριστεράς την κράτησαν μακριά από τον ακμάζοντα εμπορικό κινηματογράφο της περιόδου.

Η επόμενη και καθοριστική συμμετοχή της ήταν σε ταινία του σύγχρονου -πλέον- ελληνικού κινηματογράφου με τίτλο «Βαρύ πεπόνι» (1977), για την όποια της απονεμήθηκε βραβείο Ερμηνείας στο φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η ταινία αυτή άλλαξε και την πορεία στο συναισθηματικό της τομέα, αφού βρήκε τον έρωτα στο πρόσωπο του Παύλου Τάσιου, σκηνοθέτη της ταινίας, με τον όποιο απέκτησε την κόρη τους Μαρία.

Στη δεκαετία του 80’ επέλεξε να πραγματοποιήσει επιλεγμένες εμφανίσεις στον κινηματογράφο. Το 1980 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Παραγγελιά» σε σκηνοθεσία του συζύγου της. Μεγάλο μέρος της ταινίας επενδύθηκε μουσικά από ποιήματά της μελοποιημένα από τον Κυριάκο Σφέτσα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1984, με την ταινία «Όστρια» σε σκηνοθεσία του Α. Θωμόπουλου διακρίθηκε η ίδια κερδίζοντας το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας, αλλά και ως συγγραφέας μαζί με τον Α. Θωμόπουλο.

Από την υποκριτική στην αγάπη για την ποίηση

Η σταδιακή αποχή από την υποκριτική αποτέλεσε το έναυσμα για την ενασχόλησή της με την ποίηση. Η ποίηση για την Κατερίνα ήταν μια διέξοδος για να εκφράσει τις ανησυχίες της, τη δυσαρέσκειά της για την πραγματικότητα αλλά και ένα μέσο για να φανερώσει τις εσωτερικές της συγκρούσεις και προβληματισμούς. Οι στίχοι της απλοί, οικείοι στον καθένα, μεταδίδουν τα συναισθήματά της για τη ζωή και την τέχνη, αγγίζοντας μεγάλο μέρος κυρίως της νεολαίας της περιόδου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τρία κλικ Αριστερά» πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, αριθμό που μέχρι τότε έφταναν σε πωλήσεις ποιητικές συλλογές του Ρίτσου και του Ελύτη. Η συγκεκριμένη συλλογή κυκλοφόρησε το 1978 στην Ελλάδα, ενώ τα επόμενα χρόνια μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Jack Hirchman (σύμφωνα με τις εκδόσεις Καστανιώτη) και κυκλοφόρησε στο Σαν Φρανσίσκο το 1983. Η δημοσίευση ποιημάτων και συλλογών της συνεχίστηκε ακόμη και μετά τον θάνατό της, αφού η τελευταία της συλλογή «Με λένε Οδύσσεια» εκδόθηκε το 2003.

Η ζωή στα Εξάρχεια ως το τέλος

Ίσως ο χαρακτηρισμός που δέχθηκε η Κατερίνα Γώγου ως «επαναστατική ποιήτρια» να προέρχεται και να συνάδει με τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής της. Η ίδια σύχναζε στα Εξάρχεια, μιας και ήταν γνωστή για την εμπλοκή της σε αναρχικές και αντιεξουσιαστικές ομάδες και οργανώσεις. Επεδίωξε την αποφυλάκιση αναρχικών μελών, ενώ η ενεργή συμμετοχή της σε συλλογικές δράσεις και διαδηλώσεις την οδήγησε πολλές φορές ενώπιον των αρχών της Αστυνομίας. Μάλιστα, το 1980, όταν η 17 Νοέμβρη προέβη σε δολοφονία 2 αστυνομικών, αμέσως οι υποψίες έπεσαν πάνω της, χωρίς όμως να κατηγορηθεί επίσημα για το συμβάν, αφού δεν υπήρχαν αποδείξεις. Έξι χρόνια αργότερα, ήρθε εκ νέου μπροστά από αστυνομικούς, όπου υπέβαλλε η ίδια μήνυση στον Υπουργό Δημοσίας Τάξης, υποστηρίζοντας ότι δέχθηκε επίθεση από δύο αστυνομικούς κατά τη διάρκεια πορείας.

Πηγή εικόνας: kava-texnis.gr

Στον ευαίσθητο ψυχισμό της συνέβαλλε ταυτόχρονα και η χρήση ουσιών. Η ίδια προσπάθησε να βοηθήσει την κόρη της, αλλά εθίστηκε και εκείνη. Η πορεία της προς το τέλος της δεν εξέπληξε τους δικούς της ανθρώπους, μιας και είχε εκφράσει έμμεσα την απόφασή της. Είχε αναφερθεί η ίδια δύο χρόνια πριν τον θάνατό της στην αυτοκτονία του Νικόλα Άσιμου και Παύλου Σιδηρόπουλου, των οποίων το παράδειγμα και ακολούθησε. Στις 3 Οκτωβρίου βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της από υπερβολική δόση χαπιών με συνοδεία αλκοόλ.

Άνθρωποι όμως όπως και η ίδια παραμένουν ζωντανοί μέσα από την τέχνη τους, είτε μέσα από τις ταινίες ως η εύθυμη κοπέλα που συνεχίζει να χαρίζει γέλιο, είτε μέσα από την ποίησή της, που οδηγεί σε σκέψεις τους αναγνώστες, μιας και οι διαχρονικοί στίχοι της εξακολουθούν να αντικατοπτρίζουν την πάγια πραγματικότητα του σήμερα.


Διαλεχτή Άνθη

Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με κατεύθυνση την Αρχαιολογία. Γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη και έλκει την καταγωγή της από την Κέρκυρα. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά ενώ ασχολείται με την φωτογραφία, τα ψηφιακά μέσα και τον εθελοντισμό. Φιλοδοξεί να ασχοληθεί με την Μουσειολογία και τη διαχείριση πολιτισμού.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Τάκη
Μαρία Τάκη
Γεννήθηκε στην Έδεσσα. Είναι απόφοιτη του τρίτου ευρωπαϊκού σχολείου Βρυξελλών και της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά και Γαλλικά. Παίζει ακορντεόν και πιάνο και έχει κάνει μαθήματα φωνητικής. Χορεύει μπαλέτο και λάτιν και ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και την φωτογραφία. Η αγάπη της για την λογοτεχνία και την ποίηση την οδήγησε στην αρθρογραφία, ενώ τα ταξίδια και η επαφή με διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς είναι το διάλειμμα από την καθημερινότητά της.